Του Σάκη Μουμτζή
Τα δύο κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, η Ένωση Κεντρώων και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, πιστεύουν πως η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, είναι η λύση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Ο μεν κ. Β.Λεβέντης υποστηρίζει πως δεν χρειάζονται εκλογές γι΄αυτό, η δε κυρία Φ.Γεννηματά πως το ευρύ κυβερνητικό σχήμα θα προκύψει μετά από εκλογές. Κοινή συνισταμένη και των δύο θέσεων είναι η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο κυβερνητικό σχήμα.
Η άποψη του κ. Β.Λεβέντη έχει τρία αδύνατα σημεία. Το πρώτο, είναι η τραυματική εμπειρία του προηγούμενου ανάλογου εγχειρήματος την περίοδο Νοεμβρίου 1989-Μαρτίου 1990. Το δεύτερο, είναι πως η προτεινόμενη κυβέρνηση θα στηρίζεται από το υπάρχον κοινοβούλιο, στο οποίο κυριαρχεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το κοινό πρόγραμμα θα συνταχθεί με βάση τις θέσεις του, επ΄απειλή καταψηφίσεως των επί μέρους μέτρων από την κοινοβουλευτική ομάδα του. Πολύ απλά, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας θα είναι όμηρος των ιδεοληπτικών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.
Επί πλέον, είναι γνωστό πως αυτού του είδους οι κυβερνήσεις πολύ γρήγορα μετατρέπονται σε όργανα του ισχυρότερου κόμματος που εντάσσει την λειτουργία τους στην στρατηγική του. Δηλαδή, όταν κρίνει πως το κλίμα στην κοινωνία είναι ευνοϊκό γι΄αυτό, αποσύρει την υποστήριξη του. Τις ανατρέπει.
Ο τρίτος λόγος που αποδυναμώνει την πρόταση του κ. Β.Λεβέντη είναι πως με αυτήν αναγορεύεται, εκ των πραγμάτων, σε αξιωματική αντιπολίτευση η Χρυσή Αυγή, με ό,τι σημαίνει αυτό για τον πολιτικό βίο μας.
Η πρόταση της κυρίας Φ.Γεννηματά, προβλέπει την διενέργεια εκλογών, και εν συνεχεία την συγκρότηση κυβέρνησης στην οποία θα συμμετέχει υποχρεωτικά και ο ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας να μην συμμετάσχει το κόμμα της σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Επειδή δεν θέλω να κάνω ανίχνευση και δίκη προθέσεων, δεν υποστηρίζω πως αυτή η πρόταση της κυρίας Φ.Γεννηματά έχει ως κίνητρο την εκ νέου προσφυγή στις κάλπες με το σύστημα της απλής αναλογικής. Γιατί είναι δεδομένο πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συμπράξει με την Νέα Δημοκρατία για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για έναν, απλούστερο όλων. Και αυτόν τον συμφέρουν οι νέες εκλογές με απλή αναλογική.
Επίσης, παρακάμπτω το πολύ λογικό επιχείρημα που διατύπωσε ο κ. Γ.Πρετεντέρης και που αποδομεί την συγκεκριμένη πρόταση. « Αν τα συμφωνήσουν Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, γιατί χρειάζονται και την Φώφη;»
Δύο είναι τα βασικά πολιτικά επιχειρήματα που ανατρέπουν την θέση της Προέδρου του ΠΑΣΟΚ. 1) Τι σημεία σύγκλισης υπάρχουν στον προγραμματικό λόγο Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ; Πώς είναι δυνατόν να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα σε δύο κόμματα που τα χωρίζει, κατά γενικήν ομολογία, ιδεολογικοπολιτική άβυσσος; Και πώς θα λειτουργήσει αυτή η κυβέρνηση όταν τα δύο από τα τρία κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και Δημοκρατική Συμπαράταξη ) έχουν συμφέρον για την διενέργεια νέων εκλογών; 2) Η εκ νέου συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση, μετά την παρατεταμένη καταστροφή που επέφερε στην χώρα, θα είναι πράξη ύψιστης πολιτικής αδικίας και ατιμίας. Δεν μπορούμε να επιβραβεύσουμε τον ολετήρα και μάλιστα να το προαναγγέλουμε. Δεν είναι νοητό, αντί για τα Ειδικά Δικαστήρια να στέλνουμε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκ νέου, σε υπουργικούς θώκους.
Και οι δύο προτάσεις των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης πάσχουν και στο πολιτικό και στο ηθικό επίπεδο. Κυρίως όμως, οδηγούν την χώρα σε διαρκή ακυβερνησία και στην καταστροφή.
Αυτές τις πολύ κρίσιμες στιγμές η πατρίδα μας χρειάζεται καθαρές λύσεις, αποτέλεσμα καθαρών επιλογών. Χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και της ανάπτυξης. Στο χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι το άνοιγμα της Νέας Δημοκρατίας, στον κατάλληλο χρόνο, σε πρόσωπα και κινήσεις με έντονο τον μεταρρυθμιστικό λόγο, λόγω και έργω. Η κατάκτηση του κεντρώου χώρου πρέπει να είναι σαρωτική. Τα υπόλοιπα επαφίενται στην βούληση του Ελληνικού λαού.