Ανάμεσα στα «επιχειρήματα» που επιστρατεύουν οι αρνητές της μεγάλης ανθρωπιστικής τραγωδίας που έμεινε στην ιστορία ως «Γκουλάγκ» (στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων), είναι πως τόσο το μυθιστόρημα «Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», όσο και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, περιέχουν υπερβολές, τις οποίες χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, προκειμένου να «πουλήσει» περισσότερο το βιβλίο του.
Για την ιστορία και μόνο αξίζει να αναφερθούμε πως η συγγραφή του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» είναι, κυριολεκτικά, ένα συλλογικό έργο, αφού σε αυτή βοήθησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, τους οποίους ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν αποκαλούσε «αόρατους».
Πρόκειται για ένα μεγάλο κύκλο ανθρώπων, οι οποίοι τον βοηθούσαν να δαχτυλογραφήσει, να κρύψει, να φυλάξει, να διαδώσει και να μεταφέρει στη Δύση, όχι μόνο το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» αλλά και άλλα έργα και δοκίμιά του στη Δύση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1974, όταν στις 29 εκείνου του μήνα η σοβιετική κυβέρνηση του αφαίρεσε τη σοβιετική υπηκοότητα και τον απέλασε. Στο μεταξύ ο ίδιος και η οικογένειά του, είχαν προλάβει να παραδώσουν στους αόρατους και άγνωστους αυτούς βοηθούς του ένα σημαντικό μέρος του αρχείου του, το οποίο αρχικά φύλαξαν και στη συνέχεια με διάφορους τρόπους έστειλαν στο εξωτερικό.
Όταν το 1959 δημοσιεύτηκε το «Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» με απόφαση ειδικής συνεδρίασης της Πολτιμπιρό της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε., μία πλημμυρίδα επιστολών άρχισε να φτάνει καθημερινά στον συγγραφέα. Ήταν επιστολές ανθρώπων που πέρασαν πολλά χρόνια στα Γκουλάγκ και ήθελαν να γνωστοποιήσουν τα δεινά και τα βάσανά τους στον άνθρωπο που πρώτος σήκωσε το Σιδηρούν Παραπέτασμα και έμαθε ο κόσμος την αλήθεια.
Οι επιστολές αυτές ήταν η «πρώτη ύλη» για τη συγγραφή του μνημειώδους έργου «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου που έγινε στη Δύση, υπάρχει η αναφορά στους «μάρτυρες», μα χωρίς ονόματα. Σήμερα, σε όλες τις εκδόσεις αυτού του έργου, υπάρχει κατάλογος 257 ονομάτων, των ανθρώπων εκείνων, οι μαρτυρίες των οποίων συνέβαλαν καθοριστικά στην οριστική μορφή του κειμένου.
Στην τελευταία 5η αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος «Το μοσχαράκι κλωτσάει τη βελανιδιά» υπάρχει ο κατάλογος των 121 «αόρατων» ανθρώπων, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους βοηθούσαν τον συγγραφέα.
Η βασική δουλειά για τη συγγραφή του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» έγινε τον χειμώνα του 1966 - 1967. Ο Σολζενίτσιν κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του στην φυλακή Μπουτίρκα, είχε γνωρίσει τον πρώην Εσθονό υπουργό Άρνολντ Σούζι και πολλά χρόνια αργότερα, όταν ήταν ελεύθεροι και οι δύο τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ο Σούζι του πρότεινε να μείνει σε ένα μικρό σπιτάκι σε ένα χωριό, όπου τον χειμώνα δεν ζούσε κανείς, μένοντας έτσι μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Η οικογένεια διέδωσε στην περιοχή πως στο σπιτάκι μένει ένας καθηγητής από την Μόσχα, ο οποίος γράφει τη διατριβή του. Η κόρη της οικογένειας Χέλι πήγαινε με τα πέδιλα του σκι στον συγγραφέα, μεταφέροντας του τα αναγκαία προς το ζειν στο σακίδιό της. Στο ίδιο σακίδιο κατά την επιστροφή έφερνε τις γραμμένες σελίδες του χειρόγραφου και στη συνέχεια τις έκρυβαν σε σπίτια έμπιστων φίλων. Ορισμένες σελίδες, ο συγγραφέας τις έθαψε στην αυλή του σπιτιού, κοντά στην όχθη του ποταμού.
Όταν κάποτε το έργο ολοκληρώθηκε και ο συγγραφέας επέστρεψε στη Μόσχα, κρέμασε κουβέρτες σε όλα τα παράθυρα του διαμερίσματος, προκειμένου να μην φαίνεται η φωτογράφιση σε μικροφίλμ του έργου. Στη συνέχεια, παρέδωσε το μικροφίλμ στον Αλεξάντρ Αντρέγιεφ, εγγονός του θαυμάσιου Ρώσου συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγιεφ, ο οποίος εργαζόταν την εποχή εκείνη ως μεταφραστής στην Unesco. Εκείνος με τη σειρά του, έδωσε το πολύτιμο μικροφίλμ σε τεχνικούς του διεθνούς οργανισμού, οι οποίοι το έβαλαν στη θήκη της μπαταρίας μία κινηματογραφικής μηχανής. Έτσι, το βιβλίο βρέθηκε στη Δύση, στο Παρίσι, στον εκδοτικό οίκο μέχρι το 1973.
Όλο αυτό το διάστημα, η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. παρακολουθούσε τον ίδιο και την οικογένειά του, τους φίλους, τους γνωστούς, κάθε έναν που ερχόταν μαζί του σε επαφή, προκειμένου να βρει και να κατασχέσει το βιβλίο. Πολλοί άνθρωποι συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν σκληρά, ώστε να προδώσουν και να φανερώσουν τις κρύπτες. Ο ίδιος ο Σολζενίτσιν είχε δώσει εντολή να καταστραφούν όλα τα αντίγραφα του κειμένου, τα οποία ήταν σκορπισμένα σε διάφορα μέρη.
Το 1973 συνέβη ένα τραγικό γεγονός. Μία από τους «Αόρατους» η Ελιζαβέτα Βορονιάνσκαγια, δεν είχε καταστρέψει το δικό της αντίγραφο. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, την εντόπισε, την συνέλαβε και την ανέκρινε απάνθρωπα επί πέντε μερόνυχτα. Η Βορονιάνσκαγια δεν άντεξε και υπέδειξε το μέρος, όπου είχε κρύψει τα χειρόγραφα. Απελευθερώθηκε, γύρισε σπίτι της και κρεμάστηκε. Το γεγονός αυτό ήταν εκείνο που πυροδότησε την επιθυμία του συγγραφέα για δημοσίευση του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» το οποίο ύστερα από λίγους μήνες κυκλοφόρησε πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια σε πολλές χώρες του κόσμου.
Έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» στη Δύση, η σοβιετική κυβέρνηση συνέλαβε τον Σολζενίτσιν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, του στέρησε την υπηκοότητα και τον απέλασε.
Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αόρατοι» διάρκειας 31 λεπτών, μπορεί ο αναγνώστης να το δει στον σύνδεσμο εδώ.