Οι Άνθρωποι του πλήθους

Οι Άνθρωποι του πλήθους

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Γράφει κάπου ο Πόε για τον Άνθρωπο του Πλήθους, μία τρομακτική μορφή που δεν έχει ποτέ ησυχία, έναν γέροντα που δεν κοιμάται ποτέ, δεν ηρεμεί ποτέ, και που πάντα, διαρκώς, χωρίς διαλείμματα, ακολουθεί τα πλήθη των πόλεων, κρυμμένος πίσω από τις πλάτες τους, προχωρώντας τοίχο-τοίχο και μέσα στις σκιές, φροντίζοντας να βρίσκεται πάντα οπουδήποτε υπάρχει κίνηση, φως και αλισβερίσι, στήνοντας αυτί στις κουβέντες του κόσμου και ρίχνοντας λοξές ματιές στις ποικίλες δραστηριότητές τους, χωρίς όμως να συμμετέχει πραγματικά σε τίποτε, απλώς ακολουθώντας — όπως η σκιά ακολουθεί τον ήλιο.

Θα τον βρεις στις μεγάλες αγορές, θα τον πάρει το μάτι σου έξω από τα θέατρα, θα τον διακρίνεις σκυφτό στις διαβάσεις των λεωφόρων ή οπουδήποτε υπάρχουν ουρές και πολυκοσμία, μαζί με τον κόσμο αλλά ανίκανο παρά ταύτα να ταυτιστεί με τους υπόλοιπους, να αισθανθεί κομμάτι τους, ή έστω να κατανικήσει μια στάλα την αίσθηση της μοναξιάς του, να ροκανίσει κάπως το καβούκι του. Συνοδεύει τους άλλους από κοντά, αλλά παραμένοντας πάντα μόνος, μονίμως άεργος, διαρκώς παρασιτώντας. Είναι μία πολύ τρομακτική μορφή. Μία αλληγορική, συμβολική μορφή που έπλασε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Στα 80s, τώρα, στην Ελλάδα, υπήρχαν κάποιοι τύποι με γένια, ή μούσια όπως τα λέγαμε τότε. Δεν ήταν ένας και δύο, ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, και πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους, πολύ σίγουροι για τη θέση τους, πολύ σίγουροι για τα μούσια τους, πολύ σίγουροι γενικώς. Δεν είχαν και πολύ σπουδαίες δουλειές, τουλάχιστον όχι όλοι, ούτε έπαιρναν κανέναν μεγάλο μισθό — ούτε είχαν υπουργοποιηθεί, αν και κάποιοι υπουργοί ή γραμματείς υπουργείων τούς έμοιαζαν κάπως? στα μούσια. Μπορεί, επί παραδείγματι, να ήταν οδηγοί ασθενοφόρου ή νοσηλευτές, ή ταμίες σε τράπεζα, ή υποδιευθυντές σε μια υπηρεσία, ή χαμηλόμισθοι πλην επίμονοι συνδικαλιστές μίας ΔΕΚΟ. Δεν είχε σημασία ο μισθός ή το πρεστίζ της θέσης. Ήταν σίγουροι, και αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε. Η δουλειά τους ήταν σίγουρη, οι αποδοχές τους σίγουρες, το μέλλον τους επίσης σίγουρο — και «κεκτημένο».

Επίσης, είχαν τύπο. Αδιαμφισβήτητο αυτό. Και όλοι τους αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις της ζωής, σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών και ανακατατάξεων, πελώριας κοινωνικής κινητοποίησης και νέων συμπεριφορών, με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: χωρίς να τις αντιμετωπίζουν. Δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Είχαν νικήσει, και αυτοί οι ίδιοι ήταν η αλλαγή και οι φορείς της αλλαγής. Ήταν το νέο που είχε κατισχύσει επί του παλαιού. Οπότε όλα ήταν σίγουρα, και όλα εν πάση περιπτώσει θα πήγαιναν καλά. Ήταν δε, όπως είπαμε, τόσο πολλοί, που έφτιαχναν ένα ολόκληρο νέφος σιγουριάς πάνω από τις πόλεις. Ένα νέφος που εκπορευόταν από χιλιάδες —κάπως αγριωπά στην αρχή, μα ελαφρώς τριμαρισμένα προϊόντος του χρόνου— μούσια.

Αν σήμερα μιλάμε για σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, μιλάμε κυρίως για τη μεταμόρφωση, την εξέλιξη, την «επαναστροφή» της επαναστατικής ηγεσίας του («Λέγε με Κάρολο, να σε λέω Φρίντριχ…») σε γελοιογραφικού επιπέδου Παπανδρέου, και μαζί της τής πολυπληθούς τάξης που βρίσκεται από κάτω της (ας μη μιλήσουμε για «κομματικό στρατό», ας τους πούμε απλώς παρακεντέδες, σιτιζόμενους από την Πρυτανεία, προσοδοθήρες, επιδοματιούχους — τέτοια πράγματα), στους τύπους με τα μούσια των 80s.

Εκείνοι οι τύποι με τη θηριώδη και τρομακτική σιγουριά είναι το σοσιαλδημοκρατικό μέλλον τού ΣΥΡΙΖΑ: θα βρίσκονται παντού, θα ξεπροβάλλουν πίσω από τα πάντα και θα υπερασπίζουν με πάθος, με λύσσα, τα κεκτημένα τους. Ήταν άλλωστε πάντα η βάση του. Τότε, στα 80s, βρίσκονταν δυο βήματα πίσω από την όντως εξουσία, κρυμμένοι πίσω από τις πλάτες άλλων. Σήμερα, την κατέλαβαν οι ίδιοι και κάθονται στις καρέκλες που κάποτε ξεσκόνιζαν. Τον ξέρουν τον χώρο. Ξέρουν τα κατατόπια. Γιατί είναι πράγματι εδώ από παλιά: από πάντα. Είναι οι Άνθρωποι του Πλήθους.

Με τη μόνη διαφορά —γιατί εδώ δεν μιλάμε για σύμβολα και αλληγορίες, η ζωή δεν είναι βιβλίο και λογοτεχνία— ότι είναι πολλοί. Αυτοί οι ίδιοι είναι το Πλήθος.

Φωτογραφία: Shutterstock