Του Γιάννη Καρνέζη*
Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα δυσκολεύεται να βρει το βηματισμό της ως ένα σύγχρονο κράτος. Παραμένει η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα στην κηδεμονία εξωτερικών παραγόντων υπό τα "μνημόνια", με συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος, σταθερά χαμηλής ποιότητας κρατική υγεία και παιδεία, συνεχιζόμενη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, υψηλότατα ποσοστά ανεργίας και υπο-απασχόλησης, ιδιαίτερα στα νεαρότερα στρώματα του πληθυσμού, αυξανόμενη εγκληματικότητα κάθε βαθμού και καθημερινά αδιέξοδα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή μεγάλου μέρους των πολιτών της.
Οι εξηγήσεις που συνήθως δίνονται από διαφόρους αναλυτές για την συνεχιζόμενη ελληνική κακοδαιμονία ποικίλουν: η εχθρικότητα και τάση για οικονομική εκμετάλλευση των "ξένων", ο διεθνής καπιταλισμός και οι ντόπιοι συνεργάτες του, η εγγενής διαφθορά της ελληνικής φυλής, η απώλεια των ελληνικών αξιών ("γλώσσα", "ηθική", "ορθοδοξία", "των Ελλήνων οι κοινότητες" και άλλα) είναι μόνο μερικά από αυτά. Η πραγματικότητα όμως, για όποιον έχει την ωριμότητα, το θάρρος και την ευθυκρισία να την δει, είναι πολύ διαφορετική. Και ξεκινά πολύ πριν την εφαρμογή οποιουδήποτε μνημονίου ή πολιτικής παρέμβασης. Θα δείξω στο άρθρο αυτό ότι η βάση της κακοδαιμονίας αυτής βρίσκεται αρκετά πριν από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους επιχειρώντας μια σύντομη σχετικά ανάλυση βασιζόμενος στην σύνθετη, αλλά όχι δυσνόητη ελπίζω, ιστορική πολιτικο-οικονομική θεώρηση που είναι ουσιαστικά και η ρίζα του προβλήματος.
Για να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μια ανασκόπηση του μηχανισμού της "αστικοποίησης" στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, του μηχανισμού δηλαδή που οδήγησε στη γέννηση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, καρποί του οποίου είναι μεταξύ άλλων το διαρκώς ανερχόμενο βιωτικό επίπεδο του πληθυσμού, τα αδιαπραγμάτευτα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, το κοινωνικό κράτος και άλλα.
Η αρχή του μηχανισμού αυτού τοποθετείται στον Ευρωπαϊκό μεσαίωνα, μια εποχή της οποίας η ουσιαστική συμβολή στην ανθρωπότητα βρίσκεται πολύ μακρυά από την επιφανειακή της θεώρηση ως μια ''σκοτεινή'' και "οπισθοδρομική" περίοδος στασιμότητας. Από τον 14ο αιώνα ήδη και κυρίως μετά την πανδημία βουβωνικής πανώλης ("μαύρος θάνατος") μεταξύ 1346 και 1353 που εξαφάνισε σχεδόν τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό σε ανατολή και δύση παρουσιάστηκε στην γεωγραφική περιοχή που σήμερα ορίζουμε ως δυτική Ευρώπη μια σημαντική ρήξη στο παραδοσιακό κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο της κοινωνίας: ο παραδοσιακός πληθυσμός της υπαίθρου άρχισε σταδιακά να "αποδρά" στις ολοένα και επεκτεινόμενες κοινότητες των πόλεων, μικρών αλλά και μεγαλύτερων. Εκεί, οι πρώην δουλοπάροικοι και "φτωχοί", απελευθερωμένοι από την εξουσία του τοπικού ολιγάρχη – μεγαλογαιοκτήμονα μπόρεσαν σταδιακά να δημιουργήσουν κοινωνίες - κύτταρα ολοένα και πιο ελεύθερης έκφρασης ιδεών, επικοινωνίας και συνεργασίας όσο και εφαρμογής νέων δεξιοτήτων και τεχνολογιών. Δύο ήταν οι παράγοντες που συνέβαλλαν αλληλεπιδρώντας στην ιστορική αυτή μετάβαση:
Πρώτον, η καινοτομία: η ελεύθερη και συνεχής δοκιμή νέων ιδεών στην προσπάθεια να λυθούν απλά καθημερινά πρακτικά προβλήματα οδήγησε σε εφευρέσεις και εφαρμογή νέων μεθόδων στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με αποτέλεσμα να αυξηθεί, σε πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας επίπεδα, η παραγωγικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου.
Δεύτερον, το εμπόριο. Η ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών μέσω του μηχανισμού της αγοράς οδήγησε στην ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας καθώς και στην εδραίωση του μηχανισμού του συγκριτικού πλεονεκτήματος (comparative advantage) με διευρυνόμενη και αλληλο-συμπληρούμενη συνεργασία ανεξάρτητων μεταξύ τους παραγωγών. Σημαντική και καταλυτική ώθηση στον τομέα αυτό έδωσε το άνοιγμα νέων αγορών όπως οι αποικίες στην βόρεια Αμερική.
Το τελικό αποτέλεσμα από τη δράση των δυο αυτών παραγόντων ήταν η συγκέντρωση κεφαλαίου στα χέρια ολοένα και αυξανόμενου μέρους του πληθυσμού που αποτέλεσε τη νέα και διευρυνόμενη μεσαία τάξη. Η τάξη αυτή αποτελείτο από μη-προνομιούχους πρώην ακτήμονες και νυν κάτοχους παραγωγικού και οικονομικού κεφαλαίου των οποίων η διευρυνόμενη οικονομική ισχύς μετατράπηκε σύντομα σε αυξανόμενη πολιτική επιρροή και απόσπαση σημαντικού μέρους της εξουσίας από την συρρικνούμενη παραδοσιακή μιλιταριστική-αριστοκρατική ανώτερη τάξη (γαιοκτήμονες, ισχυρά και κλειστά μονοπώλια, κληρονομική πολιτική εξουσία). Η συνέχεια είναι γνωστή: βιομηχανική επανάσταση, άνοδος του βιωτικού και πολιτιστικού επιπέδου ολόκληρου του πληθυσμού, σταδιακός εκδημοκρατισμός, ισχυροποίηση της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στην Ελλάδα δυστυχώς η ιστορία ακολούθησε μια αρκετά διαφορετική πορεία. Ο χώρος που καταλαμβάνει σήμερα το ελληνικό κράτος αποτέλεσε μια ελάσσονος σημασίας επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μιας κρατικής-θρησκευτικής οντότητας (ισλαμικό χαλιφάτο) που αποτελεί ούτως ή άλλως ιστορικό παράδειγμα για την οπισθοδρομικότητα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών του δομών.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού χώρου μέσα στο οθωμανικό κράτος κατά τον 17ο, 18ο αλλά και τον 19ο αιώνα ήταν η έλλειψη σημαντικής "αστικοποίησης". Εξαιρέσεις αποτελούν πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη (με τον σημαντικότατο εβραϊκό αστικό πληθυσμό της), η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια αλλά και οι εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας ελληνικές κοινότητες της διασποράς όπως η Οδησσός, η Βιέννη και άλλες. Η συντριπτική όμως πλειοψηφία του πληθυσμού που έζησε εντός των ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους κατά την περίοδο από τον 15ο αιώνα έως και την ελληνική επανάσταση ήταν ένας οριακά αυτοσυντηρούμενος πληθυσμός, κυρίως αγροτικός, ενώ δεν έλειπαν και οι μεσαιωνικού τύπου δουλοπάροικοι σε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις έως και τον 20ο αιώνα! Επιπλέον, το εμπόριο ήταν περιορισμένο και οι τεχνίτες ήταν "παραδοσιακοί" και τοπικής κυρίως εμβέλειας. Οι οικονομικές αυτές δραστηριότητες χαρακτηρίζονταν από χαμηλή "προστιθέμενη αξία" (added value), έλλειψη νεωτεριστικότητας (innovation) και "δημιουργικής καταστροφής" (creative destruction) στην παραγωγή. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και η υπερφορολόγηση, η επιμονή μονοπωλίων και κλειστών συντεχνιών και η ουσιαστική ανυπαρξία τραπεζικού συστήματος.
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στο κομβικό στοιχείο που ήταν η έλλειψη σημαντικής συγκέντρωσης κεφαλαίου. Αυτό είχε ως φυσική συνέπεια την μη ανάπτυξη αξιόλογου μεγέθους μεσαίας ("αστικής") τάξης με οικονομική ισχύ ικανή να της επιτρέψει να απαιτήσει νομή μεριδίου εξουσίας από την παραδοσιακή ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων και των μονοπωλιακών κεφαλαιούχων. Αντί αυτού, ο περιορισμένος (αριθμητικά και γεωγραφικά) πληθυσμός ατόμων με αξιόλογη κατοχή κεφαλαίου συμπτύχθηκε με την παραδοσιακή αυτή ανώτερη τάξη σε μια νέα πολιτικο-οικονομική ελίτ με πολιτική και οικονομική ισχύ και περιχαρακωμένα συμφέροντα, μια νέα δηλαδή ολιγαρχική κατάσταση που συνιστά παράδειγμα του "σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας" (iron law of oligarchy).
Η Ιστορία μάς δείχνει ότι η ύπαρξη μέσα σε μια κοινωνία μεγάλου αριθμού ετερόκλητων και αντικρουόμενων σχετικά ισχυρών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι αυτή που που αποτρέπει από την ανάπτυξη και διατήρηση κλειστών συμφερόντων μιας ολιγαρχίας σε βάρος των γενικότερων συμφερόντων της κοινωνίας, που είναι φυσικά η εδραίωση ανοικτών και ελεύθερων πολιτικών και οικονομικών θεσμών με την συνεπακόλουθη ανάπτυξη και ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Οι θεσμοί αυτοί έχουν καταδειχτεί και αναλυθεί με λεπτομέρειες στο εξαιρετικό έργο των James Robinson και Daron Acemoglou "Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη" (Why Nations Fail, 2012, ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Λιβάνη). Επιγραμματικά, οι θεμελιώδεις για την επιτυχία ενός έθνους θεσμοί αυτοί είναι:
- Η ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, σε αντιδιαστολή με την ύπαρξη πολλών κέντρων εξουσίας που ασκούνται υπέρ πολλαπλών αλλά μεμονωμένων συμφερόντων.
- Η ισχύς του νόμου, με απαρέγκλιτη εφαρμογή για όλους και στόχο την προστασία από κάθε είδους αυθαιρεσία πάνω στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως η ζωή, η ελευθερία έκφρασης και δράσης και η ατομική ιδιοκτησία.
- Οι "συμπεριληπτικοί" (inclusive) πολιτικοί θεσμοί, εκείνοι δηλαδή που επιτρέπουν σε κάθε μέλος της κοινωνίας να λαμβάνει μέρος στην διαχείρισή των κοινών υποθέσεων χωρίς περιορισμούς και αποκλεισμούς.
- Οι "συμπεριληπτικοί" (inclusive) οικονομικοί θεσμοί, με άλλα λόγια η ελευθερία στις οικονομικές συναλλαγές στα πλαίσια της ελεύθερης ανοικτής οικονομίας της αγοράς, χωρίς δημιουργία στεγανών και αυθαίρετες απαγορεύσεις οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στην περίπτωση της απελευθερωμένης Ελλάδας του 19ου αιώνα ωστόσο κανένας από τους πιω πάνω βασικούς θεσμούς δεν αναπτύχθηκε επαρκώς για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή την μη ανάπτυξη αξιόλογου μεγέθους οικονομικά ισχυρής μεσαίας ("αστικής") τάξης με ικανό αριθμό ισχυρών αντικρουόμενων συμφερόντων και την συνεπακόλουθη ανάπτυξη νέας ολιγαρχικής τάξης. Αντίθετα, το νέο ελληνικό κράτος χαρακτηρίστηκε (και εν πολλοίς χαρακτηρίζεται ακόμη) κατά το μεγαλύτερο μέρος από:
- Έλλειψη κοινωνικής συνείδησης υπέρ μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας που ασκείται υπέρ του συνόλου της κοινωνίας και είναι απαραίτητη για την διατήρηση της συνεκτικότητας της κοινωνίας όσο και την ενίσχυση της εφαρμογής του νόμου για όλους,
- Ισχνή εξουσία του νόμου (rule of law), με μη σταθερή εφαρμογή των αρχών του νόμου, με συχνές εξαιρέσεις και "στεγανά" που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και ισχυροποιούν προνομιούχες μειοψηφίες του πληθυσμού. Αντίθετα, επικρατεί η "εξουσία δια του νόμου" (rule by law), δηλαδή η εφαρμογή της βούλησης της επικρατούσας (όχι απαραίτητα πλειοψηφικής) τάσης στην κοινωνία με όπλο τον εξαναγκασμό του νόμου.
- Πολιτικούς θεσμούς χαμηλής συμπεριληπτικότητας, με συχνό αποκλεισμό μεγάλου τμήματος της κοινωνίας από ουσιαστική πρόσβαση στην πολιτική εξουσία με άξονες το κομματικό πελατειακό σύστημα, την ευνοιοκρατία και τα συγκεντρωτικά αρχηγοκεντρικά και παρεοκρατικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία.
- Οικονομικούς θεσμούς χαμηλής συμπεριληπτικότητας. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία της αγοράς παρέμεινε παραδοσιακά περιορισμένη, ενώ ο καπιταλισμός στην Ελλάδα ήταν στην πραγματικότητα "εισαγόμενος" και άρχισε να εμφανίζεται ουσιαστικά κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η εισαγωγή αυτή μιας μορφής καπιταλισμού συνέπεσε χρονικά με την διεθνή άνοδο σοσιαλιστικών και κρατικιστικών ιδεών με συνέπεια να συκοφαντηθεί η οικονομία της ελεύθερης αγοράς από νωρίς με την ταύτιση της (εντέχνως και έξω από κάθε πραγματικότητα) με το σύστημα (γαιοκτήμονες, μονοπώλια, κληρονομική εξουσία) που ο ίδιος ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ιστορικά κατεδάφισε!
Η πραγματικότητα είναι ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν αναπτύχθηκαν ουσιαστικές, ανθεκτικές και διαρκείς καπιταλιστικές δομές. Αυτό που συνέβη είναι ότι, όπως και σε άλλες "περιφερικές" χώρες με καθυστερημένους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η Ελλάδα ωφελήθηκε από κάποια σημαντικά αλλά περιορισμένα πλεονεκτήματα μιας περιορισμένης μορφής καπιταλισμού ωστόσο ποτέ δεν υιοθέτησε τις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής στα πλαίσια της ανοικτής αγοράς με ελεύθερη διαμόρφωση τιμών και απουσία κρατικού παρεμβατισμού. Σαν αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου παρέμεινε καθηλωμένη σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εμπόδισαν τόσο την εισαγωγή σημαντικού ξένου όσο και την ευρεία συσσώρευση εγχώριου κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό ήταν πρακτικά αδύνατον να παραχθεί επαρκές κεφάλαιο σε ευρεία βάση στον αυξανόμενο ελληνικό πληθυσμό. Παράλληλα, και ως αποτέλεσμα τόσο του ελλείμματος αυτού όσο και της προσπάθειας να καλυφθούν κυρίως οι ανάγκες σε υποδομές και ανάπτυξη διαμορφώθηκε ο περίφημος ελληνικός κρατισμός. Πρόκειται για ένα αλλόκοτο (με τα σύγχρονα διεθνή δεδομένα των αναπτυγμένων κρατών) πολιτικό-οικονομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από:
- Εδραιωμένα και ισχυρά κρατικά μονοπώλια
- Σοβαρά εμπόδια στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα
- Ισχυρές κρατικοδίαιτες συντεχνίες και "παρεοκρατία"
- Υψηλή και μη ανταποδοτική φορολογία
- Χρονίως ελλειμματικό ισοζύγιο κρατικών δαπανών
- Υψηλό εξωτερικό δανεισμό και δημόσιο χρέος.
Αν και η συζήτηση για τις πιθανές λύσεις εξόδου από την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας είναι πέρα από το στόχο του άρθρου αυτού θα μπορούσα ωστόσο, βασιζόμενος στην πιο πάνω ανάλυση μου, να επισημάνω ότι αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν μέσα στις βασικές γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος όπως αυτή αναλύθηκε πιο πάνω.
* Ο κ. Γιάννης Καρνέζης είναι χειρουργός Ορθοπαιδικός με εξειδίκευση στην χειρουργική της σπονδυλικής στήλης στο νοσοκομείο ''Υγεία'' Αθηνών καθώς και ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος της βρετανικής startup εταιρίας ιατρικής τεχνολογίας Concept Spine Ltd. Έχει εργαστεί στην Μεγάλη Βρετανία από το 1994 έως το 2004 ως ειδικός Χειρουργός στο νοσοκομείο Nuffield Orthopaedic Centre της Οξφόρδης και Λέκτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Bristol. Είναι πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.