Οι αγορές βλέπουν ότι το ελληνικό "story" δεν είναι παρά ο τουρισμός και οι εξαγωγές, γι αυτό και το χρηματιστήριο, όπως και τα ξένα κεφάλαια, θα καλωσόριζαν μια επόμενη κυβέρνηση πιο φιλική στις επενδύσεις.
Τα λόγια είναι του συμβούλου επιχειρήσεων Γιώργου Προκοπάκη, που εξηγεί ότι οι αποδόσεις στα ελληνικά ομόλογα δεν υποχωρούν με την ίδια ταχύτητα των ιταλικών, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουμε ως χώρα, να πουλήσουμε κάποιο "αφήγημα".
"Αντίθετα με το ιταλικό story που λέγεται βιομηχανία, το ελληνικό δεν είναι παρά ο τουρισμός και οι εξαγωγές, οι επενδύσεις απουσιάζουν", όπως λέει χαρακτηριστικά.
Συγκρίνοντας τις αποδόσεις ελληνικών και ιταλικών ομολόγων από τον Ιούλιο έως σήμερα, διαπιστώνει ότι οι αγορές αποτιμούν ένα νέο country risk για τη χώρα μας. Δηλαδή, παρ' ότι ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να καθησυχάσει τις αγορές, εντούτοις έχει παγιοποιηθεί ένα 4% μπροστά από τα ελληνικά ομόλογα.
Εκτιμά ότι αν η Ελλάδα δεν βγει στις αγορές, τότε το 50% του μαξιλαριού θα έχει εξανεμιστεί ως το καλοκαίρι του 2019, τα επιτόκια θα εκτιναχθούν, και η προοπτική δανεισμού για την επόμενη κυβέρνηση θα δυσκολέψει πολύ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Μπορεί η απόδοση του ελληνικού 10ετούς να έχει υποχωρήσει, ωστόσο παραμένει στα επίπεδα του 4%. Τι μας δείχνει αυτό;
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υποχωρεί αλλά παραμένει σε απαγορευτικά επίπεδα για βιώσιμο δανεισμό. Το ερώτημα είναι γιατί.
Ας συγκρίνουμε τη συμπεριφορά των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων, σήμερα και τον Ιούλιο, όπου οι αποδόσεις ήταν καθοδικές.
Τότε το Ιταλικό βρισκόταν στο 2,7%, όσο δηλαδή και τώρα. Τις ίδιες ημέρες, το ελληνικό είχε απόδοση 3,9%, χθες όμως κινούνταν μια ανάσα από το 4,09%.
Δηλαδή από τον Ιούλιο έως σήμερα, έχει προκύψει μια διαφορά στην απόδοση του ελληνικού γύρω στις 20 μονάδες βάσης (0,2%). Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια καινούργια αποτίμηση, ενός νέου country risk για την Ελλάδα, το οποίο εμφανίσθηκε μέσα στους δύο τελευταίους μήνες.
- Έχει επομένως παγιοποιηθεί ένα όριο στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, γύρω στο 4%;
Ναι. Παρ' ότι ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή σε πολιτικές του παρελθόντος, εντούτοις αν σήμερα η Ελλάδα έβγαζε ένα 10ετές ομόλογο, οι αγορές θα απαιτούσαν για να τη δανείσουν, απόδοση πάνω και από τις σημερινές. Δηλαδή 4,2%, 4,3%, ίσως και παραπάνω.
Αυτή θα έβλεπαν σαν «δίκαιη» τιμή, και εκεί θα παραμείνει, μέχρι να υπάρξει κάποιο event που θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας.
- Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, οπότε και η Ρώμη κατέβασε τους τόνους, καταγράφεται θεαματική βελτίωση στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, και από 3,24% στις 31 Αυγούστου, σήμερα βρίσκονται στο 2,78%. Δεν είδαμε το ίδιο με τις αποδόσεις των ελληνικών, παρ' ότι τόσο στη ΔΕΘ, όσο και χθες στο Ευρωκοινοβούλιο, ο Πρωθυπουργός επιχείρησε να καθησυχάσει τους εταίρους. Που το αποδίδετε;
Σωστή ερώτηση. Ο λόγος που οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν πέφτουν με την ίδια ταχύτητα των ιταλικών, σχετίζεται με τα θεμελιώδη των δύο οικονομιών.
Δεν πείθονται οι αγορές ότι η Ελλάδα είναι μια «επένδυσιμη» χώρα. Διότι δεν έχει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα να τους πουλήσει ένα «story». Αντίθετα με το ιταλικό «story» που λέγεται βιομηχανία, μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, το ελληνικό δεν είναι παρά ο τουρισμός και οι εξαγωγές.
Αυτό το «story» που θα περίμεναν για παράδειγμα να ακούσουν οι αγορές από την Ελλάδα, είναι ότι και μετά το 2022, οπότε και τελειώνει η επίδραση του μαξιλαριών, η χώρα θα μπορεί να εξυπηρετεί απρόσκοπτα τις υποχρεώσεις της.
Κανονικότητα δεν είναι μαξιλάρια με τα λεφτά των άλλων και αποκλεισμός από τις αγορές.
Άρα, οι πρόσφατες δηλώσεις του ιταλού υπουργού Οικονομικών πως η χώρα θα ακολουθήσει δημοσιονομική πειθαρχία, αρκούν για να πέσουν σημαντικά οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, κάτι που δεν συνέβη έπειτα από αντίστοιχες δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού.
Δείτε τι συμβαίνει με το spread, δηλαδή τη διαφορά των αποδόσεων των ομολόγων με το 10ετές γερμανικό, που είναι ένας παγκόσμιος αναγνωρισμένος δείκτης. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχε φτάσει στα χαμηλότερα μέχρι σήμερα επίπεδα, δηλαδή γύρω στις 300 μονάδες βάσης, έκτοτε άρχισε να ανεβαίνει, προ μερικών εβδομάδων εκτινάχθηκε στις 420 μονάδες, και μετά την υποχώρηση των τελευταίων ημερών, κινούνταν χθες στις 365,9 μονάδες.
Διότι οι αγορές δεν πίστεψαν τη χαμηλή τιμή του Φεβρουαρίου. Από τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε και βγήκε για τελευταία φορά η Ελλάδα στις αγορές, εκδίδοντας το 7ετές ομόλογο, μέχρι και σήμερα, τα spreads του ελληνικού 10ετούς δεν έχουν φτάσει ούτε καν κοντά στις 300 μονάδες βάσης.
- Συνήθως οι εκλογές αποτελούν σήμα αστάθειας και αβεβαιότητας για τις αγορές. Συμβαίνει αυτό στην περίπτωση της Ελλάδας;
Όχι, οι αγορές δεν φοβούνται τις κάλπες στην Ελλάδα. Αυτό που εισπράττω από συνομιλίες με ξένους, είναι ότι η πορεία της χώρας προς τις εκλογές αποτελεί μια θετική εξέλιξη.
Οι αγορές θα καλωσορίσουν μια επόμενη κυβέρνηση πιο φιλική προς τις επενδύσεις, και το μεγάλο της στοίχημα, είναι να τις πείσει στην πράξη, πως είχαν δίκιο. Η εκτίμησή μου είναι ότι μόλις προκηρυχθούν εκλογές, και το χρηματιστήριο θα ανέβει, και οι αποδόσεις των ομολόγων θα πέσουν. Οι διεθνείς επενδυτές εκλαμβάνουν θετικά ότι η ΝΔ συνεχίζει να ηγείται στις δημοσκοπήσεις.
- Αφού όμως είναι έτσι, γιατί αυτό δεν «τιμολογείται» ανάλογα από τις αγορές και δεν αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ; Μήπως φοβούνται τι μπορεί να συμβεί μέχρι τις εκλογές;
Δυο είναι οι λόγοι. Καταρχήν, φοβούνται ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη της δυναμική, θα προβεί μέχρι τις εκλογές σε δημοσιονομικές κινήσεις, που δεν θα βοηθήσουν την τόνωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.
Κατά δεύτερο, είναι ο χρόνος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, το Μάρτιο του 2020. Μια αξιοπρεπής ήττα στις εκλογές του 2019, θα βοηθήσει τον κ. Τσίπρα να μετάσχει στις εξελίξεις της επόμενης ημέρας. Για να αποτραπούν εκλογές θα πρέπει να συγκεντρωθούν 200 ψήφοι από την Βουλή της εποχής, κάτι θεαματικά δύσκολο, όσο ήταν και τον Δεκέμβριο του 2014.
Ξέρουν επίσης οι αγορές ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προκαλέσει νέες εκλογές με αφορμή την μη εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, οι νέες εκλογές θα πραγματοποιηθούν με απλή αναλογική. Είναι προφανές τι σημαίνει αυτό σε οτι αφορά την δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης.
Τιμολογούν επομένως οι αγορές όλο αυτό το πολιτικό ρίσκο, μαζί με τη κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, και θα αλλάξουν άποψη, μόνο αν οι κάλπες αναδείξουν με αρκετά ισχυρή πλειοψηφία τον επόμενο Πρωθυπουργό.
Έως τότε, δύσκολα θα δούμε πακτωλό επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα και την απόδοση του 10ετούς να πέφτει πολύ κάτω του 4%. Πολύ περισσότερο όταν το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ στα τέλη του 2018, και το ενδεχόμενο ανόδου των επιτοκίων της μέσα στο 2019, θα πυροδοτήσει άνοδο των αποδόσεων και των άλλων ευρωπαικών ομολόγων.
- Σε αυτό λοιπόν το σενάριο, και εφόσον η Ελλάδα δεν καταφέρει να βγει τους επόμενους μήνες στις αγορές, πότε θα αρχίσει να εξαντλείται ο σκληρός πυρήνας του μαξιλαριού;
Σε περίπου ενάμισι χρόνο από σήμερα, ακόμη και με την πρόωρη εξαγορά χρέους 3,3 δισ προς το ΔΝΤ, θα έχουν αναλωθεί σε χρεολύσια 8,5 δισ ευρώ, δηλαδή περισσότερο από το 50% του "σκληρού" μαξιλαριού των 15,7 δισ ευρώ, από τα συνολικά 24,1 δισ ευρώ.
Το πρόβλημα είναι ότι μόλις βάλουμε χέρι στο μαξιλάρι, αυτόματα θα υποδηλώσουμε την αδυναμία μας να δανειστούμε από τις αγορές.
Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές στο μέλλον για να καλύπτει τις ανάγκες της. Αυτός ήταν ο σκοπός της συμφωνίας του Ιουνίου στο Eurogroup. Άπαξ λοιπόν και αρχίσει η κυβέρνηση να αναλώνει το μαξιλάρι, τα επιτόκια θα εκτιναχθούν.
- Σε μια τέτοια περίπτωση, η νυν κυβέρνηση δεν θα δυσκολέψει πολύ την κατάσταση για την επόμενη;
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Η καμπύλη των επιτοκίων δεν δημιουργείται από τη μια ημέρα στην άλλη, ούτε η προσέλευση επενδυτών.
Χρειάζεται να γίνει σταδιακά. Αν λοιπόν σε ενάμισι χρόνο από σήμερα έχουμε εξαντλήσει το μισό "μαξιλάρι", όταν θα έρθει η ώρα για την επόμενη κυβέρνηση να στραφεί αναγκαστικά στις αγορές για να δανειστεί, τότε θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολύ υψηλά επιτόκια.
Δηλαδή μπορεί τουλάχιστον ως το 2022, η Ελλάδα να έχει διασωθεί από τον κίνδυνο "αργεντινοποίησης", αλλά το θέμα είναι να έχουμε κάτι διαφορετικό ως πρότυπο.
* O κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής Columbia University.