Οι αγορές δεν διαβάζουν τις εκθέσεις της Κομισιόν για να πάρουν τις αποφάσεις τους, τονίζει με νόημα στο liberal.gr, ο Γιώργος Οικονομίδης από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, εξηγώντας γιατί τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν έρμαια των διεθνών πιέσεων και γιατί δεν αναμένει η σημερινή αναβάθμιση από τη Fitch να αλλάξει σημαντικά το κλίμα.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν, όπως λέει, οι αγορές βλέπουν μια οικονομία με αναιμικές προοπτικές ανάπτυξης, κίνδυνο ακύρωσης ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων και με ανεπαρκή μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία «κουρασμένη», καθώς σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσίαζαν εκείνες της Πορτογαλίας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας, εμείς δεν έχουμε το όραμα σχετικά με το πού θέλουμε να πάει αυτή η χώρα οικονομικά, κοινωνικά και παραγωγικά. «Αντ' αυτού, παρατηρούμε ακατάσχετη αοριστολογία διαποτισμένη με ιδεολογήματα μιας άλλης εποχής», σημειώνει ο καθηγητής στο ΟΠΑ, προσθέτοντας «ας ασχοληθούμε επιτέλους με την ανάπτυξη, και ας πάψουμε να “ξοδεύουμε” χρόνο με το χρέος».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Δέκα ακριβώς ημέρες πριν την αποφοίτηση της Ελλάδας από το μνημόνιο, και παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί μετά τη συμφωνία της 21 Ιουνίου για το χρέος, οι αγορές παραμένουν ασυγκίνητες. Το επιτόκιο στο ελληνικό 10ετές έχει αυξηθεί και βρίσκεται κοντά στο 4,1%, και όλα δείχνουν ότι το στοίχημα εξόδου στις αγορές ακόμη και το Σεπτέμβριο, χάνεται. Που αποδίδετε τη στάση των αγορών απέναντι στην Ελλάδα;
Νομίζω ότι οι αγορές «κρατούν» μία επιφυλακτική στάση υπό την έννοια ότι προσπαθούν να αντιληφθούν πως θα διαμορφωθεί το τοπίο μετά τη λήξη της δανειακής σύμβασης.
Η επιφυλακτικότητα αυτή εδράζει βασικά σε τρεις λόγους: Πρώτον, τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είναι ανεπαρκή όσον αφορά στην εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του. Δεύτερον, οι προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, που επηρεάζουν κρίσιμα τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, είναι μάλλον αναιμικές σε μεσόμακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Τρίτον, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι μετά τις 21 Ιουνίου ίσως να υπάρξει μία προσπάθεια αναστροφής μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη υιοθετηθεί, αθέτησης – ακόμη και μονομερώς - ειλημμένων δεσμεύσεων, καθώς και όχι τόσο συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν αρκετές παράμετροι που επηρεάζουν τη στάση των αγορών και που αν δεν διασαφηνισθούν πλήρως, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους θα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι η αναμενόμενη σημερινή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch δεν πρόκειται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ύψος των επιτοκίων καθώς έχει ήδη - τόσο αυτή όσο και άλλες παρόμοιες κινήσεις από τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης - προεξοφληθεί.
- Που αποδίδετε πάντως ότι η ελληνική οικονομία δεν αποπνέει τον δυναμισμό που θα ταίριαζε σε μια χώρα που βγαίνει από τα μνημόνια έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης και κρίσης;
Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος τη συγκρίνει με τις περιπτώσεις των άλλων χωρών που ήταν σε μνημόνια (π.χ. Ιρλανδία, Κύπρο, αλλά και Πορτογαλία), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για μια χώρα κουρασμένη, η οποία δυστυχώς εξακολουθεί να «κουβαλάει» μέρος των παθογενειών του παρελθόντος.
Νομίζω ότι ο δυναμισμός εκλείπει γιατί, πρώτον, δεν υπάρχει το όραμα σχετικά με το πού θέλουμε να πάει αυτή η χώρα οικονομικά, κοινωνικά και παραγωγικά και, εν συνεχεία, δεδομένου του οράματος, με τι εργαλεία και αποφάσεις θα το υλοποιήσουμε. Αντ' αυτού, παρατηρούμε ακατάσχετη αοριστολογία διαποτισμένη με ιδεολογήματα μιας άλλης εποχής.
- Πιστεύετε επομένως ότι οι επενδυτές είναι ακόμη καχύποπτοι απέναντι στην Ελλάδα;
Οι επενδυτές, νομίζω, δεν θεωρούν ότι η Ελλάδα, τουλάχιστον ακόμη, αποτελεί σοβαρή επενδυτική επιλογή. Αυτό όχι μόνο επειδή το επενδυτικό περιβάλλον παραμένει μη φιλικό, αλλά διότι επιπρόσθετα υπάρχει - όπως σας είπα και νωρίτερα- ο φόβος ότι, εφόσον δοθεί η δυνατότητα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο να επιστρέψει στις πρακτικές του παρελθόντος.
Εκτιμώ ότι η χώρα μας θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμη στο μικροσκόπιο των επενδυτών και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να εξαλειφθεί τόσο η καχυποψία, όσο και η νευρικότητα των αγορών που, σημειωτέον, θα εντείνεται κάθε φορά που διαπιστώνεται διάθεση αναστροφής μεταρρυθμιστικών ενεργειών.
- Πως ερμηνεύετε πάντως το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις της έκθεσης του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος δεν επηρέασαν στο παραμικρό τη συμπεριφορά των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων;
Τα όσα είπε το ΔΝΤ είχαν προεξοφληθεί. Οι πάντες δηλαδή ανέμεναν ότι θα διαπιστώνει πως το χρέος είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα και ότι θα εγείρει σοβαρές επιφυλάξεις για την μακροπρόθεσμη δυναμική του, λόγω τόσο των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων με τα οποία η κυβέρνηση δέσμευσε τη χώρα μέχρι το 2060, όσο και λόγω των προδιαγραφόμενων αναιμικών προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης εξαιτίας της ανεπαρκούς μεταρρυθμιστικής δράσης.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι πρέπει να ασχοληθούμε επιτέλους με την ανάπτυξη, και να πάψουμε να «ξοδεύουμε» χρόνο με το χρέος.
Μόνο η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της οικονομίας, δηλαδή η δημιουργία νέου πλούτου μέσα από μια ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση, βασικές πτυχές της οποίας, μεταξύ άλλων, πρέπει να είναι η προσέλκυση ξένων και εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά και η υιοθέτηση δραστικών μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, ανοίγει τον δρόμο τόσο για τη μεσο-μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, όσο και για τον επανακαθορισμό του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων από θέση διαπραγματευτικής ισχύος.
- Σε αυτή λοιπόν την τόσο κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, γιατί η δημόσια συζήτηση δεν περιστρέφεται γύρω από τις μεταρρυθμίσεις που τόσο πολύ αυτή έχει ανάγκη;
Ανεξάρτητα από τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, φαίνεται ότι η χώρα έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο, η οποία με τη σειρά της έχει πυροδοτήσει την καλλιέργεια ενός κλίματος παροχολογίας, ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι στις 20 Αυγούστου τελειώνουν τα «βάσανα» των Ελλήνων πολιτών.
Πρέπει εντούτοις να γίνει αντιληπτό ότι το κλειδί της μόνιμης υπέρβασης της κρίσης βρίσκεται στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το παραγωγικό πρότυπο της οποίας πρέπει να αναδιαρθρωθεί ώστε να γίνει εξωστρεφές και ανταγωνιστικό με διεθνείς όρους.
Αυτό προϋποθέτει μια ανακατεύθυνση των διαθέσιμων πόρων προς τους εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, και ειδικά εκείνους στους οποίους η χώρα μας διαθέτει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Είναι αλήθεια ότι η κρίση, λόγω της υποχώρησης της εσωτερικής ζήτησης, μετέβαλε σε έναν βαθμό την επιχειρηματική συμπεριφορά, που αναγκάστηκε να αναζητήσει νέες, εκτός συνόρων αγορές, συμβάλλοντας έτσι σε μια –περιορισμένης έκτασης– ανακατεύθυνση των πόρων. Αυτή όμως δεν ήταν ούτε ποσοτικά αλλά ούτε και ποιοτικά επαρκής.
Χρειάζεται επομένως ένα συνεκτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα διατρέχει οριζόντια το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, και όχι εκθέσεις ιδεών προκειμένου να ικανοποιηθεί το εκλογικό ακροατήριο, όπως είναι, για παράδειγμα, το πρόσφατο αναπτυξιακό σχέδιο που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση.