Εντελώς παραπλανητική χαρακτηρίζει την άποψη ότι φταίνε η ιταλική και τουρκική κρίση για την αρνητική στάση των αγορών απέναντι στην Ελλάδα, ο Γιώργος Προκοπάκης.
Απλώς οι αγορές ούτε έβλεπαν, ούτε βλέπουν κάποιο «story» στην Ελλάδα, και αυτό δεν είναι απότοκο της Ιταλίας και της Τουρκίας, όπως λέει στο liberal.gr ο σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής του Columbia University, παρά της πραγματικής εικόνας της οικονομίας, που βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς junk, και της διαχείρισης από το σημερινό πολιτικό προσωπικό. «Δηλαδή αν το σημερινό επιτόκιο 4,3% των ελληνικών ομολόγων είναι υψηλό, τότε το 3,7% του περασμένου Φεβρουαρίου, ήταν χαμηλό;», διερωτάται ο ίδιος, και θυμίζει τις προ ενός φαντασιώσεις του Α. Τσίπρα ότι το καλοκαίρι του 2018 θα βγαίναμε να δανειστούμε από τις αγορές.
Ελάχιστα 24ωρα πριν την τυπική αποφοίτηση της χώρας από τα μνημόνια, ο κ. Προκοπάκης εξηγεί ότι αυτό που βλέπουν οι θεσμικοί επενδυτές δεν είναι μόνο τα θηριώδη υπερπλεονάσματα, αλλά κυρίως από που αυτά προέρχονται. Βλέπουν ότι είναι αποτέλεσμα μιας περαιτέρω φτωχοποίησης και όχι ανάκαμψης, άρα όσο μεγαλύτερα είναι, τόσο περισσότερο στραγγαλίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης. «Εσείς θα δανείζατε με λογικό επιτόκιο μια χώρα δίχως προοπτικές ανάπτυξης; Δηλαδή δίχως πολύ ισχυρές πιθανότητες να πάρετε πίσω τα χρήματά σας;», τονίζει με νόημα.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Ελάχιστα 24ωρα πριν την έξοδο από το 3ο πρόγραμμα, σας δίνει η Ελλάδα την εντύπωση οικονομίας που βγαίνει από το έπος των μνημονίων ;
Αυτό που πρέπει κανείς να κρατήσει από την έξοδο της Ελλάδας τη Δευτέρα, είναι το πως φτάσαμε ως αυτήν. Υπερπλεονάσματα σε βάρος της ανάπτυξης, ασφυξία ρευστότητας στην αγορά, σάρωση διαθεσίμων από οργανισμούς, αύξηση δημόσιου χρέους, όλ' αυτά εξηγούν και τη σημερινή εικόνα, μιας οικονομίας δίχως συμπιεσμένο ελατήριο.
- Τι να περιμένουμε επομένως από εδώ και πέρα;
Έξοδος από τα μνημόνια δεν υφίσταται. Εμείς θα συνεχίσουμε να κάνουμε μια πορεία σε ένα βάλτο, με μικρή ανάπτυξη για κάμποσα χρόνια μέχρι να δούμε σοβαρή αλλαγή πολιτικής. Έως τότε, οι νέοι επιστήμονες θα συνεχίσουν να αναζητούν καλύτερη ζωή στο εξωτερικό. Είναι τραγικό, αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε πληρώσει ως κοινωνία και ως Δημόσιο, εκατομμύρια ευρώ για να σπουδάσουν αυτά τα παιδιά, αλλά εκείνα αξιοποιούν στο εξωτερικό, τα όσα διδάχθηκαν στην Ελλάδα…
- Ποιος είναι ο χειρότερος φόβος σας για την επόμενη ημέρα;
Ο χειρότερός μου φόβος είναι ότι η κυβέρνηση πορεύεται με τη λογική, πως έκανε ακριβώς αυτά που έπρεπε να κάνει, επειδή δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Κινείται δηλαδή ακόμη και σήμερα στη λογική ότι η πολιτική Τσακαλώτου, να στηριχθεί το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής στους φόρους και όχι στο σκέλος των δαπανών, ήταν μονόδρομος.
Στην ουσία, το σκεπτικό αυτό προδιαγράφει και την επόμενη ημέρα. Ακόμη και αν επιχειρήσει για λόγους εντυπώσεων να μειώσει τις εισφορές, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζεται στο ίδιο μοτίβο των παραλυτικών για την ανάπτυξη υπερπλεονασμάτων, που στραγγαλίζουν την οικονομία και αφαιρούν σημαντικότατους βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική, μιας σειράς επόμενων κυβερνήσεων και γενεών.
Και ας υπάρχουν πολιτικές, όπως μείωση φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, και ΕΝΦΙΑ, όπου μπορούν να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις, δίχως να έρθει σε αντιπαράθεση με τους δανειστές.
- Αυτό όμως, προϋποθέτει μια εντελώς άλλη φιλοσοφία και στρατηγική από τη σημερινή, διαφορετικά θα μιλάμε ξανά για προεκλογικές τουφεκιές…
Χρειάζεται προφανώς μια άλλη κυβέρνηση για να τα εφαρμόσει. Εναλλακτική ωστόσο υπάρχει, έχει σημασία να το έχουμε στο μυαλό μας. Η κοινωνία, μετά την απόλυτη χρεοκοπία του κρατικίστικου μοντέλου διακυβέρνησης, έχει ωριμάσει για δραστικές αλλαγές.
Από τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές που δίνει ο σημερινός μισθωτός για μια σύνταξη που πιθανόν δεν θα πάρει ποτέ, έως τις αλλαγές στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στην υγεία. Αφού είναι ώριμη για τέτοιες αλλαγές η κοινωνία, πρέπει η επόμενη κυβέρνηση χωρίς φόβο να εξηγήσει στη κοινωνία γιατί δραστικές τομές στη λειτουργία της οικονομίας είναι απαραίτητες, και να προχωρήσει στις αλλαγές αυτές.
- Ας μιλήσουμε για τις αγορές, τι φταίει και δεν μας εμπιστεύονται; Γιατί, τόσες αναβαθμίσεις της οικονομίας, πέρασαν και δεν «ακούμπησαν« τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων που την τελευταία ημέρα των μνημονίων, για τις αγορές, έκλεισαν στο 4,33%;
Διότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στην διαχείριση της ελληνικής οικονομίας από το σημερινό πολιτικό προσωπικό. Οι αγορές αυτό που βλέπουν δεν είναι μόνο τα θηριώδη υπερπλεονάσματα, αλλά και από που αυτά προέρχονται.
Βλέπουν ότι είναι αποτέλεσμα μιας περαιτέρω φτωχοποίησης και όχι ανάπτυξης, άρα όσο μεγαλύτερα είναι, τόσο περισσότερο στραγγαλίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Εσείς θα δανείζατε με λογικό επιτόκιο μια χώρα δίχως προοπτικές ανάπτυξης; Δηλαδή δίχως ισχυρές πιθανότητες να πάρετε πίσω τα χρήματά σας;
Αυτό είναι και το λάθος του κ. Τσακαλώτου που ισχυρίζεται ότι η έξοδος της Ελλάδας δεν επηρεάζεται από τη Τουρκία, καθώς έχουμε το μαξιλαράκι ρευστότητας (cash buffer) που μας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου για τα επόμενα 2-3 χρόνια.
Σας θυμίζω ότι πρόκειται για το ίδιο ακριβώς επιχείρημα του πρώην υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωσταντίνου το Μάρτιο του 2011. Είχε τότε προηγηθεί υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch, αλλά ο κ. Παπακωσταντίνου είχε δηλώσει ότι αυτό δεν μας ενοχλεί, καθώς η Ελλάδα λαμβάνει χρήματα από τον χρηματοδοτικό μηχανισμό στήριξης.
- Έχουμε επομένως δρόμο μπροστά μας μέχρι να αρχίσουν να μας υπολογίζουν οι θεσμικοί επενδυτές;
Πολύ δρόμο. Οι αγορές δεν βλέπουν κανένα «story« στην Ελλάδα, και αυτό δεν είναι απότοκο ούτε της ιταλικής, ούτε της τουρκικής κρίσης. Αν δηλαδή το σημερινό επιτόκιο 4,3% των ελληνικών ομολόγων είναι υψηλό, τότε το 3,7% του περασμένου Φεβρουαρίου, ήταν χαμηλό; Όχι βέβαια. Άλλωστε από το Φεβρουάριο, οπότε και εκδώσαμε το 7ετές ομόλογο, έως και σήμερα, η κατάσταση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Δεν λαμβάνουν επομένως υπόψιν οι αγορές τις αναβαθμίσεις των ξένων οίκων, καθώς παραμένουμε σαν χώρα βαθιά στον πιστοληπτικό σκουπιδότοπο. Οι αναβαθμίσεις αυτές είναι όλες στη περιοχή του junk, και απέχει χιλιόμετρα η επενδυτική βαθμίδα, οπότε και θα αρχίσουν να μας λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν οι θεσμικοί επενδυτές.
Έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν εκατοντάδες άλλες καλύτερες επενδυτικές επιλογές. Έως τότε θα συνεχίσουμε να προσελκύουμε μόνο βραχυπρόθεσμα, κερδοσκοπικά κεφάλαια.
- Συνεπώς αποκλείεται η έκδοση ομολόγου, το επόμενο διάστημα;
Σήμερα η χώρα έχει «καλυμμένες« τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για τα επόμενα 2-3 χρόνια, δηλαδή ως το 2022. Άρα συμφέρει το ελληνικό Δημόσιο η έκδοση μιας μικρής διάρκειας τίτλων, 2ετών, 3ετών, κ.ο.κ.
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη ανάλυση της HSBC που συνέστησε αγορά 5ετών ελληνικών ομολόγων. Σήμερα το επιτόκιό τους βρίσκεται στο 3,3% έναντι 4,3% των δεκαετών. Και αυτό, διότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στην 5ετία είναι πολύ χαμηλές, και άρα λόγω της συμφωνίας του Eurogroup τον Ιούνιο, όλες οι εκδόσεις κάτω από τα 10 έτη είναι ελκυστικές.
Χρειάζεται επομένως το υπ. Οικονομικών να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να αποκαταστήσει σταδιακά η Ελλάδα μια σχέση με τις αγορές. Μια τέτοια έκδοση θα βοηθούσε ευρύτερα και την αγορά και το χρηματιστήριο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι θα άλλαζε δραστικά την εικόνα.
- Θυμίζω πάντως ότι πριν από περίπου ένα χρόνο, ο Πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει πως το καλοκαίρι του 2018, η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές…
Τον Ιούνιο του 2017, ο Πρωθυπουργός είχε διαμηνύσει ότι σε ένα χρόνο από σήμερα, η Ελλάδα δεν θα αναζητήσει πιστωτική γραμμή στήριξης με νέες δεσμεύσεις, δηλαδή ένα συγκαλυμμένο νέο μνημόνιο για να αποχαιρετήσει το πρόγραμμα, αλλά, θα βγει καθαρά και με τις δυνάμεις της στις αγορές. Τότε επικρατούσαν οι φαντασιώσεις ότι σε ένα χρόνο θα καταφέρναμε να σηκώσουμε από τις αγορές 10-15 δισ, κ.ο.κ.
- Σήμερα, θα ήμασταν σε καλύτερη μοίρα αν είχαμε πάρει ένα πρόγραμμα προληπτικής γραμμής στήριξης, όπως επέμενε ο κ. Στουρνάρας;
Ασφαλώς, ενώ θα είχαμε και το waiver. Η ΕΚΤ δέχεται τα ομόλογα ως ενέχυρα για φθηνό δανεισμό όταν ανήκουν σε επενδυτική βαθμίδα, με βάση τις αξιολογήσεις των οίκων. Διαφορετικά, μπορεί να τα δεχθεί κατ' εξαίρεσιν (waiver), εφόσον η χώρα βρίσκεται σε κάποιου είδους πρόγραμμα και το τηρεί, οπότε έχει ουσιαστικά διασφαλίσεις. Ο κεντρικός τραπεζίτης, όπως είναι γνωστό, είχε ταχθεί υπέρ της προληπτικής γραμμής, ακριβώς για να μπορέσει η ΕΚΤ να διατηρήσει το waiver. Αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε επιδιώκοντας την καθαρή έξοδο.
Με άλλα λόγια, οι αγορές θα μας εμπιστεύονταν περισσότερο αν είχαμε μπει σε μια προληπτική γραμμή στήριξης, ενώ θα είχαμε πιθανότατα κερδίσει και μερικές εβδομάδας στο QE. Βέβαια η προληπτική γραμμή στήριξης βρίσκονταν χαμηλά στις προτεραιότητες των δανειστών αναφορικά με την Ελλάδα. Από την άλλη, η ιταλική κρίση, ήταν μια ευκαιρία, προκειμένου να διεκδικήσουμε πιο δυναμικά από τους πιστωτές, μια προληπτική γραμμή. Αλλά δεν το θελήσαμε.
Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής Columbia University