Της Μαίρης Βενέτη
Η συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας και η ευρύτερη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής σε όλη την Eυρωζώνη, αποτελούν τις πρώτες από μια μακρά σειρά μίζερων μακροοικονομικών ανακοινώσεων που ελήφθησαν σοβαρά υπόψιν από την επενδυτική κοινότητα.
Η αρνητική κλίση της καμπύλης απόδοσης των ομολόγων σε ΗΠΑ και Βρετανία, έδωσε την χαριστική βολή στους ταύρους των αγορών.
Σαν βόμβα έσκασε στις αγορές η ανακοίνωση για την συρρίκνωση κατά 0,1% του γερμανικού ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους.
Η ισχυρή εγχώρια κατανάλωση δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την αδύναμη ζήτηση από το εξωτερικό, με τον υπουργό Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ να προσπαθεί να καθησυχάσει τις αγορές, δηλώνοντας ότι ναι μεν η Γερμανία είναι σε φάση οικονομικής αδυναμίας, αλλά δεν βρίσκεται ακόμη σε ύφεση, κάτι που άλλωστε μπορεί να αποφευχθεί αν ληφθούν τα «σωστά μέτρα».
Οι επενδυτές όμως αγνόησαν επιδεικτικά τις δηλώσεις του Αλτμάιερ, όπως άλλωστε και τις δύο καλές ειδήσεις της επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά και της αναβολής για μία εβδομάδα από την ιταλική Γερουσία της συζήτησης για την κυβερνητική κρίση της χώρας.
Αυτό από μόνο του σκιαγραφεί μια μεγάλη μεταστροφή του επενδυτικού συναισθήματος, καθώς είναι η πρώτη φορά εν έτη 2019, που οι αγορές έδωσαν την πρέπουσα βαρύτητα στις macro ανακοινώσεις, οι οποίες εδώ και οχτώ μήνες «ουρλιάζουν» καταδεικνύοντας ευρύτατη επιβράδυνση σε όλους τους πρόδρομους δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας.
Λαμβάνοντας λοιπόν, για πρώτη φορά φέτος, σοβαρά υπόψιν τις ανακοινώσεις της Eurostat, οι ευρωπαϊκοί χρηματιστηριακοί δείκτες έκλεισαν με ευρύτατες απώλειες.
O γερμανικός δείκτης Dax αποχαιρέτησε μάλιστα την στήριξη του 200αρη σε daily και weekly βάση, προεξοφλώντας προφανώς ότι η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης εν μέσω της αναζωπύρωσης του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, η αύξηση της πιθανότητας για ένα Brexit χωρίς συμφωνία, συν ο ιταλικός πονοκέφαλος, θα συρρικνώσουν περαιτέρω τη γερμανική οικονομία το επόμενο τρίμηνο, καλωσορίζοντας την στον όχι και τόσο θαυμαστό κόσμο της ύφεσης.
Τις δυσοίωνες αυτές προβλέψεις τροφοδότησαν επιπλέον οι ανακοινώσεις της Eurostat για τη βιομηχανική παραγωγή της Eυρωζώνης, η οποία μειώθηκε κατά 1,6% τον Ιούνιο σε μηνιαία βάση -έναντι μείωσης 1,4% που ανέμεναν οι αναλυτές- και κατά 2,6% σε ετήσια βάση, έναντι πρόβλεψης για μείωση κατά 1,2%.
Σήμα ύφεσης και από τις καμπύλες ομολόγων ΗΠΑ-Βρετανίας
Με ευρύτατες απώλειες εξελίχθηκαν όμως και οι συνεδρίασεις στην Βρετανία και ΗΠΑ.
Η αφορμή εδώ δόθηκε από τις καμπύλες των αποδόσεων των αμερικανικών και των βρετανικών κρατικών ομολόγων.
Στις ΗΠΑ, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των διετών και δεκαετών ομολόγων υποχώρησε κάτω από το μηδέν, ενώ για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, το 2008, υπάρχει αντιστροφή στην καμπύλη των αποδόσεων και των βρετανικών κρατικών ομολόγων.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά;
Ότι ήδη στις δύο οικονομίες, οι αποδόσεις των βραχυχρόνιων τίτλων είναι υψηλότερες από αυτές των μακροπρόθεσμων- ενώ ceteris paribus πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο- δηλαδή η καμπύλη αποδόσεων έχει αρνητική κλίση.
Μία καμπύλη αποδόσεων με αρνητική κλίση σημαίνει ότι όσο ο εναπομένων χρόνος μέχρι τη λήξη του χρεογράφου-ομολόγου αυξάνεται, τόσο λιγότερο ανταμείβονται οι επενδυτές-δανειστές, δηλαδή ο δανεισμός κεφαλαίων γίνεται φθηνότερος.
Παρατηρείται τότε ισχυρή ζήτηση δανειακών κεφαλαίων στη βραχυχρόνια αγορά συγκριτικά με τη ζήτηση στη μακροχρόνια αγορά.
Όλα αυτά φαίνονται πεντακάθαρα στην παρακάτω εικόνα.
Παρατηρείστε την τελευταία οριζόντια στήλη που δείχνει την απόδοση για τους 3 μήνες, τον ένα χρόνο, τα δύο χρόνια κ.οκ.
Αν δανείζαμε λοιπόν χτες το απόγευμα το αμερικανικό δημόσιο για 3 μήνες, θα είχαμε απόδοση 1,9620%, ενώ αν το δανείζαμε για 2 χρόνια θα είχαμε απόδοση 1,5810%, για 5 χρόνια 1,4950%, για 10 χρόνια 1,5970% ενώ για 30 χρόνια θα είχαμε απόδοση μόλις 2,05%, κάτι που αποτελεί ιστορικό χαμηλό για την αμερικανική 30ετία.
Στην ουσία της η καμπύλη αποδόσεων αντανακλά ιστορικά την αίσθηση της αγοράς για την οικονομία, ιδιαίτερα για τον πληθωρισμό.
Οι επενδυτές που πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί, θα απαιτήσουν και υψηλότερες αποδόσεις (άρα μεγαλύτερο κουπόνι) για να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματά του. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός προέρχεται συνήθως από έντονη οικονομική ανάπτυξη, μια ραγδαία ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων, σημαίνει γενικά ότι οι επενδυτές έχουν θετικές προσδοκίες για τις οικονομικές συνθήκες.
Ο χρόνος είναι η δεύτερη μετά την απόδοση βασική συνισταμένη της κλίσης της καμπύλης αποδόσεων.
Τις περισσότερες φορές, ή πιο σωστά σε συνθήκες ceteris paribus, οι επενδυτές ζητούν υψηλότερες αποδόσεις για να δεσμεύσουν τα κεφάλαιά τους για μεγαλύτερες περιόδους. Όταν ισχύει αυτή η παραδοσιακή συνθήκη, η καμπύλη εμφανίζει θετική κλίση και επειδή ιστορικά, τα μακροχρόνια επιτόκια ήταν υψηλότερα από τα βραχυχρόνια, ονομάζεται και κανονική καμπύλη.
Στον αντίποδα τώρα, η αρνητική κλίση της καμπύλης των αποδόσεων τι αντανακλά στην ουσία;
Tις αρνητικές προσδοκίες της αγοράς για τις άμεσα επερχόμενες οικονομικές συνθήκες.
Γι΄αυτό και οι επενδυτές, έναντι να προστατεύσουν τα κεφάλαια τους από μια άμεση παγκόσμια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, στρέφονται στους τίτλους μακροχρόνιας ωρίμανσης, ενώ ταυτόχρονα ζητούν oλοένα και μεγαλύτερη απόδοση (κουπόνι) για τους τίτλους βραχυχρόνιας ωρίμανσης.
Εν ολίγοις, η αρνητική κλίση της καμπύλης των αποδόσεων αποκαλύπτει πως οι επενδυτές προτιμούν την ασφάλεια από το κέρδος.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο τύπος αυτός της καμπύλης αποδόσεων συνήθως υποδηλώνει μια μεγάλη πιθανότητα οικονομικής ύφεσης και ως εκ τούτου οι αγορές δεν την καλωσορίζουν με τις καλύτερες διαθέσεις.
(σ.σ: Για όσους θέλουν να εμβαθύνουν τις γνώσεις τους όσον αφορά τους διάφορους τύπους καμπύλης αποδόσεων και την μετάφραση τους μπορούν να διαβάσουν εδώ).
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.