Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Ήρθε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, να ανατρέψει το Νόμο Κατρούγκαλου και τις κλασσικές προσεγγίσεις στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, που ακόμα δεν έχει εισέλθει σε τροχιά ρεαλιστικής αντιμετώπισης. Η αντιμετώπιση του, απαιτεί την ορθή αναγνώριση των προφανών σημερινών δεδομένων και την ρεαλιστική εκτίμηση των μελλοντικών προοπτικών.
Ανεξάρτητα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων και τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων, το παζλ του ασφαλιστικού απλά δεν βγαίνει. Ούτε το μη μισθολογικό μπορεί να στέκεται εδώ σε αυτά τα επίπεδα για πολύ καιρό ακόμα, αφού αποτελεί ανάχωμα στην απασχόληση, στην παραγωγικότητα και στις νέες επενδύσεις. Ούτε οι ελεύθεροι επαγγελματίες, είναι δυνατόν να επωμίζονται αυτό το σημαντικό βάρος, που κινείται έξω από κάθε λογική και από κάθε νόμο των μαθηματικών. Ούτε οι παλαιότεροι συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, των Τραπεζών και των υπόλοιπων ομάδων, είναι δυνατόν να απολαμβάνουν την ειδική προνομιακή αντιμετώπιση ενός συστήματος, που δεν είναι βιώσιμο.
Παρ' όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια, το συνταξιοδοτικό κόστος που καλύπτεται από το Δημόσιο, εξακολουθεί να ανέρχεται στο 16% του ΑΕΠ, σε πλήρη δυσαρμονία με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται κάτω από το 11%. Το επιχείρημα πως το ποσοστό του 16% θα υποχωρήσει, καθώς θα μεγαλώνει το ΑΕΠ ως απόλυτο μέγεθος, αντίθετα με την συνταξιοδοτική δαπάνη που θα παραμένει σταθερή, έχει κάποια λογική. Όμως για να υποχωρήσει από το 16% στο 11%, απαιτείται μια αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 45%, η οποία δεν είναι ορατή στην σκέψη ακόμα και των πλέον αισιόδοξων.
Πέραν της προφανούς αλήθειας του συνταξιοδοτικού, υπάρχει ένα δεύτερο πεδίο που δεν αναγνωρίζεται προς το παρόν, αλλά αποσιωπάται και δεν αντιμετωπίζεται. Έχει να κάνει με το οξύμωρο γεγονός, πως οι εισαγωγικοί μισθοί στο δημόσιο είναι υψηλότεροι των αντίστοιχων μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Η εξασφαλισμένη σταθερή και προνομιακή απασχόληση στο δημόσιο, επιβραβεύεται μισθολογικά, έναντι της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Μιας εργασίας που έχει χαρακτηριστικά, συνθήκες και προοπτικές εντελώς διαφορετικές και ευμετάβλητες. Ποια κοινωνία μπορεί να ορθοποδήσει και ποια οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί, όταν το σύστημα πριμοδοτεί τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων και τις αντίστοιχες κρατικές δαπάνες; Πέρα από το μαθηματικό και οικονομικό παράδοξο, το γεγονός αυτό ακόμα και ως κοινωνικό πρότυπο είναι στρεβλό.
Το τρίτο προφανές, το οποίο αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι η κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων στη χώρα μας. Μόλις το 20% των φορολογουμένων καταβάλει το 80% των κρατικών φορολογικών εσόδων και παράλληλα το 52% των πολιτών δεν πληρώνει φόρους. Πέρα από το γεγονός, πως αυτή η προσέγγιση είναι αντιαναπτυξιακή, αντιεπενδυτική και οδηγεί σε συρρίκνωση των δραστηριοτήτων, υπάρχει κάτι που κατά τη γνώμη μας είναι πιο σημαντικό. Όταν κάποιος δεν πληρώνει φόρους και δεν αντιλαμβάνεται τις δεσμεύσεις που έχει ως πολίτης προς την πολιτεία, είναι πιο εύκολο να διεκδικεί και να απαιτεί από το κράτος, διότι ουδόλως κατανοεί πως κάθε επιπλέον κρατική δαπάνη, απαιτεί αύξηση των φορολογικών εσόδων στα οποία θα όφειλε να συμμετάσχει και αυτός.
Όσο το πολιτικό προσωπικό που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά και οι πολίτες που έχουν και αυτοί τις δικές τους ευθύνες, αρνούνται να δουν και να αντιμετωπίσουν αυτούς τους τρεις ελέφαντες που βρίσκονται ανάμεσα μας, τότε η πραγματικότητα θα επιφυλάξει σε όλους μας δυσάρεστες εξελίξεις. Διότι η παρέλαση των ελεφάντων είναι επικίνδυνη για τις μη προνοητικούς.
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.