Του Σάκη Μουμτζή
Προχθές, ο υπουργός Ν. Παππάς ανακοίνωσε πως θα συνδεθούν ψηφιακά οι 21.000 φορείς του Ελληνικού Δημοσίου. Η είδηση δεν βρίσκεται στην ψηφιακή διασύνδεση τους, αλλά στο γεγονός πως υπάρχουν αυτοί οι 21.000 κρατικοί οργανισμοί.
Και αν δεχτούμε, ακόμα, πως υπερέβαλε ως προς τον συγκεκριμένο αριθμό για να προσδώσει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας στο εγχείρημα του, μας έδωσε όμως μια τάξη μεγέθους.
Εννοείται, πως ακριβής καταγραφή αυτών των φορέων δεν έχει γίνει, και, εκτός απροόπτου, δεν θα γίνει. Θυμάμαι, το 2010, ο τότε πρωθυπουργός ανέθεσε στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να καταγράψει όλους αυτούς του οργανισμούς, ώστε στην συνέχεια να γίνει η αξιολόγηση της δραστηριότητας τους, εφ΄όσον υπήρχε δραστηριότητα.
Το αποτέλεσμα γνωστό. Ο Θ. Πάγκαλος πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε το μάταιο της προσπάθειας του, καθώς οι αρμόδιοι υπουργοί – όχι όλοι – δεν του έδιναν στοιχεία. Υπονόμευσαν μια διαδικασία πριν καν ξεκινήσει.
Από τα παραπάνω φαίνεται—για να είμαι δίκαιος—πως αυτό το φαινόμενο των κρατικών φορέων δεν είναι δημιούργημα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκκολάφθηκε και μεγάλωσε από την διακυβέρνηση των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων από το 1974.
Ηταν μια συνειδητή επιλογή δημιουργίας και συντήρησης ενός κομματικού στρατού, που απέβλεπε στην περαιτέρω παραμονή τους στην εξουσία. Αυτοί οι φορείς είχαν και έχουν διοικητικά συμβούλια, τα διοικητικά συμβούλια είχαν και έχουν γραμματείς και ιδιαιτέρες, αυτές είχαν και έχουν τους βοηθούς τους και κάπως έτσι σχηματιζόταν και εξακολουθεί να σχηματίζεται, πυραμιδοειδώς, ο κομματικός στρατός του αρμόδιου υπουργού.
Αυτός ο ιδιόμορφος κρατισμός έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα στην Ελληνική οικονομική σκέψη. Από τότε που οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα του Ελληνικού κράτους, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, έγινε φανερή η ανάγκη δημιουργίας κρατικών οργανισμών που θα διεκπεραίωναν υποθέσεις που δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει ο ιδιωτικός τομέας.
Συγχρόνως, σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Ελληνες οικονομολόγοι, γερμανοσπουδαγμένοι οι περισσότεροι, είχαν ασπασθεί την θεωρία του καπιταλισμού υπό κρατική διεύθυνση που κυριαρχούσε στην Γερμανία.
Η θεαματική ανάπτυξη της δεκαετίας του 50, βασίστηκε και στην λειτουργία αυτών των μεγάλων δημόσιων οργανισμών, που επιτελούσαν σοβαρό έργο σε όλους τους τομείς της οικονομίας μας. Ακόμα και στον τομέα των μελετών και των θεωρητικών αναζητήσεων.
Το τι έγινε στην συνέχεια είναι γνωστό.
Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς τους οργανισμούς βρίσκονται σε μια φθίνουσα πορεία, άλλοι είναι ουσιαστικά άνευ αντικειμένου, οι περισσότεροι είναι με άδηλα οικονομικά στοιχεία, αλλά όλοι πληρώνονται από τον Ελληνα φορολογούμενο.
Μάλιστα, διαβλέπω και μια διστακτικότητα στην Νέα Δημοκρατία να θέσει «τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων». Υπάρχει μια αμηχανία για το τι κατάληξη θα έχουν αυτοί οι οργανισμοί.
Θα κλείσουν; Θα συγχωνευθούν; Θα διατηρηθούν λόγω του πολιτικού κόστους; Ο φορολογούμενος θέλει απαντήσεις στο πού πηγαίνουν τα λεφτά του. Και, κυρίως, απαιτεί διαφάνεια.
Δηλαδή, να ξέρει πόσοι ακριβώς κρατικοί φορείς υπάρχουν, το κόστος λειτουργίας τους και την προοπτική τους.
Από τα λίγα θετικά του Ν. Παππά ήταν αυτή η, από σπόντα, ενημέρωση για τον, κατά προσέγγιση, αριθμό τους.
Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να επεξεργαστεί μια πειστική πρόταση, δεδομένου πως το ετήσιο κόστος αυτών των οργανισμών ενδέχεται να είναι όσο ο μισός ΕΝΦΙΑ.
Και κυρίως, οι «γαλάζιοι» μέλλοντες υπουργοί να ξεχάσουν αυτά που ήξεραν!