Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Κάθε ελληνική κυβέρνηση του παρελθόντος συνήθιζε να παρουσιάζει ένα σχέδιο 100 ημερών. Κατά κανόνα, αυτά τα σχέδια έμεναν απραγματοποίητα και από αυτή τη μικρή διάψευση άρχιζε να εξανεμίζεται το πολιτικό κεφάλαιο των κυβερνήσεων. Και πάντα υπήρχε μια καλή δικαιολογία για τις αποτυχίες: έφταιγαν οι προηγούμενοι που άφησαν χάος ή καμένη γη, έφταιγε γενικώς η κακοδαιμονία της χώρας («αυτή είναι η Ελλάδα»), έφταιγαν τα μνημόνια και οι περιορισμοί που επέβαλε η τρόικα.
Καθώς φθάνει η ώρα του απολογισμού των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, καθένας θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, συνήθως ανάλογα με τις πολιτικές του προκαταλήψεις. Όμως, υπάρχουν και ορισμένοι δείκτες που παρακολουθούνται στενά από τους οικονομικούς αναλυτές, οι οποίοι δεν διαμορφώνονται με βάση προκαταλήψεις, και υποδεικνύουν ακριβώς με ποιο τρόπο υποδέχονται τις πρώτες διακηρύξεις και πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης όλοι οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγική διαδικασία, από τους επιχειρηματίες ως τους καταναλωτές.
Αν δει κανείς την εξέλιξη του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης, ο οποίος προκύπτει από έρευνα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές, θα παρατηρήσει μια εντυπωσιακή άνοδο: ο δείκτης βρισκόταν στο 101 τον Ιούνιο, λίγο πριν τις εθνικές εκλογές και εκτινάχθηκε τον Ιούλιο στο 105,3, για να ανέλθει τον Αύγουστο στο 108,4.
Τέτοια τιμή έχει να παρουσιασθεί από το 2008, πριν την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης, ενώ αξίζει να θυμίσουμε ότι η χαμηλότερη τιμή του δείκτη είχε καταγραφεί τον Αύγουστο του 2015 και ήταν μόλις 75, καθώς η οικονομική εμπιστοσύνη είχε καταρρακωθεί από το επικίνδυνο πείραμα της δήθεν υπερήφανης διαπραγμάτευσης, που έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από την ευρωζώνη.
Πρέπει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η ανοδική κίνηση του δείκτη Οικονομικής Εμπιστοσύνης στην Ελλάδα έλαβε χώρα την ώρα που ο ίδιος δείκτης για την ευρωζώνη κινείται σε αντίθετη πορεία, υποχωρώντας σε χαμηλά τεσσάρων ετών.
Ο δείκτης Οικονομικής Εμπιστοσύνης
Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει σε τέτοια δυναμική άνοδο τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη; Μια, μάλλον ρηχή, προσέγγιση θα έλεγε ότι η ΝΔ υποσχέθηκε προεκλογικά μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις, επενδύσεις και οικονομική ανάπτυξη, γι' αυτό και οι παράγοντες της παραγωγικής διαδικασίας υποδέχονται την κυβέρνησή της με ενθουσιασμό, περιμένοντας ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αποκομίσουν οικονομικά οφέλη.
Όμως, μια τόσο δυνατή εκτίναξη του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε υποσχέσεις, ειδικά σε μια χώρα που έχει πληρώσει πολύ ακριβά τις αχαλίνωτες υποσχέσεις των πάντων σε όλους -ποιος ξεχνάει, άραγε, το διαβόητο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης;
Οι συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας βλέπουν με μια δόση ευχάριστης έκπληξης ότι έχουν μπροστά τους μια κυβέρνηση εντελώς διαφορετική από αυτές του παρελθόντος. Μια κυβέρνηση που δεν ήλθε στα πράγματα απλώς για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αρκετά αυστηρό καθεστώς μεταμνημονιακής επιτήρησης, όπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις εφάρμοζαν ασθμαίνοντας, με συνεχείς καθυστερήσεις και αστοχίες τα προγράμματα των μνημονίων, αδυνατώντας να ασκήσουν πολιτική.
Αντίθετα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποδεικνύει καθημερινά με πράξεις ότι μπορεί να ξαναδώσει νόημα και αξία στην πολιτική, εφαρμόζοντας όσα είχε υποσχεθεί, αλλά ταυτόχρονα δεν διακυβεύει τις δεσμεύσεις της χώρας για δημοσιονομική σταθερότητα, θέτοντας σε κίνδυνο τη διεθνή αξιοπιστία της Ελλάδας.
Όσοι ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην Ελλάδα για να αξιοποιήσουν ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει μια οικονομία που βγαίνει από πολυετή κρίση αλλά έχει δυνατότητες και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, βλέπουν μια κυβέρνηση να εφαρμόζει από την πρώτη στιγμή την πολιτική της για ελάφρυνση των φόρων, ενώ, ταυτόχρονα, διαπραγματεύεται με σύνεση με τους ξένους πιστωτές μια χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από το 2021, η οποία θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια άσκησης μιας πολιτικής που θα τονώνει την οικονομική δραστηριότητα.
Βλέπουν, επίσης, μια κυβέρνηση που ξεπερνάει όλες τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο, για να απελευθερώσει την εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό από δεσμά του παρελθόντος και αυτό ήδη έχει πρακτικό αντίκρισμα (η γιγαντιαία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Lamda Development επιβεβαιώνει ότι, όταν μια επένδυση πραγματικά ξεφεύγει από τον κύκλο των καθυστερήσεων, ο ιδιωτικός τομέας είναι πρόθυμος να προσφέρει τα απαιτούμενα κεφάλαια).
Την ίδια στιγμή, σε όλα τα επίπεδα φαίνεται ότι αρχίζει να αποκαθίσταται η σωστή λειτουργία των θεσμών και η αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού: οι συνετοί χειρισμοί της υπόθεσης Novartis καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση δεν επιδιώκει να διασύρει πολιτικούς αντιπάλους, αλλά να αποκαταστήσει το τρωθέν κύρος της Δικαιοσύνης, ενώ οι εύστοχες παρεμβάσεις του κρατικού μηχανισμού σε πολλά επίπεδα (διαχείριση των πυρκαγιών του καλοκαιριού, παρεμβάσεις για τη νομιμότητα στα Εξάρχεια, βελτίωση της αστυνόμευσης) πείθουν ότι δεν είναι χαμένη η προσπάθεια επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα των ανεπτυγμένων κρατών.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει απλώς όσα είναι αυτονόητα. Για ένα πολίτη της Γαλλίας θα ήταν απλώς αδιανόητο να εγκαθίσταται στο κέντρο μιας πλατείας ένα «ΚΕΠ» αντιεξουσιαστών. Για ένα πολίτη της Γερμανίας, θα ήταν επίσης αδιανόητο να μπλοκάρεται μια επένδυση δισεκατομμυρίων επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, μια κρατική υπηρεσία έκρινε ότι είναι προστατευόμενα μνημεία κάποια κουφάρια αεροπλάνων σε ένα παλαιό αεροδρόμιο. Ναι, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει «απλώς» όσα είναι αυτονόητα σε σοβαρά κράτη.
Φαίνεται, όμως, ότι, για τα ελληνικά δεδομένα, μια κυβέρνηση που κάνει το αυτονόητο επιτελεί σχεδόν επαναστατικού χαρακτήρα μεταρρυθμιστικό έργο. Και αν συνεχίσει να κάνει το αυτονόητο, χωρίς να καμφθεί η ορμή της από την αναπόφευκτη αντίσταση που θα συναντήσει από κατεστημένα συμφέροντα, ίσως να μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που άλλαξε την πορεία της Ελλάδας μετά τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση…
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.