Δεν έχει περάσει ακόμη δεκαετία από τη δημοσίευση της βαρυσήμαντης έρευνας του Μακ Μπράιντ «What Is the Evidence on Taxes and Growth?» για λογαριασμό το Tax Foundation, σύμφωνα με την οποία σχεδόν το σύνολο των εμπειρικών μελετών για μια περίοδο τριάντα ετών (από το 1983 έως το 2012) αποδεικνύουν την αρνητική επίπτωση των φόρων στην οικονομική ανάπτυξη και στα κίνητρα για δημιουργία ατόμων και επιχειρήσεων.
Οι φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις που ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διαπνέονται σε μεγάλο βαθμό από αυτή την αναπτυξιακή λογική.
Σε συνδυασμό, μάλιστα, με φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις (λ.χ. μείωση γραφειοκρατίας, διευκόλυνση εξαγορών και συγχωνεύσεων, αλλαγές στην εξαιρετικά δύσκαμπτη και ανελαστική εργατική νομοθεσία, στο ασφαλιστικό κ.λπ.) είναι σε θέση να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας μακροχρόνιας και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, βασικός μοχλός επανεκκίνησης της οικονομίας είναι η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και μάλιστα παρά τις αντίξοες δημοσιονομικές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του κορονοϊού, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόφαση για αναβολή των φορολογικών μειώσεων και αναστολή των αναγκαίων –πλην όμως δυσάρεστων για τα κατεστημένα συμφέροντα- μεταρρυθμίσεων εν γένει.
Με τη μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος όλων των νομικών προσώπων και όλων των νομικών οντοτήτων κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (2%), η εταιρική φορολογία στην Ελλάδα, υπολείπεται για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος, εάν λάβουμε υπόψη τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του οργανισμού (για το φορολογικό έτος 2020), διαμορφώνεται πλέον στο 23,2%. Παρατίθεται σχετικός πίνακας, όπου επισημαίνουμε μεταξύ άλλων τη θέση της χώρας προ και μετά των φορολογικών μειώσεων.
Δεν είναι όμως μόνο η μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την ανάληψη κινδύνου, την επιχειρηματικότητα και ως εκ τούτου την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Η προκαταβολή φόρου, η οποία αναμφισβήτητα πλήττει τη ρευστότητα των παραγωγικών επιχειρήσεων, μειώνεται από το παράλογο και καταστροφικό 100% στο 80% για τα νομικά πρόσωπα (70% για το 2021) και 55% για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα (σύμφωνα με τη βάση δεδομένων TEDB της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αναφέρεται σε σχετικά πρόσφατη έκθεση του Σ.Ε.Β.) είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ που υποχρεώνει σε ετήσια προκαταβολή φόρου χωρίς μάλιστα να δίνεται η δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής (όπως στη Ρουμανία, τη μόνη άλλη χώρα με ετήσια προκαταβολή). Αναμένουμε από την κυβέρνηση να προχωρήσει στην πλήρη κατάργηση της προκαταβολής φόρου, μόλις το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες.
Οι προαναφερθείσες φοροελαφρύνσεις έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Στο πλαίσιο όμως αντιμετώπισης των ολέθριων συνεπειών της πανδημίας, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε και έκτακτα μέτρα, τα οποία αποτελούν παράταση υφιστάμενων μέτρων.
Συγκεκριμένα, επεκτείνεται και το έτος 2022 η μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών. Είναι γνωστό ότι οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι υψηλές. Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι τίποτε άλλο από έμμεση φορολογία.
Επισημαίνουμε, ότι σύμφωνα με την τελευταία έκδοση Taxing Wages του ΟΟΣΑ, ενώ η φορολογική επιβάρυνση ενός άγαμου μισθωτού στην Ελλάδα που παίρνει το 100% του μέσου μισθού, ανέρχεται σε 10,2% επί των μικτών αποδοχών και είναι μικρότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (15,9%), εάν συνυπολογιστούν και οι ασφαλιστικές εισφορές, αυτή εκτοξεύεται στο 40,8% και ξεπερνά τον μέσο όρο του οργανισμού (36%).
Τέλος, πολύ σωστά επεκτείνεται η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και για το έτος 2022. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φορολογικά αίσχη της σύγχρονης φορολογικής μας ιστορίας.
Ακόμα πιο ευπρόσδεκτη θα ήταν, λοιπόν, η κατάργησή της, η οποία έχει καταφέρει, σύμφωνα με πλήθος μελετών (πιο πρόσφατη από αυτές η μελέτη του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών, 2019):
A. Nα αποτελέσει την τελευταία δεκαετία σημαντική τροχοπέδη σε μια σειρά επιχειρηματικών κινήσεων (μετασχηματισμών, συγχωνεύσεων, εξαγορών επιχειρήσεων κ.ά.), οι οποίες θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, συνακόλουθα δε θα μείωναν και την ανεργία.
Β. Να αυξήσει περαιτέρω τη φορολογική επιβάρυνση –και να μειώσει τα κίνητρα για δημιουργία- των πλέον παραγωγικών ατόμων.
Γ. Να αυξήσει την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος.
Δ. Να στρεβλώσει την οικονομική συμπεριφορά των φορολογουμένων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η εισφορά αλληλεγγύης ενθάρρυνε περαιτέρω τη φοροδιαφυγή και την επιθετική φοροαποφυγή στην Ελλάδα. Το δε δημοσιονομικό όφελος της εισφοράς αλληλεγγύης, το οποίο είναι χαμηλότερο του 1 δισ. Ευρώ, δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσει τις πολλαπλάσιες αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις της ή τη βλάβη που προξενεί στην οικονομία.
Αντί επιλόγου: Βασική προϋπόθεση της συνολικής οικονομικής επιτυχίας μιας χώρας είναι η ορθή δημοσιονομική πολιτική. Η ορθή δημοσιονομική πολιτική επιτάσσει εκτός από μείωση των φόρων και μείωση των δαπανών.
Μόνο με τη μείωση των δαπανών εξασφαλίζεται άλλωστε και η μακροχρόνια διατήρηση των φόρων σε χαμηλά επίπεδα. Ιδίως των δαπανών εκείνων που γίνονται όχι υπέρ όλων των πολιτών αλλά κατά παράβαση της αρχής της ουδετερότητας των δημοσίων οικονομικών υπέρ συγκεκριμένων προσοδοθηρικών ομάδων.
Δυστυχώς, από τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου οικονομικών, ένας προσεκτικός μελετητής, έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει πλήθος τέτοιων συλλογικών «ρουσφετιών» που υπονομεύουν ευθέως την οικονομική πορεία της χώρας. Σύντομα θα καταγραφούν όλα και θα παρουσιαστούν στη δημοσιότητα. Σήμερα θα σας δώσω ένα και μόνο ενδεικτικό παράδειγμα.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το έτος 2019, οι Έλληνες φορολογούμενοι εξαναγκάστηκαν να πληρώσουν 578.700.000 ευρώ (δηλαδή ποσό περίπου όσο όλος ο συμπληρωματικός φόρος του ΕΝΦΙΑ) υπέρ του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού της ΔΕΗ. Η υποχρέωση αυτή επιβλήθηκε στο ελληνικό δημόσιο από τον αμαρτωλό νόμο Βενιζέλου (α. 34 ν. 2773/1999) χωρίς καμία τεκμηρίωση. Από τότε μέχρι σήμερα το χαράτσι που κάθε χρόνο αρπάζουν οι «Σουλτάνοι της Χαλιμάς» από τους φορολογουμένους προς χάριν των ασφαλισμένων της ΔΕΗ ανέρχεται σε 11,5 δισ. ευρώ δηλαδή, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με 5,75 φορές η σημερινή κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ.
Δαπάνες σαν αυτή που σας περιέγραψα αποτελούν διαχρονικά τον «καρκίνο» της ελληνικής οικονομίας και συναθροιζόμενες οδήγησαν στην πρόσφατη οδυνηρή χρεοκοπία μας.