Κάθε ιστορική εφημερίδα στον πλανήτη, φυσικά και οι ελληνικές, δεν χάνει ευκαιρία να θυμίζει τις ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στην ίδρυσή της. Γιατί η ίδρυση των εφημερίδων είναι ακριβώς αυτό: η κινητοποίηση κάποιων ανθρώπων που αντιμέτωποι με ένα θέμα ή μια κρίση εθνικών διαστάσεων, αποφάσισαν να εκφράσουν οργανωμένα θέσεις και απόψεις, διάχυτες σε μερίδα της κοινωνίας.
Οπότε είναι αδαείς ή κάνουν χιούμορ όσοι έχουν την αξίωση εφημερίδες και ψηφιακά Μέσα να είναι πολιτικά ουδέτερα. Έτσι κι αλλιώς, η έννοια της πολιτικής ουδετερότητας είναι ανύπαρκτη όταν αναφερόμαστε σε κάθε εκδήλωση που λαμβάνει χώρα στο δημόσιο χώρο. Τα πάντα: στάσεις ακόμα και οι καταναλωτικές συνήθειες είναι πολιτικά. Ούτε η γαστρονομία είναι πολιτικά ουδέτερη, τα εστιατόρια μιας χώρας, ούτε η μόδα, ούτε η κατανάλωση. Είναι εντυπωσιακό λοιπόν κάποιοι να κατηγορούν διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ επειδή υπηρετούν την ιδεολογία που ενέπνευσε την ίδρυσή τους.
Σαν να κατηγορεί κάποιος το Liberal και τον Φιλελεύθερο επειδή δεν προβάλλουν αρκετά και «αντικειμενικά» τις ιδέες της αριστεράς, τις οποίες εχθρεύονται και ιδρύθηκαν ακριβώς για να τις πολεμήσουν στο πλαίσιο της δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας.
Κατ’ επέκταση ούτε οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στα ΜΜΕ είναι πολιτικά ουδέτεροι.
Από τον Τύπο έχουμε την αξίωση τα γεγονότα που επιλέγει να δημοσιεύσει να είναι ακριβή και εξακριβωμένα. Γιατί κατά τα άλλα, όλα τα υπόλοιπα σ’ενα Μέσο, από την επιλογή των θεμάτων που θα καλύψει και τα προβάλλει, τη θέση που θα έχουν μέσα στην εφημερίδα (θα είναι ένα γεγονός πρωτοσέλιδο ή θα στριμωχτεί σε μια γωνία στις «μέσα» σελίδες;) και κυρίως τα άρθρα γνώμης που σχολιάζουν την επικαιρότητα έχουν πρόσημο και πολιτική απόχρωση.
Οι δημοσιογράφοι έχουν την υποχρέωση να δηλώνουν τις επαγγελματικές ή άλλες σχέσεις που έχουν με τα πρόσωπα ή το θέμα με το οποίο καταπιάνονται. Αν κάποιος δουλεύει για βουλευτή, την κυβέρνηση ή το κράτος πρέπει να το δηλώνει. Αν έχει σχέσεις εξ αγχιστείας με κάποιο πρόσωπο που σχολιάζει (ειδικά κολακευτικά) οφείλει να το αναφέρει. Κατά τα λοιπά, οι δημοσιογράφοι έχουν κάθε δικαίωμα να κυνηγάνε ρεπορτάζ που επιβεβαιώνουν την ιδεολογία τους.
Είναι ένας δημοσιογράφος φιλελεύθερος; Καλύπτει και αναδεικνύει θέματα που προάγουν την ιδέα της ελεύθερης αγοράς, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, της ανοιχτής κοινωνίας.
Εργάζεται ένας δημοσιογράφος σ’ενα γνωστό προοδευτικό, διεθνές έντυπο; Θα φροντίσει οι ιστορίες του να υπηρετούν την ιδεολογία του εντύπου αυτού. Όχι, βέβαια, σε βάρος της ακρίβειας και της δεοντολογίας, το ξεκαθαρίσαμε, ήδη αυτό.
Υπάρχουν κάποια διεθνή Μέσα που είτε μας αρέσει είτε όχι είναι επιδραστικά. Τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένα Μέσο, ένας δημοσιογράφος, ένας αρθρογράφος ή ένας σχολιαστής στα σοσιαλ μήντια είναι επιδραστικός; Εννοούμε ότι διαβάζεται από αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις, ότι επηρεάζει τις εξουσίες και η κοινή γνώμη λαμβάνει υπόψη όσα γράφει για να διαμορφώσει άποψη για ένα θέμα.
Όταν λοιπόν κάνουμε λόγο για έγκριτο ή επιδραστικό Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης, όπως οι New York Times για παράδειγμα δεν εννοούμε ότι είναι «ουδέτερο» αλλά ότι τα γεγονότα που επιλέγει να καλύψει και να καταγράψει είναι πολλαπλώς εξακριβωμένα.
Όποιος θέλει να «παίζει μπάλα» στην Α’ Κατηγορία της πολιτικής δεν κατηγορεί ποτέ τους δημοσιογράφους των έγκριτων διεθνών Μέσων για προδότες, φιλότουρκους, ανθέλληνες και όλα αυτά τα παρδαλά. Καταρχάς, η λέξη προδότης είναι κατηγορία για την οποία πρέπει να αποφανθεί δικαστήριο. Είναι κάτι πολύ σοβαρό και πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή ως ρητορική αποστροφή για τον εντυπωσιασμό της στιγμής. Κατά δεύτερον, όταν είσαι μικρός και ασήμαντος και στην περιφέρεια των σύγχρονων αυτοκρατοριών επιτυχία είναι να καταγράφεται και η δική σου άποψη. Αυτό νοείται ως επιτυχία. Να υπάρχει και η δική σου άποψη δίπλα στου Τούρκου, του Βούλγαρου, του Αλβανού, του Άγγλου, του Γάλλου, του Πορτογάλου.
Η αξίωση τα διεθνή Μέσα να μας αγαπούν και να μας χαϊδεύουν και να αναγνωρίζουν τις θέσεις της χώρας μας ως τις μοναδικές δίκαιες είναι παιδαριώδης και πρωτόγονη.
Ας ενηλικιωθούμε, επιτέλους.