Του Σάκη Μουμτζή
Το Σύνταγμα ενός Κράτους καθρεφτίζει τους συσχετισμούς δυνάμεων της δεδομένης ιστορικής στιγμής. Έτσι το Σύνταγμα του 1952 αποτύπωνε το κλίμα μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου και την ανάγκη των νικητών -που εξέφραζαν την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού- να θωρακίσουν θεσμικά την νίκη τους. Ήταν, εκ των πραγμάτων ένα Σύνταγμα, που δεν χωρούσε όλους τους Έλληνες. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, μόλις τρία χρόνια μετά την λήξη του Εμφυλίου και με το «όπλο παρά πόδα» του Ζαχαριάδη.
Το Σύνταγμα του 1975 απεικόνιζε το μοντέλο μιας σύγχρονης Δυτικής δημοκρατίας με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τις αντιλήψεις της παράταξης του για το εύρος των κοινωνικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών. Πάντως, η φιλοσοφία του Συντάγματος του 1975 ήταν να διασφαλίσει την στρατηγική επιλογή της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.
Η αναθεώρηση του 1986, αποτύπωνε τους συσχετισμούς δυνάμεων που προέκυψαν μετά τις νίκες του ΠΑΣΟΚ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και κατοχύρωνε όλες τις αλλαγές που συντελέσθηκαν στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο από το 1981 και μετά.
Συνεπώς, κάθε παράταξη που κυριαρχεί βάζει την σφραγίδα της στις συνταγματικές αναθεωρήσεις επιδιώκοντας με το εύρος τους να επιτύχει τις μεγαλύτερες δυνατόν πλειοψηφίες. Και γι΄αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης προνοεί θεσπίζοντας τις διαδοχικές ψηφοφορίες, ώστε η αναθεώρηση να μην φαλκιδευτεί από περιστασιακές συμμαχίες, που δεν έχουν αντίκρυσμα στην βούληση των πολιτών.
Η μνημονιακή εποχή αναμφίβολα αποτελεί μια τομή στην Ιστορία της Μεταπολιτευτικής Ελλάδος, καθώς ανέδειξε δυνάμεις από το περιθώριο και διαμόρφωσε νέες συνειδήσεις σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους. Συγχρόνως, κατέστησε αναγκαία την εφαρμογή πολιτικών που ήρθαν σε ρήξη με κοινωνικές ομάδες και ανέτρεψαν παραδεδεγμένες συμπεριφορές. Είναι εύλογο όλο αυτό το τοπίο, που βρίσκεται υπό διαμόρφωση σε χρόνο ενεστώτα, να πρέπει να αποκρυσταλλωθεί στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Τα δεδομένα είναι δύο: πρώτον, η αναθεώρηση πρέπει να περατωθεί και δεύτερον να είναι γενναία, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της επόμενης πενταετίας, τουλάχιστον. Για να συμβούν σωρευτικά και τα δύο δεδομένα, θα πρέπει να εισαχθούν στην επόμενη βουλή όσο το δυνατόν περισσότερες διατάξεις, ώστε με τις ευρύτερες συναινέσεις να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση. Για να συμβεί αυτό ένας τρόπος υπάρχει και τον έχει προτείνει η Νέα Δημοκρατία.
Το ένα κόμμα να ψηφίσει τις προτάσεις του άλλου, ώστε στην συνέχεια η βουλή που θα προκύψει μετά τις εκλογές, να αποφασίσει με την πλειοψηφία των 151 βουλευτών, όχι μόνον τα άρθρα που θα αναθεωρηθούν, καθώς θα έχουν εισαχθεί όλα, αλλά και το περιέχομενο αυτών που τελικά θα αναθεωρηθούν. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχθηκε αυτήν την πρόταση. Γιατί;
Γιατί γνωρίζει πως θα ηττηθεί στις εκλογές κι έτσι η αναθεώρηση θα έχει το χρώμα της Νέας Δημοκρατίας. Αν ο Α.Τσίπρας πίστευε πως το κόμμα του θα τις κέρδιζε και θα συγκέντρωνε τις απαιτούμενες 151 ψήφους, να είστε σίγουροι πως αυτός θα έκανε την συγκεκριμένη πρόταση. Επί πλέον, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει η Νέα Δημοκρατία να κατέλθει στον προεκλογικό αγώνα με σύνθημα την άμεση ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ένα σύνθημα που το αγκαλιάζει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, λόγω της πλήρους απαξίωσης των ΑΕΙ.
Φαίνεται πως η αναθεώρηση του Συντάγματος, πέραν όλων των άλλων, αναδεικνύει τους φόβους του ΣΥΡΙΖΑ για το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών, και γι΄αυτό επιχειρεί να ακυρώσει την όλη διαδικασία και να την μετατρέψει σε ένα φτηνιάρικο προπαγανδιστικό event.