Του Γιάννη Λοβέρδου
Η μεγαλύτερη είδηση των τελευταίων ημερών είναι οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αντί να τις αναθεωρήσει, σε σχέση με την περασμένη άνοιξη, προς το καλύτερο, τις αναθεώρησε προς το χειρότερο, διαψεύδοντας το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και τον υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο, που για μια ακόμα φορά έπεσαν έξω.
Αντί για 2,5% του ΑΕΠ ποσοστό ανάπτυξης, που προβλέπει για το 2018 το σχέδιο κρατικού προϋπολογισμού και το 2,3%, που προέβλεπε η Κομισιόν στις εαρινές εκθέσεις της, οι τωρινές προβλέψεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη μόλις 2%. Αν αυτό συνδυαστεί με την μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τις άμεσες επενδύσεις, που από +10,2% μειώνονται στο –2,1%, γίνεται σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι μετά το τέλος των μνημονίων, η κατάσταση για την ελληνική οικονομία αντί να βελτιώνεται, επιδεινώνεται. Κι αυτό καθιστά ακόμα δυσχερέστερη την πρόσβαση της στις αγορές αλλά και την έγκριση από το Eurogroup, που θα συνέλθει εκτάκτως τις προσεχείς μέρες για να εγκρίνει τον ελληνικό προϋπολογισμό, του προσχεδίου εκείνου που περιλαμβάνει και την ΜΗ μείωση των συντάξεων αλλά και τις παροχές, που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από την Θεσσαλονίκη τον περασμένο Σεπτέμβριο. Θα τα καταφέρει άραγε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να πείσει τους Eυρωπαίους για το ότι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος και να μην μειωθούν οι συντάξεις και να δοθούν όλες οι εξαγγελθείσες παροχές.
Οι κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι θα τα καταφέρουν. Αλλά οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν καθιστούν πολύ δυσκολότερη αυτή την απόφαση. Γιατί το σχέδιο του προϋπολογισμού, που προβλέπει δημοσιονομικό, πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 3,56%, έναντι στόχου 3,5%, έγινε με πρόβλεψη ανάπτυξης 2,5%. Με ανάπτυξη 2%, δεν υπάρχει καμιά απολύτως πιθανότητα να επιτευχθεί το 3,5%. Και μοιραία αυτό θα τεθεί στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, όπου το κλίμα αναμένεται όχι τόσο θετικό για τον κ. Τσακαλώτο, που θα έχει να αντιμετωπίσει πολλές έντονες αντιρρήσεις από τους υπουργούς Οικονομικών, αν όχι της Γερμανίας, των χωρών, που πρόσκεινται στο Βερολίνο.
Ήδη οι συνθήκες διαμορφώνονται μάλλον αρνητικές για το ελληνικό αίτημα. Κι από το ΔΝΤ, που μπορεί να μην έχει πιά συμμετοχή αλλά μοιραία ασκεί μεγάλη επιρροή στις αγορές, αλλά και από τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης Κλάους Ρέγκλινγκ, που επιμένει στην αταλάντευτη εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων μέτρων. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει την τελική στάση του Eurogroup. Όπως ουδείς μπορεί να γνωρίζει την στάση της κυβέρνησης, στην περίπτωση που η απόφαση δεν είναι θετική.
Το βέβαιο όμως είναι ότι η κατάσταση για την ελληνική οικονομία διαμορφώνεται ιδιαίτερα αρνητική. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το μόνο που την απασχολεί είναι πώς θα εξαπατήσει για μια ακόμα φορά τους ψηφοφόρους, μπας και τους υφαρπάξει την ψήφο. Δεν ενδιαφέρεται για την μεσοπρόθεσμη και μακρποπρόθεσμη πορεία της οικονομίας. Η χώρα παραμένει χωρίς πρόσβαση από τις αγορές.
Κι ο μεγάλος κίνδυνος είναι μήπως το προσεχές διάστημα εμφανισθεί κάποια παγκόσμια κρίση, ανάλογη η και μεγαλύτερη του 2008 με την Lehman Brothers, που θα μπορούσε να προκαλέσει τεράστια παγκόσμια αναταραχή, αποκλείοντας οριστικά την Ελλάδα από τις αγορές. Και οδηγώντας την και πάλι στο χείλος του γκρεμού, όπως είχε συμβεί το 2010 αλλά και το 2015.