Του Γιάννη Λοβέρδου
Το μεγαλύτερο πολιτικό έγκλημα, που διαπράττουν σήμερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κι οι σύντροφοι του είναι ότι, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους και αδιαφορώντας για τις συνέπειες, προχωρούν σε μια πολιτική παροχών κι υποσχέσεων, που θα επιδεινώσει την θέση της ελληνικής οικονομίας και δεν θα επιτρέψει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών, στις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε για να αποφύγουμε να βρεθούμε σε οικονομικό αδιέξοδο, όπως φτάσαμε το 2010 αλλά και το 2015, όταν αναγκασθήκαμε να καταφύγουμε στην αμφίβολη σωτηρία των μνημονίων.
Από το 2004 προειδοποιούσα, όπως κι αρκετοί ακόμα αναλυτές, ότι η ευφορία που είχε καταλάβει το σύνολο σχεδόν του λαού, χάρις στην κατάκτηση του ποδοσφαιρικού Γιούρο και την, αναμφίβολα πετυχημένη, διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν τεχνητή κι εφήμερη. Κι ότι η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να βρεθεί σε αδιέξοδο, αν χάσει τη δυνατότητα της να καταφεύγει και να δανείζεται υπέρογκα ποσά για να χρηματοδοτεί τεράστιες, κι αδιέξοδες, μισθολογικές ανάγκες στο Δημόσιο και ένα αδηφάγο συνταξιοδοτικό σύστημα, που χρόνο με το χρόνο, γινόταν πιο απαιτητικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2001, οπότε απορρίφθηκε από το σύνολο του πολιτικού συστήματος και την κοινωνία, ο νόμος Γιαννίτση, που θα έβαζε σε κάποια τάξη το ασφαλιστικό σύστημα, μέχρι το 2010, που μπήκαμε στα μνημόνια, οι συντάξεις κόστισαν στον κρατικό προϋπολογισμό περί τα 230 δισ ευρώ. Δηλαδή, μαζί με τους τόκους 10 ετών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύνολο του δημοσίου χρέους κατευθύνθηκε στην χρηματοδότηση των συντάξεων, που αυξάνονταν αυθαίρετα από τις κατά καιρούς κυβερνήσεις για να υπηρετήσουν τους εκλογικούς τους στόχους, με ανευθυνότητα κι επιπολαιότητα.
Δυστυχώς, οι προειδοποιήσεις μας δεν εισακούσθηκαν. Και μετά την μεγάλη, διεθνή οικονομική κρίση συνεπεία της κατάρρευσης των «τοξικών» δανείων στις ΗΠΑ το 2008, χάσαμε σταδιακά την πρόσβαση στις αγορές, που έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα δανεικά της. Αυτό είχε ως συνέπεια, μετά και τους άκρως λανθασμένους χειρισμούς των διαδοχικών κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, να χάσει η Ελλάδα τη δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές. Με αποτέλεσμα να καταφύγει στους Ευρωπαίους δανειστές και στα μνημόνια, αφού έχασε την πρόσβαση στις αγορές.
Σήμερα η Ελλάδα, οκτώ τραγικά χρόνια μετά, είναι εκτός μνημονίων. Αλλά δεν απέκτησε ξανά πρόσβαση στις αγορές. Το τραπεζικό σύστημα είναι υπό διάλυση, το χρηματιστήριο καταρρέει, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί σε απαγορευτικά επίπεδα, η ανεργία, μετά την τεχνητή μείωση λόγω της τουριστική περιόδου, βρίσκεται και πάλι σε ανοδική χρονιά, οι καταγεγραμμένοι άνεργοι στον ΟΑΕΔ ξεπέρασαν ξανά το ένα εκατομμύριο, οι επενδύσεις βρίσκονται στο ναδίρ, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει ουσιαστικά εξανεμισθεί, προκειμένου να παρουσιασθεί ένα φαινομενικό πρωτογενές υπερπλεόνασμα, η φορολογική δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έχει εξαντληθεί, η εμπιστοσύνη των αγορών στο ελληνικό κράτος και στη δυνατότητα του να κάνει ουσιαστικές κι αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις, που θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας, δεν έχει αποκατασταθεί. Η Ελλάδα βαδίζει, σε συνδυασμό με την ακατάσχετη, προεκλογική παροχολογία της κυβέρνησης, πάλι προς τον γκρεμό. Κι αυτή τη φορά, δεν θα υπάρξουν ούτε τα ματωμένα» μνημόνια για να μας σώσουν.
Υπό τοις συνθήκες αυτές, οποιοσδήποτε πολίτης που διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις και παρακολουθεί τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις, δεν μπορεί να μην ανησυχεί πως αν η εμπιστοσύνη των αγορών, δεν αποκατασταθεί μέσα στο επόμενο έτος, η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι ενώπιον ενός νέου αδιεξόδου, που θα καταστεί εφιαλτικό αν συνδυασθεί με μια παγκόσμια κρίση η κι ύφεση, κάτι που οι περισσότεροι αναλυτές φοβούνται ότι θα συμβεί μέσα στην επόμενη τριετία. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο Τσίπρας κι οι σύντροφοι του παίζουν κοντόφθαλμα κι ανεύθυνα με τη φωτιά, και υπονομεύουν το μέλλον της επόμενης κυβέρνησης αλλά και της χώρας, για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά και κομματικά τους συμφέροντα.