Ο τρίτος δρόμος της gig economy

Ο τρίτος δρόμος της gig economy

Το 2019, πολιτειακός νόμος της Καλιφόρνια υποχρέωσε τις ψηφιακές πλατφόρμες να προσλάβουν όλους τους συνεργάτες τους με σχέση μισθωτής εργασίας, σταματώντας το καθεστώς των «αναδόχων έργου». Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε τεράστια επίπτωση στο μοντέλο λειτουργίας ψηφιακών κολοσσών όπως οι Uber, Lyft, Doorsash, Instacart κ.α. Στην πραγματικότητα, τις ανάγκαζε να καταβάλουν 340 εκατ. δολάρια ετησίως σε κοινωνικές εισφορές, γεγονός που θα επέφερε περικοπές στον αριθμό των συνεργατών, ακριβότερες υπηρεσίες και κατ’ επέκταση επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης τους.

Η αρχική απειλή αποχώρησης από την Πολιτεία, γρήγορα εξελίχθηκε σε πολιτική μάχη. Μέσα από μια κοινή εκστρατεία αξίας 200 εκατ. δολαρίων, υπό τον τίτλο “Save App-based Jobs & Services”, κατάφεραν να συμπεριληφθεί στην ψηφοφορία η “Πρόταση 22” και την περασμένη Τρίτη να γίνει νόμος της Πολιτείας. Αντλώντας επιχειρήματα από την πολιτική θεωρία του «Τρίτου Δρόμου», η καμπάνια κέρδισε σε μια πολιτεία προπύργιο των Δημοκρατικών.

Το 58.39% των ψηφοφόρων της Καλιφόρνια, ψήφισε υπέρ ενός «τρίτου δρόμου» στις εργασιακές σχέσεις των ψηφιακών εφαρμογών με τους συνεργάτες τους. Το περιεχόμενο του, δεν περιλαμβάνει την ανελαστικότητα και τα προνόμια μιας παραδοσιακής μισθωτής σχέσης. Προσφέρει όμως, περισσότερα οφέλη από εκείνα του «αναδόχου έργου», μέσα από επιδόματα υγείας για όσους συμπληρώνουν συγκεκριμένες ώρες εργασίας, επιδότηση για ασφάλεια ατυχήματος για το διάστημα που εργάζονται, 120% του κατώτατου μισθού για το χρόνο εργασίας τους, κ.α.

Είναι προφανές, πως η εργασία σε ψηφιακές πλατφόρμες (ως οδηγός ride sharing, delivery, μεταφορέας, εργάτης ή baby sitter κ.α) δεν είναι μια εργασία από την οποία θα πάρει κανείς σύνταξη. Σύμφωνα με τον ιστότοπο Statista, μόλις το 19% των gig workers στις ΗΠΑ θα ήθελε μια σχέση πλήρους απασχόλησης με τις εταιρίες αυτές, με το μέσο εισόδημα να αγγίζει τα 653 δολάρια. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως, είναι πως η ικανοποίηση από τη συνεργασία με κάποια ψηφιακή πλατφόρμα αγγίζει το 80% των ερωτηθέντων, καθώς το 95% εκτιμά ότι η ευελιξία στα ωράρια και η μη αποκλειστικότητα συνεργασίας, είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα.

Ακριβώς πάνω σε αυτά τα σημεία βασίστηκε η επιχειρηματολογία των ψηφιακών εταιριών, η οποία υποστηρίχθηκε σθεναρά από συνταξιούχους, βετεράνους, φοιτητές, “full-time γονείς” κ.α. Το κρίσιμο ηθικό δίλημμα που θέτουν ορισμένοι ωστόσο, εγείρεται όταν η συζήτηση φτάνει στο κομμάτι των εργαζομένων, που μη έχοντας άλλη επιλογή, χρησιμοποιούν τη συνεργασία με ψηφιακές πλατφόρμες ως κύρια απασχόληση, αποδεχόμενοι λιγότερα εργασιακά δικαιώματα και αμοιβές. 

Ποιο είναι το μέλλον; Υπάρχουν δυνατότητες για εκσυγχρονισμό της εργατικής νομοθεσίας, δίχως να ευνουχίζεται η καινοτομία και να στερούνται εργασιακά δικαιώματα. Η Γαλλική εμπειρία δείχνει, πως είναι δυνατόν να διατηρηθεί η «μη αποκλειστική σχέση μεταξύ εργαζομένου και πλατφόρμας» και ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί η δέσμευση για αξιοπρεπείς αμοιβές και μέτρα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, δίχως να επιβάλλεται η παραδοσιακή μισθωτή σχέση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2020), το 29% των εργαζόμενων στην Ελλάδα δηλώνουν αυτοαπασχολούμενοι, με την έννοια αυτή να καλύπτει αρκετές επι μέρους κατηγορίες, αλλά κυρίως εκτεταμένη φορο/εισφορο-διαφυγή. Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σε συνθήκες gig economy, από ελεγκτικές έως delivery, με χαμηλά μεροκάματα, ανεξάντλητα ωράρια, δίχως μέτρα προστασίας ή πλήρη ένσημα. Παραδόξως, όσο περισσότερο αυτές οι υπηρεσίες συνδέονται με τη ψηφιακή οικονομία, τόσο οι συνθήκες δείχνουν να βελτιώνονται.  

Η επερχόμενη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις ψηφιακές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τις ήδη ψηφισμένες προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τοποθετούν την Ε.Ε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Εταιρίες και εργαζόμενοι ελπίζουν σε μια σύγχρονη πρόταση πολιτικής που θα αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της ανεξάρτητης εργασίας και θα ενθαρρύνει τις υπεύθυνες συμπεριφορές των εταιρειών για την προστασία των εργαζομένων, αποφεύγοντας το συνήθη εφιάλτη της υπερρύθμισης.

* Ο Νίκος Λυσιγάκης είναι Public Affairs Manager της Beat. Οι απόψεις στο κείμενο είναι απόλυτα προσωπικές. H Beat δεν έχει υπηρεσίες ride-sharing στην Ελλάδα, αλλά συνεργάζεται και στηρίζει μόνο επαγγελματίες οδηγούς ταξί.