Του Σάκη Μουμτζή
Τις τελευταίες μέρες ακούσαμε τον Γ. Κυρίτση να μιλά για κανονικοποίηση των καταλήψεων, τον Τόσκα να ανοίγει διάλογο με τις «συλλογικότητες», τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ να καταδικάζουν την εκδίωξη των καταληψιών από τα κτίρια που είχαν καταλάβει, τον συμψηφισμό της βεβήλωσης της Θείας Λειτουργίας με το προηγούμενο συμβάν, ενώ, όπως έγινε γνωστό, πρωτοκλασάτα στελέχη της κομματικής οργάνωσης Θεσσαλονίκης διαπραγματεύονταν με τους No borders την συμπεριφορά τους για τον περιορισμό των ζημιών που ήδη διέπρατταν στο ΑΠΘ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί πρακτικές- προδήλως έκνομες -δεν αντιμετωπίζονται, ως τέτοιες, από τα όργανα της Πολιτείας που είναι επιφορτισμένα με την τάξη; Και τι σημαίνει «κανονικοποίηση» των καταλήψεων; Και ποιος ορίζει και ποιος συγκροτεί αυτές τις «συλλογικότητες» με τις οποίες θέλει να ανοίξει διάλογο ο υπουργός; Και πώς καταλογίζεται η προσωπική ευθύνη μέσα στην νεφελώδη έννοια της «συλλογικότητας»; Αυτός που καταστρέφει δεν είναι «συλλογικότητα», αλλά συγκεκριμένο άτομο με ονοματεπώνυμο.
Εδώ πλέον έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια οι «αξίες» του περιθωρίου όχι να ενσωματωθούν σταδιακά στις, κοινά αποδεκτές, αξίες της κοινωνίας κι έτσι τα άτομα αυτού του χώρου να επανενταχθούν στις δομές της, αλλά αυτές να αναδειχθούν σε κυρίαρχες και μάλιστα δια της επιβολής. Γιατί η κανονικοποίηση των καταλήψεων σημαίνει, πως ένα γεγονός που προκαλείται από την βίαιη συμπεριφορά μιας ασήμαντης μειοψηφίας, όχι μόνο γίνεται αποδεκτό από την Πολιτεία, αλλά συγχρόνως, με την συνδρομή της, αποκτά μόνιμο χαρακτήρα. Γίνεται ένα συνηθισμένο και παύει να είναι ένα εξαιρετικό φαινόμενο. Επί πλέον, αίρεται ο παραβατικός χαρακτήρας της κατάληψης και νομιμοποιείται στο πολιτικό, στο ηθικό και στο νομικό επίπεδο η αυθαιρεσία. Γενικώς, η κανονικοποίηση έκτακτων και παράνομων φαινομένων προσβάλλει βάναυσα την δημοκρατική συγκρότηση της Πολιτείας, καθώς προσπαθεί να επιβάλλει, από τα πάνω, συμπεριφορές και πρακτικές που δεν μπορούν να αφομοιωθούν και από τα ακρότατα ακόμα μέρη της, που αποδέχονται όμως τους κανόνες λειτουργίας της.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ομάδων, είναι η άρνηση των θεσμών και των λειτουργιών του συντεταγμένου Κράτους και η προσφυγή στην βία, μέσω της οποίας εκδηλώνεται αυτή η αμφισβήτηση και αυτή η απόρριψη. Δεκάδες επιθέσεις καταγράφονται κάθε χρόνο εναντίον στοχοποιημένων προσώπων από αυτούς τους τραμπούκους, ενώ οι φθορές ιδιωτικών περιουσιών είναι τόσο σύνηθες φαινόμενο, που δεν θεωρούνται πλέον ως είδηση. Τι διάλογο μπορεί να ανοίξει η Πολιτεία με τους αρνητές της; Να τους πείσει ότι έχουν εσφαλμένες απόψεις; Υπάρχουν τόσο αφελείς υπουργοί που το πιστεύουν; Δηλαδή, ο υπουργός θα δεχθεί σε ακρόαση τους «Ρουβίκονες»; Ή μήπως επιδιώκουν στον ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματευτούν την κατανομή εξουσίας; Μάλλον αυτό είναι και το πιο πιθανό. Τους παραχωρούν χώρους -από τους οποίους αποσύρεται το Κράτος- για να εκτονώσουν το μίσος και την καταστροφική μανία τους, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί την καταστολή απευκταία πρακτική.
Έτσι, όταν οι αναρχοαυτόνομοι έχουν την βία ως σημαία τους και η κυβέρνηση απορρίπτει την καταστολή της, είναι επόμενο αυτοί να αισθάνονται πως είναι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως όλοι αυτοί οι χώροι έχουν κοινή μήτρα, τον μαρξισμό, γι΄αυτό και αυτή η ιδεολογική συγγένεια καθιερώνει ιδιόμορφες σχέσεις στοργής και νουθεσίας, σαν αυτή που αισθάνεται ο πατέρας για το παραστρατημένο παιδί του. Είναι ενδοοικογενειακές διενέξεις.
Νομίζω πως αυτή η πρωτοφανής κατάσταση μπορεί να εξαλειφθεί μόνον με πολιτική αλλαγή. Μόνον αν ανέλθει στην εξουσία μια κυβέρνηση αποφασισμένη και με όλη την δύναμη πυρός της συντεταγμένης Πολιτείας, μέσα σε ένα δίμηνο, εκκαθαρίσει χώρους και συμπεριφορές. Γιατί διάλογος μπορεί να γίνει με άτομα που σέβονται κι αυτά τον διάλογο. Με ανθρώπους που επιζητούν να καταστρέψουν και να διαλύσουν, γιατί αυτό επιτάσσει η ιδεολογία τους, το σύγχρονο Κράτος διαθέτει το δικό του οπλοστάσιο. Μόνον η πολιτική βούληση χρειάζεται για την χρήση του.