Του Σάκη Μουμτζή
Κατά γενική ομολογία το αρνητικό σημείο της διακυβέρνησης Κ. Σημίτη ήταν το γιγάντωμα της διαπλοκής. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η κορύφωση της διαφθοράς.
Τι έγινε κυρίως στην πρώτη τετραετία Σημίτη;
Τρεις επιχειρηματίες, μαζί με τους δορυφόρους τους, πήραν όλα τα μεγάλα έργα σωρεύοντας απίστευτο πλούτο και αλλοιώνοντας τον ανταγωνισμό. Κάποιοι μίλησαν πως η κυβέρνηση Σημίτη απλώς ανέχθηκε αυτό το καθεστώς, άλλοι υποστηρίζουν πως το υπέθαλψε. Το αποτέλεσμα ήταν τα τρία αυτά οικονομικά συγκροτήματα να απαιτήσουν να έχουν λόγο και επί των πολιτικών τεκταινομένων.
Λόγω της οικονομικής ισχύος τους και κυρίως λόγω της διαπλοκής τους με το πολιτικό σύστημα, πέτυχαν αυτό που ήθελαν.
Έγιναν μέτοχοι της πολιτικής εξουσίας. Έκτοτε, και μέχρι την έλευση των μνημονίων, ήλεγχαν αυτά τα οικονομικά συγκροτήματα πλήρως τις πολιτικές εξελίξεις.
Είναι αυταπόδεικτο πως αυτή η κατάσταση οδηγούσε στην αλλοίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς μετατοπιζόταν πολιτική ισχύς από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του Έθνους, στους ολιγάρχες.
Η οικονομική κρίση οδήγησε αυτό το παρακμιακό σύστημα στην πτώση του. Οι περισσότεροι διαπλεκόμενοι ολιγάρχες έχασαν σημαντικό μέρος της οικονομικής ισχύος τους κι έτσι αποσύρθηκαν από το πολιτικό παιχνίδι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να οικοδομήσει την δική του διαπλοκή, αλλά βασίστηκε σε μπατίρηδες και απέτυχε.
Έτσι, σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την χρυσή ευκαιρία να αποκαταστήσει την τάξη στην σχέση της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική ολιγαρχία.
Είναι γνωστό πως μέσα στην κρίση ξεπήδησαν νέα οικονομικά σχήματα που αποπειράθηκαν και συνεχίζουν να αποπειρώνται να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Επαναδιεκδικούν τον χώρο τους στην πολιτική.
Η σύγκρουση των τελευταίων ημερών μεταξύ δύο ολιγαρχών και οι εκατέρωθεν πιέσεις προς την κυβέρνηση, για να την καταστήσουν υποχείριο τους, δίνει μια καλή ευκαιρία στον πρωθυπουργό να «καθαρίσει» μια και καλή την κατάσταση. Να θέσει τέρμα σε ένα καθεστώς που έχει τις ρίζες του στο μακρινό 1996 και συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί και να μας διχάζει μέχρι σήμερα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να δείξει ποιος είναι το «αφεντικό στην πόλη».
Στο κάτω-κάτω αυτόν εξέλεξε ο ελληνικός λαός για να κυβερνήσει την πατρίδα μας και όχι τους ολιγάρχες. Αυτοί στηρίζονται στους οπαδικούς στρατούς που είναι ξεκομμένοι όμως από την κοινωνία.
Ο πρωθυπουργός –με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στον τρισάθλιο χώρο του ποδοσφαίρου—θα πρέπει να αποφασίσει πως: ή θα συγκρουσθεί ή θα συμβιβασθεί.
Στην πρώτη περίπτωση θα έχει μαζί του την συντριπτική πλειοψηφία, όχι απλώς των φιλάθλων, αλλά των Ελλήνων πολιτών. Στην δεύτερη περίπτωση θα εισπράξει τα εύσημα των ολιγαρχών που θα συνεχίσουν να κάνουν τις δουλειές τους as usual.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την φήμη του πολιτικού που δεν ντηλάρει. Δεν διαπραγματεύεται την εξουσία που του δίνει το Σύνταγμα της πατρίδος μας, για να πετύχει την υποστήριξη οικονομικών παραγόντων.
Άλλωστε, είναι γνωστό πως η ισχύς της πολιτικής εξουσίας μπορεί να συντρίψει, ανά πάσα στιγμή, οποιονδήποτε ολιγάρχη.
Ο πρωθυπουργός βρίσκεται μπροστά σε μια πρόκληση στην αρχή της θητείας του και, μετά βεβαιότητος, γνωρίζει πως ο δρόμος του συμβιβασμού δεν έχει επιστροφή.