Ήταν σημαντικά όσα επεσήμανε η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη σε προχθεσινή τηλεοπτική της συνέντευξη. Τη Ντόρα Μπακογιάννη, όπως και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, «Νέστορες» της πολιτικής πλέον και οι δύο, τους ακούμε για να μαθαίνουμε, δεν τίθεται θέμα συμφωνίας ή διαφωνίας μαζί τους.
Σε αυτή τη συνέντευξη λοιπόν, η κυρία Μπακογιάννη εξέφρασε την «αντιδημοφιλή» άποψη ότι σε γενικές γραμμές, ο ΣΥΡΙΖΑ, τους μήνες της πανδημικής κρίσης επέδειξε σοβαρότητα και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, πλην των γνωστών εξαιρέσεων, βέβαια.
Ακόμα κι αν κάποιος δεν αξιολογεί τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως σοβαρή, το στρατηγικά σωστό είναι να την αναγνωρίσει δημοσίως ως τέτοια και για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Πρώτα-πρώτα η εφαρμογή του πολύπλοκου και πολύ δύσκολου σχεδίου διαχείρισης της πανδημίας που τίθεται σε εφαρμογή από την επόμενη Δευτέρα απαιτεί ευρύτατες συναινέσεις και συμμαχίες. Το σχέδιο της πρώτης φάσης πέτυχε επειδή συνεργάστηκε ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία και όλο το πολιτικό σύστημα «έβαλε πλάτη» για να περάσουν τα σωστά μηνύματα.
Στο προχθεσινό του διάγγελμα ο πρωθυπουργός ευχαρίστησε όλους τους πολίτες. Επειδή όμως η δεύτερη φάση είναι και η κατεξοχήν πολιτική, ήρθε η ώρα να ευχαριστήσει τους πολίτες και ως πολιτικά υποκείμενα, κάποια από αυτά διαφορετικής ιδεολογικής απόχρωσης αλλά με τα ίδια συμφέροντα, αντιμέτωπα με τα ίδια υπαρξιακά διακυβεύματα.
Η κυβέρνηση δείχνει να κατανοεί όλα τα παραπάνω. Γι αυτό άλλωστε βάφτισε το σχέδιο σταδιακής άρσης των μέτρων «Γέφυρα Ασφαλείας». Η κατασκευή μιας γέφυρας δηλώνει την επιθυμία επικοινωνίας, προσέγγισης και επαφής.
Ο πρωθυπουργός ας πάρει τη σχετική πρωτοβουλία.
Το δεύτερο σοβαρό επιχείρημα που συνηγορεί στο γιατί ο πρωθυπουργός πρέπει να αναγνωρίσει ως θετική τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο προσγειωμένο.
Όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής των χειρισμών της κυβέρνησης στο κομμάτι του εκλογικού σώματος που τον Ιούλιο του 2019 ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, αυτούς είναι που θέλει να «τρομάξει» ο κ.Τσίπρας, όταν «καταγγέλλει» ότι ο πραγματικός στόχος του πρωθυπουργού είναι να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Το ενδεχόμενο να μην είναι πλέον ο μοναδικός συνομιλητής με το δικό το κοινό είναι πραγματικό και αυτή η προοπτική είναι εφιαλτική για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ.Τσίπρα προσωπικά.
Όλους αυτούς τους πολίτες η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν έχει κανένα λόγο να τους αποξενώσουν. Πρέπει να είναι βέβαια σαφές ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία, είναι αριστεροί ή κεντροαριστεροί και αφού αντιστάθηκαν τον Ιούλιο του 2019 στο σαρωτικό κύμα που ανέδειξε τη Νέα Δημοκρατία αυτοδύναμη, σημαίνει ότι δεν θα ψηφίσουν Δεξιά για κανένα λόγο ακόμα κι αν η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει, για την ώρα, να έχει συγκεντρώσει την πλειοψηφία των κεντρώων.
Η σύγχρονη πολιτική δεν γίνεται με όρους μπακαλικής και στην πολιτική επικοινωνία δεν ενδιαφέρει μόνο το να πείθεις. Προηγείται το να έχεις απέναντί σου πρόθυμους να σε ακούνε, άσχετα αν τελικά συμφωνήσουν ή διαφωνήσουν μαζί σου.
Σημασία έχει να σε ακούνε, λοιπόν. Κι αυτή τη στιγμή ο Μητσοτάκης έχει καταφέρει να ακούνε όλοι όσα θέλει να πει, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν.
Είναι μοναδική η ευκαιρία που έχει να εδραιώσει αυτή την προνομιακή σχέση με τον ελληνικό λαό.
Αν τα καταφέρει και με δεδομένα τα στρατηγικά αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία της πλειοψηφίας των συνεργατών του κ.Τσίπρα να εκπονήσουν καλές στρατηγικές σε βάθος χρόνου (όχι όλοι, έχει και κάποιους καλούς συνεργάτες δίπλα του ο κ.Τσίπρας) τότε η πολιτική ηγεμονία του πρωθυπουργού δεν θα καταγράφεται μόνο στην εικονική πραγματικότητα της πλειοψηφίας του Τύπου που στην παρούσα συγκυρία τον αποθεώνει αλλά θα είναι πραγματική, ουσιαστική και βαθιά.
Η δυνατότητα ενός πολιτικού να συνομιλεί με όλο το λαό, ακόμα και με κάποιους από αυτούς που ούτε τον ψήφισαν ούτε και θα τον ψηφίσουν ποτέ, είναι σπάνια συνθήκη από την οποία βέβαια αναδεικνύονται όσοι τελικά μένουν στην ιστορία.