Το φετινό διάγγελμα του προέδρου Πούτιν τα είχε όλα: υπεράσπιση του ρωσικού τρόπου άσκησης εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας, απόρριψη των αιτιάσεων για τις τύχες του Ναβάλνι και άλλων που μοιράστηκαν, μοιράζονται ή θα μοιραστούν την μοίρα του, επισήμανση των νέων, ιδιαίτερα φιλόδοξων εξοπλιστικών σχεδίων της Ρωσίας, κατηγορίες για τη Δύση ότι συνωμοτεί να δολοφονήσει τον Λουκασένκο στην Λευκορωσία, διαβεβαιώσεις ότι η Ρωσία επιθυμεί την ειρηνική επίλυση όλων των διαφορών αλλά και απειλές για σκληρή απάντηση αν οι απέναντι κλιμακώσουν.
Για να ακριβολογούμε, το φετινό διάγγελμα τα είχε σχεδόν όλα. Διότι οι αναφορές του Ρώσου προέδρου στην Ουκρανία ήταν ελάχιστες. Αλλά το πραγματικά κρίσιμο σημείο της ομιλίας αφορούσε, σε κάθε περίπτωση, και την Ουκρανία.
Δηλώνοντας ότι η Μόσχα θα επιλέξει κατά περίπτωση που βρίσκονται οι κόκκινες γραμμές σε κάθε ζήτημα –μια λογική και αναμενόμενη προσέγγιση– ο πρόεδρος Πούτιν τόνισε ότι εάν κάποιος παρερμηνεύσει τις καλές προθέσεις ως αδυναμία, η απάντηση θα είναι «ασύμμετρη, ταχεία και σκληρή».
Καθώς ο πειρασμός της ευκολίας είναι μεγάλος, κάποιοι ήδη μιλούν για ένα «Νέο Ψυχρό Πόλεμο». Αλλά όπως έγραψα παλιότερα, στη διεθνή πολιτική υπάρχουν όρια στην επανάληψη. Ο Ψυχρός Πόλεμος ως σύστημα είναι αδύνατο να επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο, καθώς ο διπολισμός έχει καταρρεύσει, οι προκλήσεις είναι περισσότερο σύνθετες και πολυεπίπεδες και ο κατακερματισμός των στρατηγικών των επιμέρους δυνάμεων είναι κυρίαρχος.
Δεν πρόκειται για «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» αλλά για μια νέα περίοδο της ιστορικά γνώριμης πολιτικής των δυνάμεων υπό συνθήκες ενός νέου κατακερματισμού των στρατηγικών τους αλλά στο πλαίσιο και με τους περιορισμούς που τίθενται από την ύπαρξη πυρηνικών όπλων στη φαρέτρα εννέα κρατών (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία, Ινδία, Πακιστάν, Βόρεια Κορέα, Ισραήλ) και πιθανότατα, δυνητικά, περισσότερων.
Παράλληλα, υπάρχουν κρίσιμες παράμετροι που ενθαρρύνουν την κοινή δράση ή, τουλάχιστον, προϋποθέτουν κάποιο επίπεδο συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών. Οι προκλήσεις της τρομοκρατίας είναι κοινές, παρόλο που διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου απασχολούν Ανατολή και Δύση. Οι απειλές, γενικότερα, είναι πολλές και δεν προέρχονται μόνο από κρατικούς δρώντες.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εντός ή εκτός ΕΕ -Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία- τείνουν ήδη να αντιμετωπίζουν το νέο περιβάλλον με κατά περίπτωση συνδυασμούς στρατηγικών τόσο εθνικών όσο και συλλογικών (στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, σε à la carte πολυμερή σχήματα). Ενώ η Τουρκία, η οποία προφανώς δυσκολεύεται να ξαναμπεί στη λογική ενός ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, θα επιχειρήσει παρόλα αυτά να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ προσπαθώντας παράλληλα να επιτύχει τη διατήρηση ενός βαθμού αυτονομίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα συνεχίζει τις επιθέσεις εναντίον των Κούρδων μαχητών στη βόρεια Συρία δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι μια κρίσιμη τουρκική προτεραιότητα έχει ήδη επιτευχθεί: τα σχέδια για ένα ανεξάρτητο Δυτικό Κουρδιστάν απέτυχαν ως αποτέλεσμα των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Ως προς την Ρωσία, οι σχετικές επιτυχίες των περασμένων ετών δημιούργησαν μια εν πολλοίς υπερφίαλη αυτοπεποίθηση. Είναι γεγονός ότι η ρωσική επιτυχία με την Κριμαία επί Ομπάμα σήμανε ταυτόχρονα μια γενικότερα επικίνδυνη επιβράβευση της πολιτικής των τετελεσμένων. Με τον Μπάϊντεν, η νέα, σκληρή αντιμετώπιση της Ρωσίας από την Ουάσιγκτον έρχεται να προστεθεί στη συνεχιζόμενη ένταση με την Κίνα. Αλλά οι δυο δυνάμεις της Ασίας συντονίζονται ολοένα περισσότερο γεωπολιτικά, παρότι δεν τις συνδέει κάποια επίσημη αμυντική συμφωνία.
Σε αντίθεση με την οικονομικά και δημογραφικά εξασθενημένη Ρωσία, η Κίνα αποτελεί τον αναδυόμενο γίγαντα της διεθνούς οικονομίας. Βρίσκεται ήδη στη θέση του τρίτου εμπορικού εταίρου των ΗΠΑ ενώ η συνεχιζόμενη οικονομική διείσδυση στην Ασία και την Αφρική αναδεικνύει τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ οικονομικής απογείωσης και γεωπολιτικών αλλαγών.
Ως προς την Κίνα, είναι πιθανό ότι οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο παρανόησαν τις προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν. Η αντίληψη ότι η νέα κυβέρνηση απλώς θα εξαφάνιζε τα τομεακά μέτρα της προηγούμενης εναντίον της κινεζικής υπερπαραγωγής και τις καταγγελίες για το υποτιμημένο γουάν εκπροσωπεί μια απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας στην Ουάσιγκτον.
Η ανάλυση για τη νέα περίοδο μπορεί να σκιαγραφηθεί σε τρία βήματα. Πρώτον, η επάνοδος στη διεθνή σκηνή από τις ΗΠΑ συνδυάζεται με προσπάθειες παροδικής επανισχυροποίησης του δυτικού μπλοκ. Εδώ εντάσσονται οι διαξιφισμοί με Ρωσία και Κίνα αλλά και η νέα έμφαση στα δικαιώματα και το κράτος δικαίου ως κριτήρια αποτίμησης διεθνών δρώντων. Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δίνουν έμφαση εκ νέου σε κάτι που η ΕΕ θεωρούσε προνομιακό πεδίο της που όμως απαξιώνει στην πράξη στις σχέσεις της με την Τουρκία.
Δεύτερον, η περίοδος του ανεκδιήγητου Τραμπ ενθάρρυνε τις πιο τολμηρές τακτικές του Πούτιν, κάτι που σήμαινε πολλά, ερχόμενο μετά από την αποτυχία Ομπάμα στην Κριμαία. Παρότι ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον Ομπάμα», η αλήθεια είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης πολιτικής οδήγησε – για διαφορετικούς λόγους – σε στενές σχέσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ερντογάν. Από τον Ιανουάριο του 2021, η νέα προεδρία επιχειρεί να κερδίσει έδαφος απέναντι στην Ρωσία.
Τέλος, οι αργά εξελισσόμενες δομές στη διεθνή πολιτική οικονομία διαμορφώνουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Κίνα.
Ο Πούτιν φαίνεται να διαβάζει σωστά τη μακροχρόνια διάσταση των αμερικανικών κινήσεων, αλλά οι ανάγκες επιβίωσης του αυταρχικού καθεστώτος σε συνδυασμό με μια τάση υπερτονισμού στοιχείων της παλαιότατης θεωρίας της περικύκλωσης οδηγούν το Κρεμλίνο σε παράτολμους σχεδιασμούς.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν απομακρύνεται από τις πρακτικές της περιόδου Τραμπ τόσο σε επίπεδο δηλώσεων όσο και σε επίπεδο πράξεων, αλλά –όπως είχαμε εξηγήσει από τον Ιανουάριο– η απομάκρυνση είναι (και δεν θα μπορούσε παρά να είναι) επιλεκτική και, κατά συνέπεια, μόνον μερική. Οι τάσεις αμερικανικής απόσυρσης που ξεκίνησαν επί Ομπάμα θα συνεχιστούν αλλά αργά και επιλεκτικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Κρεμλίνο έχει δυο βασικούς στόχους. Να διατηρήσει το ρωσικό σύστημα εξουσίας κατά το δυνατό ανέπαφο και να αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες ισχύος με επωφελή τρόπο στη μακρόχρονη και αργή διαδικασία αμερικανικής απαγκίστρωσης (βλέπε Αφγανιστάν).
Επιμένω, κατά συνέπεια, στις βασικές θέσεις προγενέστερων αναλύσεων μου: τα σχηματικά κλισέ περί του καλού «φιλελεύθερου διεθνισμού» που θα επανακάμψει αντιπαρατιθέμενος με τον κακό «λαϊκιστικό εθνικισμό» είναι άνευ αξίας. Μια πλήρης στροφή στον απομονωτισμό ήταν τότε και παραμένει σήμερα απίθανη: κάθε ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει την κατανόηση της θεμελιώδους σημασίας της παράδοσης του αμερικανικού διεθνισμού.
Αλλά η παράδοση αυτή δεν ταυτίζεται με την ηγεμονικά παρεμβατική εκδοχή της, η οποία έχει από δεκαετίες εισέλθει σε αργή αλλά μη αναστρέψιμη πορεία περιορισμού, ανεξάρτητα από επιμέρους αναδιπλώσεις και επανακάμψεις. Αυτό που μένει και που συνεχώς ανανεώνεται είναι η επίμονη εξωστρέφεια των ΗΠΑ, σε πεδία που αναφέρονται τόσο στην ήπια όσο και στη σκληρή ισχύ.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουμε να προβληματιστούμε και για τα ζητήματα της περιοχής μας. Η σημαντική και απολύτως θετική τάση μερικής επιστροφής στην πολυμέρεια που εκφράζει σε πρώτη φάση η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Αντίθετα, επιβάλλει την προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας που θα αναδυθεί μέσα από το ξεδίπλωμα των μετέπειτα φάσεων.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη