Του Μηνά Αναλυτή*
Σε μια φτωχή και υποανάπτυκτη χώρα, όπως υπήρξε η χώρα μας μετά τα δεινά του εμφυλίου πολέμου, ο πλουτισμός είτε με θεμιτά, είτε με αθέμιτα μέσα αποτελούσε το κίνητρο για την οριστική έξοδο από τη φτώχεια και τις στερήσεις.
Πολλοί εργάστηκαν σκληρά, σε ένα εχθρικό για την ανάληψη κινδύνων περιβάλλον, που δεν ευνοούσε την επιχειρηματικότητα. Κατόρθωσαν όπως πράγματα θαυμαστά και πολλοί εξ αυτών μεγαλούργησαν ο καθένας στον τομέα του. Στερήθηκαν το άμεσο, το εφήμερο. Αποταμίευσαν, επένδυσαν και αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες ξεπερνώντας, με την επιμονή τους, όλα τα εμπόδια της δύσκολης εκείνης εποχής. Είχαν όραμα και σχέδιο. Στόχους και υπομονή, παραμερίζοντας τους περιορισμούς που το κράτος έβαζε προσπαθώντας, με μια σειρά στρεβλωτικών μέτρων και παρεμβάσεων, να «στηρίξει» την ενδογενή οικονομική ανάπτυξη.
Το πατερναλιστικό αυτό μοντέλο ως ένα βαθμό επέτυχε, γιατί και οι υπόλοιπες χώρες λειτουργούσαν ως κλειστές οικονομίες φοβούμενες τον ανταγωνισμό και το ελεύθερο εμπόριο.
Οι δασμολογικοί προστατευτισμοί και οι επιδοτήσεις είχαν επικρατήσει σχεδόν παντού τροφοδοτώντας τη διαδικασία μιας εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία θα οδηγούσε στην οικονομική ανάπτυξη.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκε πλούτος, η χώρα αναπτύχθηκε και η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά, ξεφεύγοντας έτσι από τον ολισθηρό δρόμο της υπανάπτυξης και της γενικευμένης μιζέριας.
Η ένταξή μας στις ευρωπαϊκές κοινότητες και η σταδιακή εξάλειψη των οικονομικών περιορισμών έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη.
Συνοδεύτηκε όμως με τη λατρεία ενός κράτους πανταχού παρόντος και με την ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς.
Σιγά σιγά ο πλουτισμός έγινε συνώνυμος της εκμετάλλευσης από μια αιμοσταγή τάξη κεφαλαιοκρατών, που ζούσε εις βάρος του λαού.
Οξύμωρο είναι το γεγονός ότι την περίοδο αυτή όσοι πλούτισαν ήταν εκείνοι που κατέλαβαν την τεράστια κρατική μηχανή που δημιούργησε η πρωτοσοσιαλιστική διακυβέρνηση, έχοντας ως κεντρικό σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Δηλαδή του δημοσίου υπαλλήλου με δικαιώματα, αλλά χωρίς υποχρεώσεις. Ήταν η ηρωική αυτή εποχή της κατάρρευσης των θεσμών και της ανάδειξης μια στρατιάς απαίδευτων φρουρών, φυλάκων της σοσιαλιστικής ορθοδοξίας που κατέβαλαν το κράτος στο όνομα του κυρίαρχου λαού, καταλύοντας κάθε έννοια αξιοκρατίας.
Ενοχοποιήθηκε ο πλουτισμός, λοιδορήθηκαν οι τολμούντες επιχειρηματίες, που είτε ανέστειλαν τις δραστηριότητές τους είτε το αδηφάγο κράτος τούς καταβρόχθισε με βουλιμία.
Ό,τι ήταν κρατικό ήταν εκ προοιμίου ιερό. Ό,τι ήταν ιδιωτικό, που δημιουργήθηκε από επιχειρηματίες που πλούτισαν χρησιμοποιώντας τις αρετές τους, κυνηγήθηκε ως αμαρτία.
Μια νέα τάξη νεόπλουτων αναδύθηκε, η οποία επιδείκνυε με τρόπο προκλητικό τον πλούτο της, λατρεύοντας και εξυμνώντας το κράτος μπροστά στο οποίο όλοι θα έπρεπε να δηλώσουν τυφλή υποταγή, εάν ήθελαν να αναρριχηθούν, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά.
Έθρεψαν το θηρίο και αυτό ανταποκρίθηκε στην εμπιστοσύνη τους.
Το δούναι και λαβείν σε ένα περιβάλλον κεκαλυμμένης ή ανοικτής παρανομίας έγινε πια καθεστώς, εκτοπίζοντας όσα υγιή κύτταρα της κοινωνίας είχαν παραμείνει ζωντανά.
Ο κρατικός καπιταλισμός της παρέας των ημετέρων ήταν το κυρίαρχο σύστημα που επικράτησε, που αργά ή γρήγορα οδήγησε τη χώρα στην πτώχευση.
Ετσι, το κράτος εξαιτίας του τεράστιου ειδικού βάρους που διαδραμάτιζε, συμπαρέσυρε και την υπόλοιπη οικονομία. Δραματική μείωση του ΑΕΠ, εκτόξευση της ανεργίας, φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού σε άλλες, φιλικές προς την επιβράβευση της αριστείας και της σκληρής προσπάθειας, ευρωπαϊκές χώρες.
Ήταν υψηλό πράγματι το κόστος που η χώρα μας κατέβαλε ώστε να παραμείνει, τόσο στην ευρωπαϊκή ένωση όσο και την ευρωζώνη και αυτό ως άμεσο αποτέλεσμα του χρόνιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και της δημιουργίας ελλειμμάτων.
Η παρούσα διακυβέρνηση σε μικρό χρονικό διάστημα έχει επιτύχει πολλά στον τομέα της οικονομίας. Aποκατέστησε το αίσθημα εμπιστοσύνης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Μπορεί έτσι να προχωρήσει με περισσότερο ταχείς ρυθμούς σε μέτρα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.
Να αποσύρει τις περιττές γραφειοκρατικές ρυθμίσεις από την καθημερινότητα του πολίτη και να περιορίσει δραματικά τις κρατικές παρεμβάσεις στις απόλυτες αναγκαίες προσφέροντας χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία να ανθίσει και πάλι.
Να δώσει κίνητρα στον πολίτη για να δημιουργήσει πλούτο, από τον οποίον θα ωφεληθεί συνολικά η οικονομίας μας.
Να απενοχοποιήσει την απόκτησή του ώστε να σταματήσει πλέον να θεωρείται όνειδος.
Σήμερα είναι επίκαιρη, όσο ποτέ άλλοτε, η εμβληματική προτροπή του εξέχοντος γάλλου πολιτικού, François Pierre Guillaume Guizot (1787-1874), προς τους συμπολίτες του το 1840: Enrichissez-vous (πλουτίστε).
Δύσκολο πράγματι, αλλά όχι ακατόρθωτο το έργο που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να υπηρετήσει με συνέπεια.
Ο πλουτισμός δεν είναι ντροπή. Είναι το απαραίτητο συστατικό για μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
* Ο Μηνάς Αναλυτής είναι οικονομολόγος Ph.D., Πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλίας.