Του Γιώργου Μπιλλίνη
Από την εποχή του πρώτου μνημονίου ακόμη, κομβική αναληφθείσα υποχρέωση της ελληνικής πλευράς υπήρξε η επιχείρηση μείωσης του κράτους και του συνακόλουθου κόστους συντήρησης του με όλους τους δυνατούς τρόπους. Με αποχώρηση του δημοσίου από το επιχειρείν, με ιδιωτικοποίησεις φορέων δημοσίου ενδιαφέροντος, με κλείσιμο άλλων αχρήστων, με ελάττωση των δομών του στενού κράτους, με σημαντική ελάφρυνση προσωπικού, με απλούστευση διαδικασιών, με μισθολογικές περικοπές των απασχολουμένων σε αυτό. Ο βασικός όμως στόχος του σχεδιασμού ήταν στο πυρήνα του και παρέμεινε δημοσιονομικός.
Όλο το διαρρεύσαν έκτοτε διάστημα γίναμε μάρτυρες μιας απροκάλυπτης διελκυστίνδας μεταξύ του συνόλου του εγχώριου πολιτικού συστήματος και των τεχνοκρατών εκπροσώπων των δανειστών. Οι μέν πρώτοι αντιδρούν σθεναρά και κωλυσιεργούν απελπιστικά σε οιαδήποτε απόπειρα περιορισμού του κράτους, θέτουν συνεχώς προσκόμματα και κόκκινες γραμμές στο θέμα της απομάκρυνσης προσωπικού από στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, αντιπροτείνοντας και εφαρμόζοντας οριζόντιες περικοπές αποδοχών, αλλά πρωτίστως επιβολή νέων και υψηλότερων φορολογιών. Αδυνατούν δε να αποχωριστούν ακόμη και ΕΝΑΝ φορέα, που αργομισθεί, ή το στρατό δεκάδων χιλιάδων επιόρκων πελατών τους, που αποδεδειγμένα λειτουργούν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Και μονίμως επιλέγουν να επιρρίπτουν το μεγαλύτερο βάρος της προσαρμογής στο σκέλος της άντλησης πρόσθετων φορολογικών εσόδων σε σχέση με τις περικοπές δαπανών.
Οι δε δεύτεροι κάθε φορά αποδέχονται τη πρόσκαιρη δημοσιονομική ωφέλεια και ελαχιστοποιούν τη πίεση τους για πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων από τις ελληνικές κυβερνήσεις, παρέχοντας τους μια ιδιόμορφη ασπίδα προστασίας από τις συνέπειες του πολιτικού κόστους. Αποκορύφωμα η υπερβολικά ανεκτική στάση των δανειστών προς την κυβέρνηση τσίπρα. Μάλιστα τα τελευταία δύο χρόνια η μνημονιακή σχέση νεοπροσλαμβανόμενων-αποχωρούντων έχει διαταραχθεί υπέρ των προσλήψεων. Η δε σχετική δαπάνη από τα χαμηλά του 2015 έχει αυξηθεί κατά ένα δισ. ευρώ. Το 2017 εκτός από νέες προσλήψεις είχαμε για πρώτη φορά και χορήγηση αυξήσεων στους ΔΥ. Και … συνεχίζουμε.
Το αποτέλεσμα οκτώ χρόνια μετά είναι περιορισμένης και αμφίβολης αποδοτικότητας. Υπάρχει μεν μια σημαντική δημοσιονομική ωφέλεια, αλλά οι δομές του δημοσίου παραμένουν ανέγγιχτες. Όπως ανέγγιχτες παραμένουν η νοοτροπία και η αντίληψη που το διέπουν. Στο δημόσιο δεν έγινε καμία μεταρρύθμιση. Οι όποιες παρεμβάσεις στο κράτος αφέθηκαν για μετά το τέλος του προγράμματος. Άμεση συνέπεια του κανακέματος των θρεφαριών του δημοσίου είναι και η άρνηση τους να … αξιολογούνται. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν γιγαντωμένους κρατικούς τομείς. Προσφέρουν όμως υψηλή ανταποδοτικότητα υπηρεσιών. Και επιπλέον εκεί το δημόσιο λειτουργεί υποστηρικτικά προς τον ιδιωτικό τομέα. Δεν τον αντιμετωπίζει ως αντίπαλο, εχθρικά, με μοναδικό στόχο να παρεμποδίζει τις δραστηριότητες του.
Για να αχνοφανεί η παραμικρή υποψία ελπίδας αναστροφής της πτωτικής πορείας της οικονομίας και ανάκαμψης, πρέπει να γίνει καθολικά αποδεκτό από το πολιτικό προσωπικό και την κοινωνία και να υιοθετηθεί ένα νέο μοντέλο, παραγωγικό, διακλαδικά στοχευμένο και εξωστρεφές, με βάση το οποίο θα επιχειρηθεί να θεραπευτούν τρείς παθογένειες ταυτοχρόνως. Το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, οι εξαγωγικές της επιδόσεις και η μόνιμη εξισορρόπηση του εμπορικού ελλείμματος, καθώς και η αντιμετώπιση της ανεργίας με τη δημιουργία μαζικά νέων θέσεων εργασίας. Βασική προϋπόθεση γι αυτό είναι η μεταφορά πόρων (ανθρώπινων και υλικών) από το παρασιτικό δημόσιο, δηλαδή από τους τομείς μη εμπορεύσιμων αγαθών, σε εκείνους των εμπορεύσιμων. Ικανή λοιπόν και αναγκαία συνθήκη για την οικονομική ανάκαμψη είναι η δραματική μείωση του δημοσίου τομέα, η συμμετοχή του οποίου στο ΑΕΠ της χώρας υπερβαίνει το 50%. Για να καταστεί υλοποιήσιμη μια τέτοια προϋπόθεση, το κράτος επιβάλλεται να υποστεί ταυτοχρόνως και σωρευτικά σημαντικά «πλήγματα»:
1. Να αποψιλωθεί δραστικά με σημαντικού εύρους απολύσεις προσωπικού (με κατάργηση δομών και φορέων, αφού οι Συνταγματικές επιταγές δεν επιτρέπουν αλλιώς).
2. Να περικοπούν αρκετά κάτω από τα σημερινά επίπεδα οι απολαβές των εργαζομένων του, που θα παραμείνουν. Ιδιαίτερα εκείνων του ευρύτερου δημοσίου, που αποτελούν «ανεξάρτητες νησίδες» συνεχούς και ανεξέλεγκτης κατασπατάλησης δημοσίων πόρων. Και να εξισωθούν, αν όχι να υπολειφθούν, με τις απολαβές των συναδέλφων τους του ιδιωτικού τομέα.
3. Να περιοριστούν δραστικά οι πρόνοιες για ανεξέλεγκτες συνδικαλιστικές «ελευθερίες» (βλέπε ασυδοσίες) του Ν. 1264/82 στο μέρος τους που αφορά στα συνδικάτα του στενού (ΑΔΕΔΥ) και ευρύτερου (μονοπωλιακού) δημόσιου τομέα (ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, συγκοινωνίες, ΟΤΑ, κλπ).
Για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας είναι ζωτικής σημασίας να επισυμβούν και τα τρία παραπάνω προαπαιτούμενα.
Το πρώτο θα καταρρίψει οριστικά τη σιγουριά της μονιμότητας, την αφασία και την μακαριότητα και θα ενεργοποιήσει το προσωπικό να συνειδητοποιήσει ότι τίποτε δεν είναι εξασφαλισμένο στη ζωή και ότι η αμοιβή είναι αποτέλεσμα καταβολής προσπάθειας και όχι μιας απλής εφάπαξ πελατειακής συναλλαγής. Ακόμη θα συνδράμει στη προσπάθεια μεταφοράς εργατικού δυναμικού και πόρων από τον παρασιτικό στον εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας. Στοιχείο απολύτως απαραίτητο για να υπηρετηθεί το νέο μοντέλο.
Το δεύτερο θα συμβάλλει αποφασιστικά στην ελάττωση των κρατικών δαπανών, θα συνεισφέρει στη δημοσιονομική προσαρμογή και την παραγωγή πλεονασμάτων και θα επιτρέψει την σημαντική μείωση των φόρων. Πρωτίστως όμως θα καταστήσει σταδιακά το κράτος ΜΗ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟ εργοδότη. Αυτή θα είναι μια συνέπεια απείρως χρησιμότερη από τη δημοσιονομική ωφέλεια, αφού θα εξαλείψει οριστικά τον πελατειασμό. Διότι, αφού οι προσοδοθηρικές προσδοκίες θα ατονήσουν, θα μηδενιστούν οι πιέσεις προς τους πολιτικούς για διορισμούς. Αφ' ετέρου θα αχρηστευτούν ως μη δελεαστικές αντίστοιχες προσφορές των πολιτικών προς τους υποψηφίους πελάτες.
Το τρίτο θα εξυγιάνει και θα ομαλοποιήσει τη σχέση κράτους και πολιτών. Είναι απαράδεκτο το φαινόμενο η ίδια η κοινωνία ως έμμεσος εργοδότης να εκχωρεί δια των εκπροσώπων της πολιτικών εκουσίως στις συνδικαλιστικές μαφίες το όπλο με το οποίο την εκβιάζουν. Είναι αδιανόητο να επιτρέπεται να απεργούν οι εργαζόμενοι του κράτους και των κρατικών μονοπωλίων. Διότι η σχέση παρόχου-λήπτη είναι απολύτως ανισοβαρής σε βάρος των ληπτών πολιτών. Είναι απαράδεκτο σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς οι κρατιστές πολιτικοί να απαγορεύουν στον δύσμοιρο πολίτη να επιλέξει μεταξύ πολλών ανταγωνιζόμενων παρόχων τον ποιοτικότερο και φθηνότερο. Να τον καταδικάζουν στην υποχρεωτική λήψη των κακής ποιότητας και πανάκριβων υπηρεσιών των κλαδικών κρατικών μονοπωλίων. Και επί πλέον να τον υποχρεώνουν να δέχεται κάθε τόσο τον εκ του ασφαλούς εκβιασμό του για εκχώρηση ακόμη μεγαλύτερων προνομίων στα αρπακτικά του «διαμαρτυρόμενου» συνδικάτου του εκάστοτε κρατικού μονοπωλίου.