Του Δημήτρη Δημητράκου
Τέτοιες θεωρίες κατακτούν μεγάλο μέρος του κοινού με την απλότητα και την αφηγηματική τους δύναμη. Επιπλέον προσφέρουν «βεβαιότητες», εκεί που επικρατεί αβεβαιότητα και ο οι αποδέκτες τους αισθάνονται την ανάγκη να έχουν μια ατράνταχτη πεποίθηση. Δεν μπορούν να τις ανταγωνιστούν οι αναλυτικές προσεγγίσεις σύνθετων προβλημάτων, οι οποίες απαιτούν προσεκτική μελέτη, αξιολόγηση της πληροφόρησης και έλεγχο των επιχειρημάτων.
Η αιτία για την οποία οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται αποδεκτές από μεγάλο μέρος του κοινού οφείλεται σε ένα περίεργο μίγμα ευπιστίας και καχυποψίας που χαρακτηρίζει τις αντιλήψεις πολλών ανθρώπων: ευπιστία με την οποία δέχονται μια ευφάνταστη παρουσίαση-εξήγηση ενός φαινομένου και καχυποψία μπροστά στις «επίσημες» ερμηνείες του από εκπροσώπους του «κατεστημένου» - τους ιθύνοντες στην πολιτική και την οικονομική ζωή, τις ελίτ, τους ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους κ.λπ. Πιστεύουν στις θεωρίες αυτές άνθρωποι που αισθάνονται ότι είναι στο περιθώριο. Πείθονται εύκολα ότι δεν βρίσκουν «τη θέση τους» στον κόσμο επειδή ορισμένες κρυμμένες δυνάμεις κινούν αόρατα νήματα.
Μια θεωρία συνωμοσίας προσφέρει μια ευκολονόητη εξήγηση. Οι υποστηρικτές της θα ισχυριστούν ότι δεν προωθείται από τα κέντρα εξουσίας, ακριβώς διότι έχουν κάτι σημαντικό να κρύψουν. Μια τέτοια θεωρία, αντίθετα από άλλες, παρέχει και την εξήγηση της προσπάθειας απόκρυψής της από τις ίδιες δυνάμεις που η ίδια καταγγέλλει!
Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι απαραίτητα χωρίς βάση. Συνωμοσίες, μυστικές ενέργειες, συμπαιγνίες, υπάρχουν στην κοινωνική ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι πάντα πετυχαίνουν τον σκοπό τους ή ότι αυτός που τις αξιοποιεί για να δώσει μια εξήγηση σε ένα γεγονός έχει κάποια προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες που προέρχονται από πηγές οι οποίες είναι απόλυτα αξιόπιστες και συγχρόνως απόρρητες.
Ο πειρασμός της συνωμοσιολογίας είναι μεγάλος, ιδίως σε περιόδους γενικότερης έλλειψης εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους του κοινού προς τους θεσμούς και γενικότερα στους ιθύνοντες. Συνδέεται, όμως, και με μια σχεδόν φυσική ροπή του ανθρώπινου νου να εξηγεί την αιτία ενός φαινομένου ως συνέπεια μιας εμπρόθετης ενέργειας κάποιου ατομικού ή ομαδικού φορέα δράσης. Αν η αιτία του δεν είναι άμεσα αντιληπτή, θεωρείται ότι είναι κρυμμένη επίτηδες. Η ευφάνταστη εξήγηση που παρέχεται με βάση μια σχεδιασμένη και μυστική ενέργεια, υιοθετείται εύκολα από εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται τη λειτουργία των απρόθετων -και όχι εμπρόθετων- συνεπειών πλήθους εμπρόθετων ατομικών αποφάσεων και ενεργειών. Δεν γίνεται αντιληπτό ότι πολλές ξεχωριστές ατομικές αποφάσεις παράγουν αθροιστικά ένα αποτέλεσμα που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την αρχική πρόθεση κάθε ατόμου. Κατά συνέπεια, υιοθετείται εύκολα το συνωμοσιολογικό αφήγημα. Ένα δυσάρεστο γεγονός, που επηρεάζει τη ζωή πολλών ανθρώπων, όπως για παράδειγμα η οικονομική κρίση, θεωρείται ότι είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής απόφασης από ορισμένα ανεξέλεγκτα κέντρα εξουσίας, ότι δημιουργήθηκε «τεχνητά» από τους ισχυρούς, από το «σύστημα» και ότι προωθήθηκε από τα «συστημικά» όργανα.
Αυτό που φέρνει σε αμηχανία κάθε συνωμοσιολόγο είναι η εμφανής αντινομία ανάμεσα στην ικανότητα την οποία αποδίδει στους «ισχυρούς» να εξασφαλίσουν τη μυστικότητα του σχεδίου τους, και τη δική του πρόσβαση σ' αυτό. Σε περίπτωση τωόντι ύπαρξης τέτοιου σχεδίου, ο τελευταίος που θα ήταν σε θέση να το γνωρίζει είναι ο συνωμοσιολόγος που το διαδίδει!
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 8 Νοεμβρίου