Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ένα από τα πιο γνωστά διηγήματα του Μπόρχες είναι το «Ρόδο του Παράκελσου». Μικρό, κάτι παραπάνω από χίλιες λέξεις όλες κι όλες, συνιστά μία αναγνωστική εμπειρία τέτοια που δεν μπορείς εύκολα να την ξεπεράσεις εάν τύχει και το πρωτοδιαβάσεις πριν τελειώσεις τη βασική εκπαίδευση: τότε δηλαδή που η ανακάλυψη της λογοτεχνίας είναι για σένα εξίσου σημαντική με την ανακάλυψη του σώματός σου ή με τις διαρκείς προσκλήσεις του κόσμου να τον αλλάξεις. Αυτό ισχύει βέβαια για όλο το πεζογραφικό έργο του Αργεντινού. Όσο πιο μεγάλος το διαβάζεις, τόσο πιο λίγο μπορεί να σε αγγίξει: η μοντερνιστική του νεανικότητα δύσκολα περνά από τους πόρους σου όταν ωριμάζεις αναγνωστικά.
Εν πάση περιπτώσει, για όσους δεν το θυμούνται καλά, κάνω εδώ μία μικρή περίληψη:
Ο διαβόητος αλχημιστής, κουρασμένος, αποκαμωμένος και μόνος στο υπόγειο εργαστήριό του, προσεύχεται και ζητά από τον Θεό έναν μαθητή. Το βράδυ αργά, χτυπά η πόρτα και μπαίνει ένας άγνωστος στο σπίτι. Του λέει ακριβώς αυτό που ζητούσε: «Θέλω να γίνω μαθητής σου. Σού έφερα ό,τι έχω και δεν έχω». Με τα λόγια αυτά, ανοίγει ένα πουγκί και φανερώνει ένα σωρό χρυσά φλουριά. Στο άλλο του χέρι, κρατά ένα τριαντάφυλλο. «Θέλω να μου διδάξεις την Τέχνη», του λέει. «Θέλω να περπατήσω μαζί σου την οδό που οδηγεί στη Φιλοσοφική Λίθο. Ωστόσο», συνεχίζει, «θέλω πρώτα να μου αποδείξεις πως πράγματι είσαι αυτό που διατείνεσαι ότι είσαι». Και έτσι τού ζητά να κάψει στη φωτιά εκείνο το άνθος και, με την τέχνη του, να το κάνει να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ο Παράκελσος αρνείται. Λέει πως δεν μπορεί να καταστρέψει το λουλούδι, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει οτιδήποτε. Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας θνητός είναι να αγνοεί πως βρίσκεται ακόμη στον Παράδεισο. Τίποτε από όσα δημιούργησε ο Θεός χάρη στον Λόγο δεν χάνεται, ισχυρίζεται, ούτε χαλά. Κι αν κάτι φανεί ότι χαλά, ή ακόμη ότι καίγεται και γίνεται στάχτη, τότε πάλι ο Λόγος μπορεί να το «αναστήσει», δείχνοντάς το ξανά με την πραγματική, την άφθαρτή του μορφή.
Ο άγνωστος φυσικά δεν πείθεται από τις γενικολογίες, επιμένει και, σε μια στιγμή παραφοράς, πετά το ρόδο στη φωτιά: εκείνο κουρελιάζεται αυτοστιγμεί και γίνεται στάχτη. Ο Παράκελσος σκύβει το κεφάλι, και ο νεαρός ζεματίζεται που αυτός, ένα τίποτα, ξεσκέπασε τον μάγο, ενώ το μόνο που όφειλε να κάνει ήταν, σκέφτεται, να επιδεικνύει πίστη. Πλημμυρισμένος οίκτο, φεύγει για πάντα και χάνεται μέσα στη νύχτα. Και ο Παράκελσος έμεινε ξανά μόνος. Πριν όμως κάτσει πάλι στην παλιά του καρέκλα, πήρε τη στάχτη από τη φωτιά στη χούφτα του, ψιθύρισε μια λέξη, και το ρόδο, λέει, φάνηκε πάλι, σε όλη την ταπεινή του μεγαλοπρέπεια.
Ωραίο, ε; Πολύ ωραιότερο, βέβαια, είναι αν το διαβάσεις ολόκληρο. Και τέλειο, πραγματικά τέλειο, σου φαίνεται αν το διαβάσεις νέος, κάπου στα δεκαπέντε με δεκάξι. Εκεί, μπορεί να σε διαμορφώσει σαν αναγνώστη. Κι ας το ξεπεράσεις εύκολα κάποια στιγμή. Δεν πειράζει: έπαιξε τον ρόλο του, τον ρόλο για τον οποίο εξαρχής γράφτηκε.
Κάπως έτσι φαίνεται να είναι τα πράγματα και με την Αριστερά. Ή μάλλον, με τους αριστερούς. Η αγάπη σου για αυτό το μεγάλο ιδανικό, την αυταξία που σημαίνει και είναι η Αριστερά, ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία, τότε που ο κόσμος είναι ακόμη νέος, και —όπως είπαμε— σε φωνάζει να τον αλλάξεις, να τον διαμορφώσεις. Τότε που είσαι σίγουρος ότι δεν γεννήθηκες (ειδικά εσύ) τυχαία σε τούτη δω τη γη. Αλλά ότι γεννήθηκες για να κάνεις επανάσταση. Αυτή μάλιστα η τόσο ηχηρή, πίσω από τα αυτιά σου, πρόσκληση, ίσως και προσταγή, δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, όπως τα επίσης ριζοσπαστικά και οραματικά λόγια του Θεού δεν άφηναν σε ησυχία την Ιωάννα της Λωραίνης. Πρέπει να σώσεις τον κόσμο, πρέπει να ενώσεις τους λαούς, πρέπει να γεμίσεις παρήγορο χαμογέλιο την πλάση. Έναν κόσμο όπου όλοι θα είναι ευτυχείς και ίσοι εξίσου, ομοιόμορφοι και ακμαίοι, έναν κόσμο με ωραία λιβάδια και ηλεκτρισμό σε κάθε χωριουδάκι. Και βέβαια έναν κόσμο χωρίς πλούσιους και τρανούς: πλούσιος και τρανός θα είναι μόνο ο Λαός μέσα στη λιβαδίσια Του δόξα.
Και έπειτα περνούν τα χρόνια. Παίρνεις το απολυτήριό σου, μπαίνεις σε μία σχολή, αύριο-μεθαύριο μαθαίνεις για τον ολοκληρωτισμό και την απολυταρχία, για τα φονικά και τους εξανδραποδισμούς, για τα στρατόπεδα, τους λιμούς και τα δάση των κρυφών τάφων. Και κρυώνεις. Και πιο μετά μαθαίνεις —από κοντά βέβαια αυτό— για την πιο εκλεπτυσμένη μορφή του θεϊκού-ανθρώπινου πειράματος, για τον αναδιανομή, για τη φορολόγηση του κεφαλαίου ώστε να χρηματοδοτείται το κοινωνικό κράτος, για έναν καλύτερο τρόπο, έναν καλύτερο δρόμο, μία άλλη οδό για τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, και συγκινείσαι, συγκινείσαι πάντα και διαρκώς, και καμιά φορά εξακολουθείς να συγκινείσαι ακόμη και όταν όλο αυτό τελειώνει με πάταγο, και με αποτελέσματα συχνά αντίθετα από ό,τι περίμενες — τι κρίμα όμως, λες. Και τέλος μαθαίνεις για τις καινούργιες όμορφες μάζες των ανθρώπων, που βγαίνουν στους δρόμους και γεμίζουν τις πλατείες, και φωνάζουν και ενώνονται και φιλιούνται έξαλλα στο στόμα και ομονοούν, γιατί βέβαια ένας άλλος κόσμος είναι πάντα εφικτός, και ένα ρόδο δεν μπορεί να καταστραφεί, δεν γίνεται να καεί, και θα 'ναι πάντα εκεί, εκεί, φλογερό και κόκκινο, άλικο και δροσερό, σαν γάργαρη φωτιά που θα σκορπίσει τα σκοτάδια της αμάθειας και θα γκρεμίσει τα κάστρα του βρομερού πλούτου και των πολιτικών και των τραπεζιτών και όλων, όλων…
Πάντα στο μυαλό αυτών των καλών ανθρώπων, των γεννημένων για την επανάσταση, θα είναι η αναγέννηση εκείνου του ρόδου μέσα από τις στάχτες του. Εκείνος ο τριανταφυλλένιος φοίνικας. Το πουλί. Ποτέ δεν θα φταίει η εγγενής φωτιά, οι συγγενείς ιδιότητες, η φύση του διανοητικού αυτού συστήματος. Ποτέ δεν θα φταίει όλο το κακό. Θα φταίνε μόνο τα κατά λάθος επιλεγμένα από την Ιστορία υποκείμενα που δεν ήξεραν ή δεν θέλησαν να την εφαρμόσουν σωστά. Η Αριστερά θα παραμένει πάντα πάνω από τα ανθρώπινα: θα είναι μεταφυσική, ιδεατή — και εξ αυτού άπιαστη. Σαν το ρόδο.
Το ρόδο του Παράκελσου.
ΥΓ. Ξέρω καλά πως όσα λέγονται περί σοσιαλδημοκρατικοποίησης του συγκυβερνώντος με την Ακροδεξιά κόμματος είναι προφάσεις εν αμαρτίαις, φούμο και φενάκη: φερετζές. Όλα γίνονται για την απίσχναση του Κινήματος Αλλαγής και μόνο, με τελικό στόχο νέες εκλογές με απλή αναλογική, αυτού του τέρατος, του γεννήτορα τραγελάφων, μέσω της αδυναμίας ψήφισης Προέδρου της Δημοκρατίας από τον προοδευτικό χώρο (προοδευτικός χώρος είναι οι φιλελεύθεροι, οι κεντροδεξιοί, οι σοσιαλδημοκράτες: το Κέντρο — και, ναι: προοδευτικός χώρος είναι και οι Συντηρητικοί), με απώτερο όραμα το χάος. Αλλά ήθελα να μιλήσω για τον Μπόρχες. Ούτε εγώ τον έχω απολύτως ξεπεράσει, βλέπεις.