Του Δημήτρη Χριστοδουλάκη*
Κάποτε ο Παναθηναϊκός είχε αγοράσει ένα Ρουμάνο επιθετικό. τον Ντάνουτ Λούπου που υπέγραψε το 1989 ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ρουμανικού ποδοσφαίρου και αγωνιζόταν ως επιτελικός μέσος.
Μεγάλο παλτό ο Λούπου. Τον έβλεπες στο ζέσταμα πριν τον αγώνα και νόμιζες πως θα φάει το γήπεδο. Γινόταν η πρώτη σέντρα και έλεγες πως βλέπεις τον λευκό Πελέ. Ως εκ θαύματος ωστόσο, μέσα στο πρώτο σαραντάλεπτο το παιδί πάθαινε μία αμπαλίαση που δεν περιγράφεται. Σαν να έκαιγε φλάντζες ένα πράγμα. Οι επόπτες γραμμών έτρεχαν περισσότερο από τον Λούπου στο γήπεδο. Ακόμα και ο τέταρτος διαιτητής ίδρωνε περισσότερο τη φανέλα από τον «παιχταρά».
Όποτε βλέπω τον Πάνο Καμένο, θυμάμαι τον Λούπου. Ο συσχετισμός έχει να κάνει με την απογοήτευση που ακολουθεί κάθε ανένδοτος αγώνας που εξαπολύει στους εκάστοτε εχθρούς του. Τόσο ο Λούπου, όσο και ο Καμμένος, είναι παίκτες πρώτου ημιχρόνου. Ξεκινούν δυναμικά, παίζουν ένα καλό ημίχρονο και στο δεύτερο μέρος, βγαίνουν στο γήπεδο με κατεβασμένα τα χέρια. Αδιάφοροι για το αποτέλεσμα. Αδιάφοροι για τους οπαδούς που πίστεψαν σε αυτούς και προσμένουν σε δυναμική συνέχεια.
Οι απογοητεύσεις ξεκίνησαν με το περίφημο βιβλίο «Τρομοκρατία. Θεωρία και πράξη», που είχε γράψει ο Καμμένος το μακρινό 1992 και συνέδεε τη 17Ν με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και του Κώστα Λαλιώτη. Το λάτρεψα αυτό το βιβλίο. Τελικά αποδείχτηκε ότι σήμερα το θυμούνται ελάχιστοι και δυστυχώς κανείς από αυτούς δεν απαντά στο όνομα Πάνος Καμμένος.
Λίγα χρόνια μετά μαθαίνω για πολύμηνες έρευνες του Καμμένου στα αρχεία της μυστικής αστυνομίας της ανατολικής Γερμανίας ΣΤΑΖΙ, που έβγαλαν λαυράκι. Τις αποκαλύψεις ακολούθησε μία ποινική δίωξη για έξι κακουργήματα κατά του επιχειρηματία κ. Σωκράτη Κόκκαλη, την οποία άσκησε τον Φεβρουάριο του 2002, ο τότε εισαγγελέας Πρωτοδικών κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος, (ναι ο σημερινός αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης). Η πρώτη από τις κατηγορίες, αφορούσε κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδας.
Αυτό ήταν. Ο Καμμένος είχε μπει για άλλη μία φορά δυνατά στο παιχνίδι και τόλμησε να τα βάλει με κραταιούς παίχτες που άλλοι δεν τολμούσαν ούτε να αγγίξουν. Τέσσερα χρόνια μετά, διάβασα πως οι κατηγορίες αποδείχτηκαν ψευδείς και ανυπόστατες και έπαψε οριστικά η εις βάρος του Κόκκαλη ποινική δίωξη. Οι «έρευνες» του Καμμένου στα αρχεία της ΣΤΑΖΙ, αποδείχθηκαν μούφα.
Ως δεξιός και Παναθηναϊκός, είχα πάντοτε ένα λόγο να γοητεύομαι από τα λόγια του Καμμένου. Μία με τον Κόκκαλη, μία με την οικογένεια Παπανδρέου, πάντα με κέρδιζε ο τρόπος που έμπαινε δυναμικά στο παιχνίδι.
Έτσι και όταν το 2012 τα έβαλε με τον Ανδρίκο Παπανδρέου, δεν κρύβω πως τον χάρηκα. Ειδικά όταν τον είδα να λέει έξω από τα δικαστήρια πως «Για ακόμη μια φορά το μέλος της οικογένειας, που φέρεται ως συμμορία, ο κ. Αντρίκος Παπανδρέου δεν προσήλθε στο δικαστήριο, δεν προσήλθε ενώπιον της Δικαιοσύνης… Είτε τους αρέσει, είτε δεν τους αρέσει θα έρθουν ενώπιον της δικαιοσύνης, θα έρθουν ενώπιον της ποινικής και αστικής δικαιοσύνης αλλά θα έρθουν και ενώπιον της λαϊκής δικαιοσύνης, δεν θα ξεφύγει κανείς τους».
Για έναν που ακούει το όνομα Ανδρέας και βγάζει σπυριά, δεν είναι και λίγο να βλέπει έναν αρχηγό κόμματος να λέει χωρίς φόβο και πάθος τα παραπάνω. Ένα χρόνο μετά μαθαίνω πως τελικά, όταν ο ίδιος προσήλθε στο δικαστήριο, ισχυρίστηκε πως «Ποτέ δεν υπήρξε διάθεση, πρόθεση καταφρονήσεως, περιφρονήσεως του προσώπου του Αντρίκου Παπανδρέου».
Άλλο ένα δεύτερο ημίχρονο με κατεβασμένα τα χέρια και τα μάτια νυσταγμένα και βαριά…
Το σκοτσέζικο ντουζ με τον Καμμένο όμως δεν σταμάτησε εκεί. Τον Σεπτέμβριο του 2013, στα πλαίσια της ομιλίας του στην 78η ΔΕΘ, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ προέτρεψε τους κατοίκους της Χαλκιδικής να «λιντσάρουν» τον τότε δήμαρχο Αριστοτέλη Χρήστο Πάχτα. Τον Πάχτα εγώ τον είχα άχτι από το 2004 λόγω της εμπλοκής του σε τροπολογία σε αναπτυξιακό νομοσχέδιο που επέτρεπε στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Πόρτο Καρράς να κατασκευάσει τουριστικές εγκαταστάσεις σε παρακείμενη δασική έκταση. Ήταν ο καιρός των παχιών αγελάδων και δεν καταλάβαινα ακόμα την σημασία των τουριστικών ή κάθε άλλου είδους νόμιμων επενδύσεων στη χώρα μας. Τώρα που είναι αργά, ξέρω.
Όταν ξέσπασε σάλος και εγώ είπα τώρα θα τον αδειάσει τον Πάχτα ο Καμμένος, εκείνος είπε ότι ήταν ιδιωτική συζήτηση και στη πραγματικότητα προέτρεψε τους κατοίκους της Χαλκιδικής να λιντσάρουν τον Πάχτα μόνο «πολιτικά»...
Άλλο ένα ξενέρωμα στο δεύτερο ημίχρονο…
Απτόητος ωστόσο ο Καμμένος, συνέχισε την παλιά του τέχνη, μοιράζοντας απογοητεύσεις. Σε διαμάχη του με τον εκδότη των «Παραπολιτικών» Γιάννη Κουρτάκη, τον Σεπτέμβριο του 2015, ανέφερε ότι «Συνεχίζει την επίθεση ο εκδότης Κουρτάκης, ακόμη την ώρα των εκλογών, μήπως γλυτώσει από την δικαιοσύνη, τσάμπα οι σαμπάνιες των 60.000 ευρώ noor 1». Για τους Παναθηναϊκούς, το όνομα Κουρτάκης, παραπέμπει στον επιστήθιο φίλο του και σημερινό ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού Βαγγέλη Μαρινάκη. Κλοτσιά στον Κουρτάκη, συνεπάγεται χαστούκι στον Μαρινάκη και μικρή δόση ικανοποίησης στους Παναθηναϊκούς για τα χαμένα πρωταθλήματα.
Τελικά με τη βούλα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, καταδικάστηκε για την αναφορά που έκανε, εναντίον του εκδότη των «Παραπολιτικών» Γιάννη Κουρτάκη. Άλλο ένα ανύπαρκτο δεύτερο ημίχρονο.
Το περασμένο Φθινόπωρο, εισέπραξα την τελευταία ελπίζω απογοήτευση από τον Πάνο Καμμένο. Αφορούσε την πρόσφατη υπόθεση με το αίτημα για την άρση της ασυλίας του ιδίου και την συναίνεση στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής που ζήτησε η ΝΔ. Δεν έχει μεγάλη σημασία ο λόγος που ζήτησε την άρση της ασυλίας του Καμμένου η Ν.Δ. Μπορεί να έγινε για πολιτικούς λόγους ή για λόγους εντυπωσιασμού. Εκείνο που εμένα με συγκλόνισε ήταν η φράση του Καμμένου που αντικρίζοντας τους κατηγόρους του είπε «Εδώ είμαι. Βαράτε με».
Βαριά φράση και λέγεται από αυθεντικούς άντρες με τσαγανό.
Τον χάρηκα με όλη μου την καρδιά. Μπορεί να διαφωνώ μαζί του πολιτικά αλλά με αυτή του τη φράση έσβησε με μιας όλες τις παλιότερες απογοητεύσεις.
Τελικά στο «δεύτερο ημίχρονο» της συζήτησης, αντί να προτρέψει όλους τους βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ της άρσης της ασυλίας του και να του δοθεί η δυνατότητα να αποδείξει την αθωότητα του στα σχετικά δικαστήρια, προτίμησε να κρυφτεί πίσω από τις κυβερνητικές ψήφους και να αποφύγει τα χειρότερα.
Πιο Λούπου πεθάνεις… Αυτό ήταν. Ορκίστηκα πως δεν θα του ξαναδώσω σημασία.
Τις τελευταίες ημέρες, το πανελλήνιο ασχολείται με την σθεναρή αντίσταση που προβάλει ο Πάνος Καμμένος στο θέμα της ονομασία των Σκοπίων. Αρνείται να παρεκκλίνει κατά το ελάχιστο από την «γραμμή του 1992». Εγώ μετά από τόσες απογοητεύσεις, δεν θέλω να πάρω θέση. Προτιμώ να θυμηθώ τα λόγια του Δημόκριτου: Κάλπικοι και υποκριτές είναι όσοι με τα λόγια κάνουν τα πάντα, ενώ στην πράξη δεν κάνουν τίποτα…
* Ο κ. Δημήτρης Χριστοδουλάκης είναι Μαθηματικός, MSc Information Systems.