Παρότι είναι γνωστό ότι τα ενδεχομένως ιδιοτελή συμφέροντα κάποιων πολιτικών ηγεσιών δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το εθνικό συμφέρον των χωρών τους, γράφει κάπου ο Christopher Hill, δεν γίνεται πάντοτε κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο τα κίνητρα και η συμπεριφορά των υπεύθυνων για τη λήψη αποφάσεων συσχετίζονται με τους συλλογικούς σκοπούς της εξωτερικής πολιτικής. Ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι, προσθέτει ο Hill, οι ψηφοφόροι συνήθως τιμωρούν τα λάθη στην εξωτερική πολιτική μόνον όταν τα πράγματα έχουν ήδη πάρει μια εξόφθαλμα αρνητική κατεύθυνση, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην εσωτερική πολιτική, όπου τα προσλαμβανόμενα ως λάθη γίνονται αμεσότερα αντικείμενο διαμαρτυρίας και –στις πρώτες εκλογές– τιμωρίας.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, το πλέγμα ιδιοτελών ηγεσιών, καθεστωτικών προτεραιοτήτων και διεθνών εξελίξεων έχει καταστεί περισσότερο σύνθετο μετά το άδοξο τέλος της σειράς αναταράξεων που ορισμένοι βιάστηκαν να βαφτίσουν «Αραβική Άνοιξη». Σε αυτό το πλέγμα, η περίοδος Τραμπ άφησε πίσω της ανάμεικτα σημάδια.
Σήμερα, σε βραχυπρόθεσμη, ίσως και μεσοπρόθεσμη προοπτική, οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Αλλά η νέα διοίκηση δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να προχωρήσει με εξαιρετική προσοχή. Όπως έχω εξηγήσει από τον Ιανουάριο, η περίοδος Τραμπ συνέπεσε, αλλά και σε ένα βαθμό βοήθησε να ωριμάσουν ορισμένες κρίσιμες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Η προσέγγιση σειράς αραβικών χωρών με το Ισραήλ είναι η πιο σημαντική ανάμεσά τους. Από αυτή τη συγκεκριμένη άποψη, η επιστροφή σε ορισμένα στοιχεία της περιόδου Ομπάμα θα ήταν ατυχής.
Πόσο πιθανό είναι να επηρεάσει η στενή σχέση του Νετανιάχου με τον Τραμπ τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην περίοδο Μπάιντεν; Σε ένα τουλάχιστο βαθμό, η δομική σχέση ΗΠΑ – Ισραήλ θα παραμείνει ισχυρή. Ενώ, για να στραφούμε σε έναν άλλο κρίσιμο παίκτη, μια ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση του καθεστώτος στην Αίγυπτο θα οδηγούσε σε δραματικές επιπτώσεις στις εξωτερικές σχέσεις της.
Η βασική δυναμική της σύγκρουσης στην ευρύτερη περιοχή, ο δομικός ανταγωνισμός μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, παραμένει σε ισχύ. Το ίδιο ισχύει για την εξελισσόμενη πραγματικότητα του κινηματικού ριζοσπαστικοποιημένου πολιτικού Ισλάμ, από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα μέχρι τα φιλο-ιρανικά και τα φιλο-αραβικά δίκτυα που δραστηριοποιούνται στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιπτώσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά. Με δεδομένες τις εξελίξεις και τη νέα προσπάθεια της Άγκυρας να προσεγγίσει την Αίγυπτο (της οποίας το καθεστώς κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποσταθεροποιήσει μέσω της Λιβύης), προκύπτει και η πραγματική σημασία της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ της Ελλάδας με την Αίγυπτο, παρά τους περιορισμούς της.
Αλλά η στόχευση της Άγκυρας παραμένει ενεργητικά αναθεωρητική, με προσπάθειες που εστιάζονται στην πλήρη αδρανοποίηση της Ελλάδας και τη διαμόρφωση μιας ηγεμονίας στην Κύπρο συνολικά. Είτε μέσω συνομοσπονδίας που θα λειτουργεί βάσει της αρχής της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων (ουσιαστικά, παγιώνοντας ένα δυνητικό βέτο της Άγκυρας) είτε μέσω πιέσεων για λύση δυο κρατών. Η νέα πενταμερής έρχεται σε ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία.
Ο κ. Μπορέλ έκανε τις προβλεπόμενες δηλώσεις, υπενθυμίζοντας ότι η διαδικασία πρέπει να κινηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ, δεν ξεκινά από το μηδέν και δεν μπορεί να αγνοήσει τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όπως όμως έχουμε ήδη εξηγήσει, οι εξελίξεις μετά τις εκλογές στα κατεχόμενα φαίνεται να επιταχύνουν τις τάσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί μετά το αδιέξοδο στο Κραν Μοντανά το 2017. Ανεξαρτήτως του τι ακριβώς συνέβη στο Κραν Μοντανά, η περίοδος έκτοτε είναι νέα και έτσι θα γίνεται αντιληπτή από τους αναλυτές του μέλλοντος: το Κραν Μοντανά και όχι η εκλογή Τατάρ στα κατεχόμενα αποτελεί το ουσιαστικό σημείο καμπής. Από το 1977 (συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς), το 1979 (συμφωνία Κυπριανού – Ντενκτάς) και ξανά το 2006 (συμφωνία Παπαδόπουλου – Ταλάτ), το υπόδειγμα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ήταν σχεδόν γενικά αποδεκτό ως γενικό πλαίσιο για το μέλλον της Κύπρου.
Όμως οι εξελίξεις σταδιακά οδήγησαν σε αναζητήσεις και πέρα από αυτό το πλαίσιο. Ο Μουσταφά Ακιντζί υπήρξε πράγματι υποστηρικτής της αναζήτησης μιας φόρμουλας στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αλλά τότε, όπως και τώρα, τον τελικό λόγο είχε η Άγκυρα. Μπορεί ο Τατάρ να είναι ο πρώτος τουρκοκύπριος ηγέτης της τελευταίας περιόδου που μιλάει ανοικτά για τη λύση των δυο κρατών ως προτιμότερη, όμως οι πρόσφατες, μετεκλογικές δηλώσεις του ότι «δεν γίνεται να συζητείται μόνο η ομοσπονδία, πρέπει να έρθουν στο τραπέζι και εναλλακτικές λύσεις», καθρεφτίζουν μια τάση που ωρίμαζε σταδιακά από χρόνια σε πολλούς και διάφορους κύκλους.
Η εμμονή με την πολιτική ισότητα όπως την εννοεί η τουρκοκυπριακή πλευρά συνεπάγεται τόσο τη θετική ψήφο για συμμετοχή λήψης αποφάσεων στο υπουργικό συμβούλιο μιας ομοσπονδίας όσο και άλλες προτάσεις, όπως την εκ περιτροπής προεδρία. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα καθιστούσε τη νέα ομοσπονδία όμηρο της Άγκυρας στο διηνεκές. Η επίλυση του Κυπριακού σκαλώνει στη συνεχιζόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει όρους που θα σημαίνουν στην πράξη τον έλεγχο της κυπριακής πολιτικής συνολικά.
Σήμερα κυριαρχεί η άποψη στην Αθήνα και τη Λευκωσία ότι η Τουρκία επιμένει για τα δυο κράτη κυρίως σε ένα διαπραγματευτικό πλαίσιο. Άποψη μου είναι ότι πρέπει, αντίθετα, να αντιληφθούμε ότι η Άγκυρα έχει μια σαφή στόχευση, αυτή που προανέφερα (ηγεμονία), και η λύση δυο κρατών βρίσκεται πια ψηλά στην προτεραιοποίηση των μέσων που αντιλαμβάνεται ως πρόσφορα για την επίτευξη του στόχου. Το καθεστώς στην Άγκυρα φαίνεται να έχει καταλήξει ότι χρειάζεται ένα κράτος – δορυφόρο στη Βόρεια Κύπρο, μέσω του οποίου θα ασκεί με ακόμη αμεσότερο τρόπο την πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στα δύσκολα νερά ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, η Άγκυρα αναζητεί πια ένα νέο σύστημα ισορροπιών, στο οποίο ένα νέο Κυπριακό μόρφωμα στα κατεχόμενα θα ασκεί μια αναβαθμισμένη πολιτική σε πολλά επίπεδα (ενεργειακό, στρατιωτικό – βάσεων, συμβολικό – «προστασίας» τουρκικών πληθυσμών, κλπ). Η πιθανότητα να λειτουργήσει αυτή η κατεύθυνση ταυτόχρονα και ως μοχλός πίεσης στην Λευκωσία για να αποδεχθεί ένα σύστημα παραχώρησης ουσιαστικού βέτο στην Άγκυρα εντός μιας συνομοσπονδιακής δομής δεν μπορεί να αποκλειστεί, όμως και αυτή η εξέλιξη προϋποθέτει σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά της Κυπριακής κυβέρνησης.
Το γενικό πλαίσιο παραμένει, σε κάθε περίπτωση, αρκετά σαφές. Η Τουρκία εμμένει σε μια προσπάθεια διεύρυνσης των ορίων των πιθανοτήτων της για μαξιμαλιστική επιτυχία στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις της σε πολλαπλά μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Καύκασος, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, ενεργειακό, μεταναστευτικό, κουρδικό, διείσδυση στην Αφρική πέραν της Λιβύης). Στην ΕΕ, ο Ερντογάν δεν έχει να ανησυχήσει για πολλά. Οι ουσιαστικές δυσκολίες για το καθεστώς στην Άγκυρα παρουσιάζονται στις σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, όπου στο κεντρικό πρόβλημα (S-400 και Ρωσία) προστίθεται –επιτέλους– μια συνολικότερη, κριτική αποτίμηση των προβλημάτων της Τουρκίας ως αυταρχικού καθεστώτος.
Το 2021-22, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς σε άρθρα, θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με πιθανότερο το σενάριο μιας ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης μεταξύ των δυο μερών. Εκτός απροόπτου, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και οι επικίνδυνες αναζητήσεις με νεο-οθωμανικό πέπλο θα συνεχιστούν. Η πρόκληση για την κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι μεγάλη.