Το εντυπωσιακό δεν βρίσκεται στο αναμενόμενο, όσο ρηξικέλευθο και αν είναι αυτό, αλλά στο απρόσμενο, στο αναπάντεχο. Έτσι η προχθεσινή δήλωση του Προέδρου Τζο Μπάιντεν για τη Γενοκτονία των Αρμενίων, μπορεί να μας ικανοποίησε πλήρως, όμως δεν μας εξέπληξε, καθώς είχε προαναγγελθεί.
Η ευχάριστη έκπληξη ήταν η χρήση της λέξης «Κωνσταντινούπολη», καθώς φάνηκε πως ο Αμερικανός Πρόεδρος και οι σύμβουλοι του είναι και άριστοι γνώστες της ιστορίας της Τουρκίας και δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν λέξεις που αποτυπώνουν την ιστορική πραγματικότητα, ασχέτως αν προκαλούν τον τουρκικό εθνικισμό.
Ως γνωστόν στις 28 Μαρτίου 1930 καθιερώθηκε από το Τουρκικό Κράτος η λέξη «Ιστανμπούλ», ως επίσημη ονομασία της Πόλης. Μέχρι τότε στα επίσημα έγγραφα αποκαλείτο «Κωνσταντινούπολη», ενώ στην καθημερινότητα των πολιτών οι μεν Έλληνες την αποκαλούσαν Πόλη, οι Τούρκοι -οι περισσότεροι- Ιστανμπούλ.
Συνεπώς, ο Τζο Μπάιντεν αναφερόμενος σε ένα ιστορικό γεγονός, χρησιμοποίησε και την ορολογία της εποχής εκείνης, ασχέτως αν αυτό ενοχλεί την τουρκική πλευρά.
Φαίνεται πως έχουμε στις ΗΠΑ έναν Πρόεδρο ο οποίος, κινούμενος εντός των θεσμών της αμερικανικής δημοκρατίας, είναι αποφασισμένος να τηρήσει τις αρχές που εξήγγειλε. Αυτό δείχνει με την πολιτική του. Δεν υποκύπτει στα κάθε είδους κρατικά συμφέροντα εφ' όσον αυτά αντιστρατεύονται τις διακηρύξεις του. Με απλά λόγια φαίνεται πως υποτάσσει την Οικονομία στην Πολιτική.
Θα μπορούσε κάλλιστα, να βρει ένα modus vivendi με τον Ερντογάν, αποδεχόμενος την συμβιβαστική πρόταση του για μη ενεργοποίηση των S-400. Δεν το έκανε. Και όχι μόνον αυτό, αλλά διεύρυνε την ατζέντα των αμερικανοτουρκικών διαφορών βάζοντας σε αυτήν και τον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον οποίον η Τουρκία υστερεί σημαντικά.
Φαίνεται λοιπόν ότι κάτι αλλάζει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ η οποία δεν πέρασε και τις καλύτερες στιγμές της την τελευταία εικοσαετία.
Από σύμπτωση, την ίδια περίοδο, κυριαρχούσε στην Ευρώπη η πολιτική Μέρκελ, που με βασική ευθύνη τόσο του Σαρκοζί όσο και του Ολάντ γερμανοποίησε το ευρωπαϊκό όραμα.
Το κόντυνε και το έφερε στα μέτρα των οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας, ακολουθώντας μιαν εξωτερική πολιτική χωρίς αρχές. Με το δόγμα «η οικονομία της Γερμανίας πάνω απ’ όλα», η Α. Μέρκελ βρισκόταν σε μια διαρκή σχέση αγάπης με τον Τούρκο Πρόεδρο, γιατί αυτό επέτασσε η γερμανική οικονομία.
Ως Έλληνες έχουμε υποστεί τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια -επί προεδρίας Τραμπ- η γερμανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία είχε βρει ένα σύμμαχο.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία αποτελούσαν τα πανίσχυρα αναχώματα στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για την προκλητική πολιτική της, δίνοντας χώρο στον Ερντογάν να «κάνει», άνευ συνεπειών, παιχνίδι με την Ρωσία και ενίοτε και με το Ιράν.
Ο μεν Τραμπ γιατί είχε ιδιαίτερες προσωπικές και πιθανόν και οικονομικές σχέσεις με τον Ερντογάν, η δε Μέρκελ, εκτός από οικονομικούς λόγους ήθελε τον Ερντογάν στην Μεσόγειο ως αντίβαρο στην στρατιωτική ισχύ της Γαλλίας στην περιοχή.
Φαίνεται πλέον πως εισήλθαμε σε μιαν άλλη εποχή. Η Μέρκελ, με την μίζερη και στενόμυαλη πολιτική της απέρχεται, ενώ τα όσα πράττει μέχρι στιγμής ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος φανερώνουν πως ο δυτικός κόσμος ξαναβρίσκει την ηγεσία του.