Του Γιώργου Μπιλλίνη
Η ΕΕ εδώ και δεκαετίες καλεί την χώρα μας να απελευθερώσει την αγορά ενέργειας και να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό. Η τελευταία σοβιετία της Ευρώπης όμως αρνείτο μέχρι πρόσφατα να το πράξει. Η αντίληψη ότι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας πρέπει να τις διαχειρίζονται κρατικά μονοπώλια και ότι η ενέργεια, τα νερά, τα λιμάνια, οι μεταφορές, τα τραίνα, οι συγκοινωνίες, η νικελοπαραγωγή, τα ναυπηγεία, (παλαιότερα και οι τηλεπικοινωνίες, ακόμη και το χαρτί υγείας) είναι στρατηγικής σημασίας και ως εκ τούτου το κράτος οφείλει να τα έχει υπό τον έλεγχο του, ήταν διακομματική και καθολικής αποδοχής. Από το σύνολο του πολιτικού προσωπικού. Γι αυτό και δεν ετίθετο από κανένα κόμμα η ανάγκη ιδιωτικοποίησης των αντίστοιχων κρατικών μονοπωλίων και η απελευθέρωση των αντίστοιχων αγορών. Το αντίθετο γινόταν. Έθεταν κόκκινες γραμμές για την διαφύλαξη τους.
Τα μνημονιακά χρόνια τα πράγματα άλλαξαν. Οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση μεγάλου αριθμού κρατικών επιχειρήσεων ως προαπαιτούμενα για την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων. Αποκορύφωμα η αποδοχή στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2015 της εκποίησης 29 ΔΕΚΟ. Μεταξύ αυτών και μετοχικό ποσοστό της ΔΕΗ.
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε προωθήσει την ιδέα ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ σε δύο εκδοχές. Είτε με την πώληση μετοχικού ποσοστού 17% της επιχείρησης σε στρατηγικό επενδυτή, είτε με την δημιουργία μιας «μικρής ΔΕΗ» μεγέθους 30% της σημερινής, η οποία θα προσφερόταν προς πώληση. Είτε και τα δύο μαζί. Είχε επίσης αποφασιστεί η ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ, της θυγατρικής της ΔΕΗ που κατέχει και διαχειρίζεται τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Με την ανάληψη της διακυβέρνησης από την παρούσα κυβέρνηση οι «σχεδιασμοί» αυτοί πάγωσαν. Τις τύχες του κλάδου της ενέργειας ανέλαβαν να διαχειριστούν υπουργοί σαν τον Λαφαζάνη αρχικά και τον Σκουρλέτη ύστερα, από τους πλέον ιδεοληπτικούς κρατιστές. Μοιραία η πολιτική τους εστιάστηκε στην προστασία του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ. Οι Θεσμοί όμως πίεζαν και πιέζουν για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που η συγκεκριμένη αγορά είναι κλειστή και ο ανταγωνισμός απουσιάζει παντελώς. Το κρατικό μονοπώλιο υποχρέωνε το σύνολο της αγοράς να «δέχεται» τις πανάκριβες υπηρεσίες του και τους εκβιασμούς των μαφιόζικων προνομιούχων συντεχνιών των εργαζομένων του, διαμόρφωνε τις τιμές κατά το δοκούν και οι επιλογές για τους καταναλωτές απουσίαζαν. Η χώρα έπρεπε κάποτε να συμμορφωθεί με τις ευρωπαϊκές νόρμες.
Το καλοκαίρι του 2015 στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου η κυβέρνηση αποδέχτηκε τόσο την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, όσο και την μερική ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Ανέλαβε μάλιστα συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ένα είδος χρονοδιαγράμματος για την ολοκλήρωση τους. Ο έλεγχος της σχετικής προόδου εντάχθηκε στις επι μέρους αξιολογήσεις για την εξέταση της πορείας των προς υλοποίηση υποχρεώσεων. Για την ΔΕΗ λοιπόν συμφωνήθηκε τότε ότι το μερίδιο της θα περιοριστεί κάτω από το 50% μέχρι το 2019 τόσο στην παραγωγή, όσο και στην εμπορία. Τότε ξεκίνησαν την λειτουργία τους ως ανεξάρτητοι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάποιες από τις οποίες ήσαν ήδη παραγωγοί (Protergia, Elpedison, Ήρων) και οι υπόλοιπες καθαρά εμπορικές. Ήδη σε διάστημα 1,5 έτους οι ιδιώτες πάροχοι κατέκτησαν μερίδιο αγοράς 11% στην εμπορία και διάθεση ηλ. ρεύματος.
Η ελληνική κυβέρνηση πιστή στην ιδεοληψία του κρατισμού, αλλά και στην προσπάθεια της να «προστατεύσει» τις συντεχνίες εργαζομένων στη ΔΕΗ, που αποτελούν τον στενό πυρήνα των ψηφοφόρων της, απέρριψε κάθε ιδέα ιδιωτικοποίησης της επιχείρησης και αντιπρότεινε στους Θεσμούς το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό μέσω ΝΟΜΕ. Δηλαδή μέσω δημοπρασιών πώλησης προκαθορισμένων ποσοτήτων ηλ. ρεύματος σε ενδιαφερόμενους ιδιώτες προμηθευτές. Και φαντασιώνεται ότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα αποφύγει το πικρό ποτήρι της ιδιωτικοποίησης.
Στις χώρες που οι αγορές ενέργειας είναι λειτουργούσες και ανταγωνιστικές η οριακή τιμή συστήματος αναδιαμορφώνεται συνεχώς και καθορίζεται από την προσφορά και την ζήτηση που εμφανίζονται κάθε στιγμή στο σύστημα. Στην χώρα μας η οριακή τιμή προσδιορίζεται από μία (θεωρητικά) ανεξάρτητη αρχή, την ΡΑΕ και μεταβάλλεται μόνο κάθε φορά που η ΔΕΗ παρουσιάζει διαφορετικό κοστολογικό μείγμα. Οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ εκκινούν με βάση την ΟΤΣ. Ακόμη κι έτσι όμως, παρ ότι το παιχνίδι είναι μερικώς στημένο, η τιμή διάθεσης με την οποία οι αγοραστές αποζημιώνουν την ΔΕΗ είναι ζημιογόνος και πολύ χαμηλότερη σε σχέση με τις τιμές που το κρατικό μονοπώλιο πουλά στους καταναλωτές.
Η κυβερνητική επιλογή «συμμόρφωσης στο άνοιγμα της αγοράς» αναγκάζει την ΔΕΗ να συμβιβάσει αντιφατικές επιδιώξεις, που είναι αδύνατο να συμβιβαστούν. Πέρυσι με μερίδιο αγοράς περίπου 60% στην παραγωγή και 90% στην εμπορία η επιχείρηση παρουσίασε κύκλο εργασιών 5,7 δίς. Οι υποχρεώσεις της υπερβαίνουν τα 12 δίς και η μισθολογική δαπάνη για τους 18.000 υπαλλήλους της αγγίζει το 0,9 δίς. Με την υποχρέωση «εκούσιας» παραχώρησης μεριδίων στον ανταγωνισμό για να επιτευχθεί σε τρία χρόνια το επιθυμητό ποσοστό του 49,9% σε παραγωγή και εμπορία μόνο με την πώληση ρεύματος μέσω ΝΟΜΕ θα παρατηρηθεί το φαινόμενο ο ισολογισμός της ΔΕΗ να συνεχίσει να εμφανίζει τα ίδια ποσά στο σκέλος των δαπανών (αφού θα εξυπηρετεί το σύνολο του σημερινού της χρέους πλέον όσο δημιουργήσει εφεξής, να έχει το ίδιο ύψος λειτουργικών εξόδων και να απασχολεί τον ίδιο αριθμό προσωπικού καταβάλλοντας το σημερινό ύψος δαπανών για μισθοδοσία), ενώ το σκέλος των εσόδων θα παρουσιάζει δραματική υστέρηση.
Ας σημειωθεί ότι η τιμολόγηση της κιλοβατώρας προς τους καταναλωτές είναι περίπου 0,09 ευρώ, ενώ η αντίστοιχη προς τους εμπόρους μέσω ΝΟΜΕ μεσοσταθμικά στα 0.06 ευρώ. Αν θεωρήσουμε ότι τα έσοδα των θυγατρικών ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ κλπ θα παραμείνουν σταθερά, αφού θα συνεχίσουν να τους αποδίδονται και από τον ανταγωνισμό, η μείωση της τιμής των πωλούμενων ποσοτήτων ηλ. ρεύματος θα οδηγήσει σε απώλεια εσόδων ίσως και ενός δίς. Με τα περυσινά δεδομένα με τζίρο στα 5,7 δίς ο ισολογισμός κατέγραψε ζημίες. Ας φανταστούμε το μέγεθος των ζημιών όταν οι πωλήσεις εμφανιστούν μειωμένες κατά ένα δίς και τα κόστη (μισθοδοσίας και εξυπηρέτησης χρεών) παραμείνουν σταθερά. Σε συνδυασμό με τις σωρευμένες επισφαλείς απαιτήσεις των 2,5 δίς θα οδηγήσουν την εταιρεία σε χρεοκοπία με συνοπτικές διαδικασίες. Και η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να την διασώσει. Αφενός διότι δεν έχει χρήματα, αφετέρου επειδή απαγορεύονται οι κρατικές ενισχύσεις από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η επιλογή της εκούσιας απώλειας μεριδίου μέσω ΝΟΜΕ είναι απολύτως ατυχής και καταστροφική.
Αλλά και η επιλογή της μερικής ιδιωτικοποίησης με διάθεση μετοχικών ποσοστών δεν προσφέρει λύση στο οικονομικό πρόβλημα της ΔΕΗ. Ναι μέν θα προκύψει στρατηγικός επενδυτής, αλλά τα χρήματα από την πώληση θα κατευθυνθούν στα ταμεία του πωλητή-βασικού μετόχου. Δηλαδή του κράτους. Μηδενικό το κέρδος για την ίδια την ΔΕΗ, αφού δεν θα προσποριστεί έσοδα ικανά να βελτιώσουν τα οικονομικά της μεγέθη. Η επιλογή αυτή δεν εισφέρει και στο κεφάλαιο «άνοιγμα αγοράς», αφού δεν προωθεί τον ανταγωνισμό, αλλά αντικαθιστά τον κρατικό ισχυρό πόλο με έναν ιδιωτικό αντίστοιχο που θα διατηρεί δεσπόζουσα θέση σε μια ολιγοπωλιακή αγορά. Είναι επομένως ασύμφορη και για τους καταναλωτές.
Η μοναδική επιλογή που απαντά επιτυχώς σε όλες τις προκλήσεις είναι η πώληση μεμονωμένων μονάδων από την ίδια την ΔΕΗ. Διαθέτοντας πάγια της, δηλαδή μονάδες παραγωγής ρεύματος, θα εισπράξει χρήματα που θα τονώσουν το δικό της ταμείο. Ταυτόχρονα θα επιτύχει μια ομαλή, συντεταγμένη και ομοιόμορφη μετάβαση σε ένα μικρότερο μέγεθος. Αφού μέρος των υποχρεώσεων και του υφιστάμενου προσωπικού θα «ακολουθήσει» τις πωλούμενες μονάδες. Με αυτόν τον τρόπο η ΔΕΗ θα καταφέρει να επιβιώσει οικονομικά. Θα μετασχηματιστεί σε μια επιχείρηση με τα μισά σημερινά έσοδα, αλλά και τα μισά έξοδα.
Η αίσθηση μου είναι ότι τελικά, μετά από «αγώνες», αντιστάσεις και πολεμικές κραυγές, αυτή η λύση θα προκριθεί. Γιατί είναι μονοδρομική. Και η μόνη που εξασφαλίζει την συνέχεια της επιχείρησης. Αν μάλιστα η διάθεση των μονάδων γίνει προς διαφορετικούς επενδυτές και όχι πακέτο σε ένα ή δύο σχήματα, θα εξασφαλιστούν ταυτόχρονα και το άνοιγμα της αγοράς και η λειτουργία ενός υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα σε πολλούς παίκτες στην αγορά. Με τελικούς ωφελημένους τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία.
Ευχής έργο θα ήταν βέβαια να πωλούνταν το σύνολο των μονάδων και η ΔΕΗ να διακρατούσε μόνο τις θυγατρικές των δικτύων, της μεταφοράς και της διάθεσης. Μικρό σχήμα, λίγο προσωπικό, σταθερά έσοδα, εξασφαλισμένα και σταθερά κέρδη.
Αλλά δεν τρέφω ψευδαισθήσεις. Οι «απαιτήσεις» μου από τους επαγγελματίες κρατιστές περιορίζονται στο να κάνουν με τον βέλτιστο τρόπο εκείνα που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν.
Φωτογραφία: SOOC