Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται, άλλη μια φορά, μπροστά σε ένα μαύρο κύκνο: ένα φαινόμενο εντελώς απρόβλεπτο με πολύ σοβαρές επιπτώσεις. Η επιδημία του κορονοϊού παίρνει παγκόσμια διάσταση και είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοβαρή επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Η ελληνική κυβέρνηση έχει μπροστά της μια πολύ δύσκολη αποστολή στη διαχείριση αυτής της απρόβλεπτης κρίσης.
Παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν ανακοινώσει ήδη αναθεώρηση των προβλέψεών τους για την παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ βρίσκονται σε διαδικασία νέας αναθεώρησης προς το χειρότερο, αφού πλέον η επιδημία έχει εξαπλωθεί σε ευρύτατη γεωγραφική περιοχή.
Μεγάλοι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν ήδη ποσοτικοποιήσει τις προβλέψεις τους για την έκταση των συνεπειών που θα έχει η επιδημία στην παγκόσμια οικονομία. Ο οίκος Moody’s, μετά την πρώτη αναθεώρηση προβλέψεων που έκανε τον Φεβρουάριο, ανακοίνωσε και νέα, μειώνοντας την πρόβλεψη για την ανάπτυξη στις χώρες του G20 από το ήδη χαμηλό 2,4% στο 1,4%, ενώ εξέτασε και ένα σενάριο παρατεταμένων και εκτεταμένων συνεπειών της επιδημίας, καταλήγοντας στην πρόβλεψη ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να πέσει στο 1,4%, με τρεις μεγάλες βιομηχανικές οικονομίες (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) να περνούν φέτος σε αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης.
Αυτό που επισημαίνει η Moody’s και έχει σημασία για να κατανοηθούν οι επιδράσεις της επιδημίας στην παγκόσμια οικονομία, είναι ότι αυτές αρχικά εμφανίσθηκαν ως μια διαταραχή της προσφοράς, δηλαδή της εφοδιαστικής αλυσίδας, στην οποία η Κίνα έχει κεντρικό ρόλο. Όσο, όμως, εξελίσσεται η κρίση, τόσο περισσότερο επηρεάζει και την πλευρά της ζήτησης, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις και προκαλώντας εντονότερα φαινόμενα οικονομικής επιβράδυνσης.
Η Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει να δέχεται τις οικονομικές επιπτώσεις αυτής της σοβαρής, παγκόσμιας διαταραχής. Η κατάρρευση των ναύλων και η τεράστια πτώση του μεταφορικού έργου έχουν αρχίσει να μειώνουν σοβαρά τα έσοδα της ναυτιλίας. Στον τουρισμό, οι ακυρώσεις κρατήσεων αυξάνονται και ήδη ξεπερνούν το 30%, ενώ πολύ μεγαλύτερο είναι το πλήγμα στην κρουαζιέρα. Στο χρηματοοικονομικό πεδίο, οι επιπτώσεις είναι πολύ σοβαρές, καθώς ο Γενικός Δείκτης έχει ήδη υποχωρήσει σχεδόν κατά 30% από το υψηλό του περασμένου Νοεμβρίου, ενώ στην αγορά ομολόγων, μετά το ρεκόρ πτώσης της απόδοσης του 10ετούς τίτλου, στο 0,90%, αυτή εκτινάχθηκε στο 1,40%.
Είναι προφανές ότι έχει ήδη αλλάξει το βασικό σενάριο επί του οποίου είχε βασισθεί η χάραξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο φιλόδοξος στόχος για επιτάχυνση της ανάπτυξης φέτος στο 2,8% δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί και το μεγάλο στοίχημα είναι ανασχεθεί η επίδραση των πιέσεων από τη διεθνή κρίση, ώστε να μην υπάρξει μια σοβαρή επιβράδυνση σε σχέση με τον περσινό ρυθμό του 1,9%. Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει εκτιμήσει ότι, στη χειρότερο περίπτωση, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης θα πέσει φέτος στο 1,9%. Αυτό προκαλεί σοβαρές επιπλοκές και στη δημοσιονομική πολιτική, κάνοντας πιο δύσκολη την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση μπροστά σε αυτή την «καταιγίδα»; Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση κάνει τα σωστά βήματα, για να αποφύγουμε τα χειρότερα:
Σε ό,τι αφορά το δανεισμό της χώρας, είναι ευτύχημα ότι ο Χρήστος Σταϊκούρας και το επιτελείο του ΟΔΔΗΧ κινήθηκαν γρήγορα, πριν επιδεινωθούν οι διεθνείς συνθήκες, και ολοκλήρωσαν με επιτυχία την πρώτη μεγάλη έκδοση ομολόγων του Δημοσίου, κάτι που δίνει χρονικό περιθώριο για να γίνει η επόμενη έξοδος στην αγορά αργότερα, όταν -όπως όλοι ελπίζουμε- οι συνθήκες θα έχουν βελτιωθεί.
Στην πλευρά της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση κινείται ως τώρα με σύνεση, επιβάλλοντας περιοριστικά μέτρα όπου αυτό είναι αναγκαίο, ταυτόχρονα όμως δείχνει και την πρόθεση να αποφύγει εξαιρετικά αυστηρά περιοριστικά μέτρα, που θα προκαλούσαν μείζονα διαταραχή στην οικονομική ζωή. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα είναι τέτοια η εξέλιξη του αριθμού των κρουσμάτων, ώστε να υποχρεωθεί η κυβέρνηση να επιβάλει μέτρα, όπως αυτά της γειτονικής Ιταλίας, που έχουν παραλυτική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα.
Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση επίσης κινείται αρκετά γρήγορα για να περιορίσει τις οικονομικές επιδράσεις στις επιχειρήσεις που θίγονται περισσότερο, με πρώτο μέλημα την ανακούφιση των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε περιοχές όπου έχουν επιβληθεί δραστικά περιοριστικά μέτρα, σε πρώτη φάση με μέτρα όπως η αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η επιδότηση μισθοδοσίας προσωπικού κ.α. Επειδή πρόκειται για μια κρίση που συνεχώς εξελίσσεται, ίσως θα ήταν χρήσιμο να δημιουργηθεί μια ειδική task force στο υπουργείο Οικονομικών, με τη συμμετοχή τεχνοκρατών από συναρμόδια υπουργεία και από επιχειρηματικούς φορείς, για να παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο η επίδραση της διαταραχής στην οικονομία και να προτείνονται κατάλληλα, στοχευμένα μέτρα.
Είναι πολύ σημαντικό ότι η κυβέρνηση έχει διατηρήσει άριστες σχέσεις συνεργασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Eurogroup, ώστε να συζητήσει με καλούς όρους το επόμενο διάστημα όχι μόνο τη γενικότερη απάντηση που θα δοθεί από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης στις οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας, αλλά και για τα ευρύτερα μέτρα που θα χρειασθεί να λάβει η Αθήνα για να σταματήσει τις πιέσεις της οικονομικής επιβράδυνσης.
Μέτρα, που αναπόφευκτα θα έχουν δημοσιονομικό κόστος και θα επηρεάσουν την πορεία προς την επίτευξη του στόχου για το πλεόνασμα. Σε αυτό το πλαίσιο θα είναι σημαντικό, όπως έχει τονίσει και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, να μπορέσει και η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη λεγόμενη «ρήτρα διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να μην υποχρεωθεί, λόγω πιθανής αστοχίας στο πλεόνασμα, να λάβει μέτρα λιτότητας, που θα προκαλούσαν νέα πίεση στην οικονομική δραστηριότητα. Ήδη, η Ιταλία πήρε την έγκριση της Κομισιόν για να εφαρμόσει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα άνω των 8 δισ. ευρώ, χωρίς να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της. Το ίδιο μπορεί να γίνει και για την Ελλάδα και σε αυτό βοηθά το γεγονός ότι η κυβέρνηση παραμένει ως τώρα απόλυτα συνεπής στην εφαρμογή των δικών της δεσμεύσεων.
Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι να αποφύγουμε μια «κορονοποίηση» της οικονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει όσα μέτρα χρειάζονται, παράλληλα όμως δεν πρέπει να ξεχάσει ότι έχει αναλάβει να εφαρμόσει ένα μεγάλο και σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται με τόλμη και αποφασιστικότητα, ώστε να σταλούν και τα σωστά μηνύματα στην αγορά. Πρέπει να συνεχισθεί χωρίς καθυστερήσεις η προώθηση των μεγάλων επενδύσεων, των ιδιωτικοποιήσεων, του εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα, της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών και της υιοθέτησης σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για την αφερεγγυότητα και όλες οι άλλες πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει να υλοποιήσει αυτή η κυβέρνηση, με τελικό στόχο να φθάσουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη με ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Η επιδημία του κορονοϊού δεν πρέπει να γίνει η αφορμή για επιβράδυνση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε αυτή την κακή χρονιά, έχοντας θέσει τις βάσεις για ένα αναπτυξιακό άλμα από το 2021.