Του Κώστα Μποτόπουλου*
Ο Emmanuel Macron ολοκλήρωσε λοιπόν, μέσα σε έξι μήνες, το σάρωμα της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Σε τρία στάδια: πρώτα από αντισυστημικό αουτσάιντερ μεταβλήθηκε σε καταφύγιο της ορθολογικής και μαζί νεοτερικής ψήφου (πρώτος γύρος προεδρικών εκλογών)΄ ύστερα, από εκπρόσωπος ενός χώρου ή μιας τάσης ή μιας βούλησης έγινε ο υπερασπιστής των κεκτημένων της γαλλικής Δημοκρατίας έναντι αυτών που την επιβουλεύονταν ή δεν την πίστευαν (δεύτερος γύρος προεδρικών εκλογών)΄ και τέλος, την Κυριακή που μας πέρασε, έστω κι αν τυπικά ο ίδιος δεν συμμετείχε, πέτυχε να αποσπάσει την απόλυτη και ταγμένη στην προώθηση του πολιτικού σχεδίου του πλειοψηφία στη νέα Βουλή. Κι όλα αυτά, χωρίς να καταφύγει σε υποσχέσεις ή σε λαϊκισμό (άλλο ήταν το τίμημα της επιτυχίας του) και ξεπερνώντας κάθε φορά τις προσδοκίες ως προς το μέγεθος και την ευκολία της επικράτησής του.
Σε καθαρά εκλογικό κι ακόμα περισσότερο σε «επικοινωνιακό» επίπεδο πρόκειται για μια σειρά σχεδόν τρομερών –με τη διπλή έννοια: εμπνεόντων δέος και εμποιούντων φόβο- θριάμβων. Τώρα όμως πλέον, όπως έλεγε και ο άνθρωπος στον οποίο (θα ήθελε να) μοιάζει, ο Francois Mitterrand, οι δυσκολίες αρχίζουν. Κι οι εκλογικοί θρίαμβοι αποτελούν μεν νομιμοποιητική βάση, λίγο ωστόσο θα επηρεάσουν τον άλλο είδους αγώνα που άρχισε ήδη. Και εντός του οποίου διακρίνω, μεγαλώνοντας την εικόνα από τη Γαλλία στην Ευρώπη και στην πολιτική, τρεις μεγάλες προκλήσεις.
Η πρώτη, η πιο συγκεκριμένη, η πιο εθνική, αλλά πιθανότητα και εκείνη που έχει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αφορά τη μεταρρύθμιση της Γαλλίας, ή έστω τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς της γαλλικής δημόσιας ζωής. Η διαφορά του Macron, πέρα από τη νεότητα του και το γεγονός ότι το αδοκίμαστο μετατράπηκε, σε εποχή τέτοιας δυσπιστίας, από μειονέκτημα σε βασικό ατού, ήταν ότι από την πρώτη στιγμή συνέδεσε τον αισιόδοξο λόγο του με την ανάγκη βαθιών αλλαγών. Μια «φιλοσοφία» ορθόδοξη όσο δεν πάει και ελιτίστικη και στη σύλληψη και στην έκφραση: η Γαλλία είναι μεγάλη (ποιος δεν το λέει ή δεν το πιστεύει αυτό στη συγκεκριμένη χώρα;), οι δυνατότητες της απεριόριστες, αλλά τις φρενάρει ένα βαρύ κρατικό σύστημα, ένας εφησυχασμός, μια ανεπαρκής ευελιξία και ανταγωνιστικότητα στο πλανητικό οικονομικό παιχνίδι. Ο υποψήφιος Macron μίλησε για αλλαγές στα εργασιακά, στο συνταξιοδοτικό, στη φορολογική πολιτική, στη σχέση του κράτους, αλλά και της εξουσίας, με τις επιχειρήσεις –και άρχισε ήδη, πριν ακόμα τελειώσουν οι βουλευτικές εκλογές, να δουλεύει προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Δυο μεγάλα ερωτηματικά γεννώνται. Τι παραπάνω έχει ή θα κάνει ο όγδοος Πρόεδρος, ώστε να φέρει σε πέρας αλλαγές σε τομείς στους οποίους απέτυχαν όλοι οι προκάτοχοί του;- από τον Pompidou, το Giscard και το Sarkozy που υποτίθεται ότι ήθελαν τέτοιες μεταρρυθμίσεις αλλά δεν τόλμησαν, ως το de Gaulle, το Mitterand, το Chirac και τον Holland που τις θεωρούσαν αναγκαίες αλλά τους φαίνονταν ξένες. Το γνωστό ρητορικό ερώτημα «είναι άραγε μεταρρυθμίσιμη η Γαλλία;» θα πάρει, λόγω ιστορικής στιγμής αλλά και δηλωμένης ατζέντας του νέου προέδρου, μια ίσως οριστική απάντηση. Το βάρος ωστόσο της ιστορίας («οι Γάλλοι βγαίνουν εύκολα στο δρόμο»), της συνήθειας («καλά δεν είμαστε κι έτσι;») αλλά και των πολιτικών συσχετισμών (ένας εκλογικός θριαμβευτής που δεν μπορεί όμως, λόγω μεγάλης αποχής και επειδή βασικός του αντίπαλος υπήρξε η Le Pen, να ισχυριστεί ότι εκπροσωπεί την κοινωνική πλειοψηφία) δεν προοιωνίζονται κάτι θετικό. Εκτός εάν ο νέος Πρόεδρος, κυρίως εκμεταλλευόμενος τη δυναμική ενός τόσο εντυπωσιακού ξεκινήματος, τα υπερβεί όλα αυτά με τη δύναμη του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του –κάτι που επίσης, με βάση ένα πρόχειρο αλλά ενστικτώδες ψυχογράφημα, βρίσκω πολύ δύσκολο.
Το δεύτερο σχετικό ερώτημα είναι πιο πολιτικό και κατά τη γνώμη μου πιο ενδιαφέρον: ισχύει άραγε πράγματι ότι η Γαλλία πάσχει ως «κοινωνικό μοντέλο», ώστε να είναι αναγκαίες τόσο βαθιές και τέτοιας λογικής μεταρρυθμίσεις; Από πού προκύπτει, ιδίως σε μια εποχή που ο κεϋνσιανισμός επιστρέφει παντού ως η οδός της λογικής, ότι ένα Κράτος πληθωρικό μεν αλλά πολύ αποτελεσματικό, όπως είναι το γαλλικό, είναι ο «μεγάλος ασθενής»; Τι είδους βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» χρειάζεται μια χώρα με τόσο διαφοροποιημένη και πρωτοπόρο σε τομείς αιχμής παραγωγικότητα, όπως η Γαλλία; Η «εργασιακή ευελιξία» ή η βελτίωση της αριστείας και της εθνικής διαφοράς είναι προτιμότερη λύση; Αν πληγεί η ποιότητα ζωής του μέσου πολίτη –αυτός ο τόσο ιδιαίτερος συνδυασμός ανάγκης για επιτυχία και δόξα αλλά και για την απόλαυση- με τι τίμημα και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να αντισταθμιστεί, ακόμα και ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα; Σε αυτά τα διλήμματα, ο νέος Πρόεδρος –κι από αυτό φαίνεται ότι δεν είναι Αριστερός- έχει δώσει προκαταβολικά απαντήσεις - αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι η πραγματικότητα θα τον δικαιώσει.
Το δεύτερο κρίσιμο πεδίο σχετίζεται με τις εξελίξεις και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, την αλλαγή πορείας που χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι εδώ ο Macron κάθε άλλο παρά κρύφτηκε –ως και τον Ύμνο της Χαράς νικητήριο πολιτικό εμβατήριο έκανε. Έχω δε την αίσθηση ότι σε αυτόν τον τομέα θα δούμε –βλέπουμε ήδη- αποτέλεσμα. Ο ευρωπαϊκός ρόλος της Γαλλίας ήταν υπερβολικά υποβαθμισμένος και επί Sarkozy (λόγω στρατηγικής αδυναμίας, που σφραγίστηκε με την υποταγή του στη Merkel, και μάλιστα εντός έδρας, στη Deauville) και επί Hollande (κυρίως λόγω κρίσης αλλά και λόγω κράσης). Σήμερα ο συνδυασμός ενός βολονταριστή Γάλλου προέδρου στον οποίο προσβλέπουν και πολλοί άλλοι λαοί –με πρώτους τους Έλληνες-, της ανάγκης της ίδιας της Γερμανίας να μοιραστεί λίγο περισσότερο το ασήκωτο φορτίο της κρίσης και παγκόσμιων εξελίξεων (βλέπε Trump) που σχεδόν αυτόματο φέρνουν στο προσκήνιο την Ευρώπη, δίνει στο Μακρόν την ευκαιρία να αλλάξει τις ισορροπίες –πολιτικές και συμβολικές. Και άρχισε ήδη να το κάνει, είτε με τις θεσμικές του προτάσεις για την οικονομική διακυβέρνηση, είτε με συσπειρώσεις σε μέτωπα όπως η ασφάλεια, το μεταναστευτικό, ακόμα και η ολοένα συζητούμενη και ολοένα αναβαλλόμενη ευρωπαϊκή «ανάπτυξη».
Τρίτο πεδίο, το λιγότερο πρακτικό, αλλά που προσωπικά με καίει και δεν μπορώ να μην το αναφέρω. Θα αποτελέσει το «πείραμα Μακρόν» απαρχή για αλλαγή συσχετισμών στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και ιδίως στον άξονα Δεξιά – Αριστερά; Θα γίνει η «συσπείρωση δημιουργικών δυνάμεων για δύσκολες αποφάσεις» (έτσι χαρακτήρισε ο νέος Πρόεδρος την κυβέρνησή, που βγήκε ενδυναμωμένη από τις βουλευτικές εκλογές) το μοντέλο και για άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις; Ή μήπως η γενικότητα του λόγου και η μεγάλη αποχή από τη δημόσια σφαίρα –χαρακτηριστικά που επίσης βρίσκονται στον πυρήνα του φαινομένου Macron- όχι μόνο θα δυσκολέψουν έως εξουδετερώσουν το κυβερνητικό έργο αλλά και θα καταστήσουν άνευ ουσίας το «ιδεολογικό» πείραμα; Δεν έχω απάντηση, ή μάλλον έχω διαίσθηση, που προς το παρόν την κρατώ για τον εαυτό μου.
Αυτό που ξέρω είναι ότι κρίσιμο δοκιμαστήριο για αυτό το πείραμα θα είναι η Ελλάδα. Η κυβέρνηση που θα διαδεχτεί, όχι σε πολύ μακρινό χρόνο, την παρούσα ομάδα εξουσίας –η οποία, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, σκόρπισε στους πέντε ανέμους την ίδια την έννοια της Αριστεράς- θα έχει την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, να αποδείξει αν μια συμμαχία όχι σε ιδεολογικές αλλά σε λογικές βάσεις θα μπορέσει να καλύψει το κενό έργου που αφήνει πίσω της η παρούσα ελληνική κυβέρνηση αλλά και πολλές άλλες στην Ευρώπη.
*Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην ευρωβουλευτής.