Του Δημήτρη Κούρκουλα*
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και το τέλος του ψυχρού πολέμου οι διεθνείς σχέσεις συνεχίζουν να μεταλλάσσονται και να εκπλήσσουν διεθνολόγους και διπλωμάτες. Η σταθερότητα του διπολικού κόσμου έχει αντικατασταθεί από ένα πολυπολικό ασταθές σύστημα.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως διαμορφώθηκε σταδιακά στα χρόνια της μεταπολίτευσης, επέτυχε επί δεκαετίες σημαντικούς στόχους και εδραιώθηκε ως ένα εθνικό υπερκομματικό πλαίσιο. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις παρά τις ρητορικές διαφοροποιήσεις ακολούθησαν σε γενικές γραμμές την ίδια στρατηγική. Το υπουργείο Εξωτερικών αποτέλεσε τον θεματοφύλακα της εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι Πρωθυπουργοί, οι Υπουργοί και οι άλλοι πολιτικοί προϊστάμενοι χάραζαν την πολιτική τους στηριζόμενοι στις γνώσεις και την εμπειρία της ελληνικής διπλωματίας.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τους πρώτους μήνες της αναρρίχησής της στην εξουσία το 2015 να μεταβάλει τη διεθνή θέση της χώρας και η απειλή του κ. Τσίπρα προς τους εταίρους ότι «ο ελληνικός λαός είναι λαός της θάλασσας, δεν φοβάται και θα φτάσει σε νέα λιμάνια» δεν αποτελεί πλέον παρά θλιβερή ανάμνηση ανεύθυνων ερασιτεχνισμών που στοίχισαν δισεκατομμύρια στη χώρα αλλά δεν κατόρθωσαν να την εκτροχιάσουν ως προς τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα.
Σήμερα όμως συντελούνται τεκτονικές αλλαγές. Το παγκόσμιο σύστημα εμπορίου, πάνω στο οποίο στηρίζεται η ευημερία της Δύσης και η δική μας ευημερία υπονομεύεται εκ των έσω από τις ΗΠΑ, η Ε.Ε. αντιμετωπίζει προβλήματα που μειώνουν την δυνατότητα δράσης της, το ΝΑΤΟ κλυδωνίζεται όχι από τις διαδηλώσεις των παραδοσιακών του εχθρών αλλά από την συμπεριφορά του Ντόναλντ Τράμπ, ενώ παντού ενισχύονται οι αυταρχικές πολιτικές. Το δυτικό μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των διεθνών σχέσεων που βασίζονται στη συνεργασία βρίσκεται σε υποχώρηση.
Το σημερινό ριζικά αλλαγμένο παγκόσμιο τοπίο επιβάλει γρήγορες και σημαντικές προσαρμογές στον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτική της χώρας ώστε να εξυπηρετηθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες ασφάλειας και ευημερίας της Ελλάδας μέσα στη νέα παγκόσμια αταξία. Το υπουργείο Εξωτερικών και η ελληνική διπλωματία πρέπει να πρωταγωνιστήσουν στην διαμόρφωση της νέας αυτής δυναμικής που θα συμβάλει στην ουσιαστική έξοδο από την κρίση. Δεν πρόκειται για διαφορετικούς στρατηγικούς στόχους αλλά μεθόδους και τρόπους υλοποίησης προσαρμοσμένους στη νέα πραγματικότητα.
Η πολυπλοκότητα του σημερινού διεθνούς σκηνικού ουσιαστικά αναβαθμίζει τον ρόλο όσων κατέχουν την αναγκαία γνώση, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματών. Η οικονομική αλληλεξάρτηση που εντείνεται με την παγκοσμιοποίηση, τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής, του παγκόσμιου εμπορίου, της δημόσιας υγείας συζητούνται και καθορίζονται όχι πλέον σε στενό εθνικό αλλά όλο και περισσότερο σε διεθνές, συνήθως πολυμερές επίπεδο. Η νέοι παίκτες στο διεθνές σκηνικό, οι τρομοκράτες, το οργανωμένο έγκλημα, οι μετανάστες, οι πολυεθνικές εταιρείες, οι φορολογικοί παράδεισοι απαιτούν γνώση και εμπειρία σε επίπεδο διεθνών σχέσεων και δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζονται μόνο στο στενό ορίζοντα των σε εσωτερικών κρατικών αποφάσεων. Η παγκοσμιοποίηση και η αύξηση της επιρροής μη κρατικών «παικτών» στη διεθνή σκηνή, είτε πρόκειται για διεθνείς οργανισμούς και υπερεθνικά όργανα, όπως η ΕΕ, όχι μόνο δεν μειώνουν τη σημασία της εθνικής διπλωματίας αλλά αντιθέτως επιβάλλουν την ενίσχυσή της. Γιατί όλο και περισσότερα ζητήματα που παλαιότερα αντιμετωπίζονταν σε εσωτερικό κρατικό επίπεδο αποτελούν σήμερα αντικείμενο διεθνών διαπραγματεύσεων. Τα υπουργεία Εξωτερικών και η εθνική διπλωματία είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Εξίσου αναγκαία είναι βεβαίως και η ικανότητα του πολιτικού προσωπικού, σε επίπεδο Πρωθυπουργού και Υπουργών, να αντιλαμβάνονται στοιχειωδώς τον διεθνή περίγυρο και τους συσχετισμούς. Τα όσο τραγελαφικά ζήσαμε το 2015, και σε επίπεδο Πρωθυπουργού αλλά και Υπουργών, όπως του Υπουργού Οικονομικών ή Ενέργειας, επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα ύπαρξης στοιχειώδους αντίληψης του διεθνούς περίγυρου, την ανάγκη απεγκλωβισμού από διεθνοπολιτικές ιδεοληψίες περασμένων εποχών, όπως αυτές που συστηματικά μας κληρονόμησε η εμφυλιοπολεμική «αριστερά».
Αλλά και οι πιο πρόσφατοι χειρισμοί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ανέδειξαν την αδυναμία του σημερινού πολιτικού προσωπικού να αντιληφθεί την ανάγκη δημιουργίας συναινέσεων και συγκλίσεων ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις αλλά και στην κοινωνία. Η αλαζονική αντιμετώπιση των λαϊκών αντιδράσεων μπορεί να μην εκπλήσσει όσους γνωρίζουμε τις ιδεολογικές καταβολές των κυβερνώντων, αλλά σίγουρα δεν προωθεί δημιουργικές και βιώσιμες συνθέσεις.
Μια από τις σημαντικότερες προτεραιότητες της μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχής θα πρέπει να είναι η προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής στις νέες παγκόσμιες συνθήκες αλλά και στις νέες εθνικές προτεραιότητες. Η νέα εξωτερική μας πολιτικής θα πρέπει ασφαλώς να στοχεύει στην παραμονή μας στον πυρήνα της Ε.Ε. και των χωρών που υπερασπίζονται τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πρέπει όμως παράλληλα να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για το μεγάλο στοίχημα της οικονομικής και κοινωνικής ανοικοδόμησης.
*Ο Δημήτρης Κούρκουλας ήταν υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για ευρωπαϊκές υποθέσεις, την περίοδο Ιούνιος 2012-Ιανουάριος 2015. Υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διετέλεσε Πρέσβης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Λίβανο, στη Βουλγαρία και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.