Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Οι Έλληνες είναι έτοιμοι να δώσουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη μια ισχυρή εντολή στις 7 Ιουλίου. Ύστερα από την τραγική αποτυχία του πρώτου πειράματος αριστερής διακυβέρνησης, οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί, πλέον, ότι με υπερφορολόγηση και διανομή επιδομάτων η οικονομία δεν θα φθάσει σε υγιή και δυναμική ανάπτυξη, δεν θα δημιουργήσει νέα εισοδήματα και πλούτο και θα παγιδευτεί στη μετριότητα και στην αναδιανομή της φτώχειας.
Οι Έλληνες δεν στρέφονται στον Κυριάκο Μητσοτάκη επειδή υπόσχεται τα πάντα σε όλους, ακολουθώντας την πεπατημένη του λαϊκισμού. Γνωρίζουν πια καλά ότι οι ανεδαφικές υποσχέσεις οδηγούν μόνο σε δραματικές διαψεύσεις προσδοκιών. Αυτό που αναγνωρίζουν και είναι έτοιμοι να δώσουν στην Νέα Δημοκρατία την ισχυρή εντολή διακυβέρνησης είναι ότι, για πρώτη φορά ίσως, ένα κόμμα παρουσιάζει ένα απλό και συνεκτικό σχέδιο για την ανάδειξη των δημιουργικών δυνατοτήτων των Ελλήνων, ένα σχέδιο που ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της οικονομίας και στις εύλογες προσδοκίες όλων για κατάκτηση της ευημερίας, ύστερα από μια δεκαετία πρωτοφανούς κρίσης.
Η εντολή της 7ης Ιουλίου στον Κυριάκο Μητσοτάκη θα έχει ιστορικό χαρακτήρα: στην τελική ευθεία για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, ο νέος πρωθυπουργός θα έχει τη βαριά ευθύνη να λάβει όλα τα μέτρα που θα απελευθερώσουν το δυναμισμό και τη δημιουργικότητα των Ελλήνων και θα θέσουν την οικονομία οριστικά σε τροχιά γρήγορης ανάπτυξης. Σε αυτή την αποστολή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι καταδικασμένος να πετύχει! Αν δεν τα καταφέρει, η βαριά χρεωμένη ελληνική οικονομία δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τη θηλιά του χρέους και θα οδηγηθούμε με μαθηματική βεβαιότητα, μέσα στη δεκαετία του 2030, αν όχι νωρίτερα, σε ένα νέο επεισόδιο κρίσης χρέους, όπου θα χρειασθεί και πάλι να προσφύγουμε ως ικέτες στους Ευρωπαίους εταίρους μας, ζητώντας νέες διευκολύνσεις, που θα έχουν και πάλι βαρύ τίμημα.
Η σημερινή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν θέλουμε να δούμε την αλήθεια πέρα από τις προπαγανδιστικές, παραπλανητικές προσεγγίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ δύσκολη. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup του Ιουνίου 2018, με την οποία η χώρα ολοκλήρωσε το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, προσφέρει ελάφρυνση του χρέους και σταθεροποιεί σε χαμηλό επίπεδο (1,6%) το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του για τα επόμενα 13 χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.
Όμως, για να μην φθάσουμε και πάλι στο χείλος της χρεοκοπίας, η συμφωνία του 2018 προϋποθέτει ότι μέχρι το 2060 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι 3,1% και το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάνει το 2,4% του ΑΕΠ ετησίως, κατά μέσο όρο.
Μπορεί η Ελλάδα να πετύχει αυτές τις επιδόσεις; Οι περισσότεροι παρατηρητές είναι επιφυλακτικοί. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για παράδειγμα, εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι 2,9% και το μέσο πλεόνασμα 1,8%. Με τους δικούς του υπολογισμούς, από το 2038 το χρέος θα αρχίσει και πάλι να αυξάνεται σταθερά, ενώ οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα αρχίσουν να ξεπερνούν το στόχο του 20% του ΑΕΠ, δηλαδή θα ξεφύγουν από το όριο που θεωρείται βιώσιμο και η Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη να ζητήσει και πάλι μια ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους, αλλιώς θα αντιμετωπίσει και πάλι τον κίνδυνο αποκλεισμού από τις αγορές.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Προφανώς, για να ξεφύγει η χώρα οριστικά από την τροχιά της χρεοκοπίας χρειάζεται να μεγαλώσει πολύ ταχύτερα ο παρονομαστής του κλάσματος χρέος/ΑΕΠ. Χρειαζόμαστε επειγόντως ανάπτυξη, γιατί ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί ότι ο ελληνικός πληθυσμός θα υποστεί ακόμη μεγαλύτερες δόσεις λιτότητας, για να παραχθούν εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα από μια «καχεκτική» οικονομία. Και χρειαζόμαστε ανάπτυξη βιώσιμη, με διάρκεια δεκαετιών, όχι πρόσκαιρα «θαύματα» και «φούσκες».
Το σχέδιο του Κυριακού Μητσοτάκη καλύπτει ακριβώς αυτή την ανάγκη για βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση. Δεν υπόσχεται θαύματα, αλλά προσεγγίζει τα πραγματικά προβλήματα που όλοι αντιλαμβανόμαστε, τα οποία κρατούν καθηλωμένη στη μετριότητα την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η βασική υπόσχεση της ΝΔ είναι ότι θα μειώσει το βάρος της φορολογίας, που «πνίγει» την οικονομική δραστηριότητα και καταλήγει να στρεβλώνει το παραγωγικό μοντέλο. Όπως εύστοχα επισήμαναν πρόσφατα οι οικονομικοί αναλυτές του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, με την υπερβολική φορολόγηση «η επιχειρηματικότητα εγκλωβίζεται σε μικρά μη οργανωμένα σχήματα χαμηλής ανταγωνιστικότητας που είναι συμβατά με αυξημένη παραοικονομία και που προσφέρουν χαμηλότερη απασχόληση σε χαμηλότερες αμοιβές και με χειρότερες προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης».
Η μείωση φόρων που υπόσχεται η ΝΔ είναι το «φάρμακο» που χρειάζονται επειγόντως οι συντελεστές της οικονομίας, για να μπορέσουν να κινητοποιηθούν δημιουργικά. Για να γίνει αντιληπτό σε ποιο βαθμό «πνίγεται» η υγιής παραγωγική δραστηριότητα από τους φόρους και την εφαρμογή των ιδεολογημάτων του ΣΥΡΙΖΑ περί δίκαιης φορολόγησης των «πλουσίων», αρκεί να αναφερθεί ένα παράδειγμα, το οποίο ανέφεραν σε σχετική μελέτη οι αναλυτές του ΣΕΒ: «Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ το χρόνο, ”αφαιρείται” μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Η πρόσφατη εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μειώνει αυτή την επιβάρυνση, αλλά δεν αλλάζει τη σχετική θέση της Ελλάδας. Ένα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν υπόσχεται κάτι ριζοσπαστικό, αλλά τις μειώσεις φόρων και εισφορών που δεν θα μετατρέπουν την αύξηση εισοδήματος σε «κατάρα» και σε υποχρεωτικό συνεταιρισμό με το κράτος, αλλά θα επιτρέπουν στον εργαζόμενο να προσπαθήσει περισσότερο για να αυξήσει το εισόδημά του και, κατ' επέκταση, τον εθνικό πλούτο, αντί να θεωρεί ότι η μεγαλύτερη προσπάθεια απλώς τον εκθέτει περισσότερο στο μακρύ χέρι του κράτους.
Για την επιτάχυνση της ανάπτυξης, πέρα από τη μείωση του φορολογικού βάρους, χρειάζονται απλές λύσεις που θα αυξήσουν την επενδυτική δραστηριότητα και θα φέρουν ρευστότητα στην οικονομία.
Στο πεδίο των επενδύσεων, δεν χρειάζεται να γίνουν θαύματα, αλλά απλώς να αντιστραφούν τραγικά άστοχες πολιτικές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ:
1. Ο προϋπολογισμός του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) έγινε το μόνιμο θύμα της παράλογης οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ: με περικοπές επενδύσεων επιτυγχάνονταν θηριώδη υπερπλεονάσματα (πάνω από το στόχο του προγράμματος), που επέτρεπαν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζει επιδόματα και κοινωνικά μερίσματα, σε μια προσπάθεια ψηφοθηρικού εγκλωβισμού των ασθενέστερων στρωμάτων. Το 2017, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, το «ψαλίδισμα» του ΠΔΕ, σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του προϋπολογισμού, έφθασε τα 800 εκατ. ευρώ! Όλα αυτά τη στιγμή που, όπως υπολογίζει η ΤτΕ, τα οφέλη των δημοσίων επενδύσεων είναι μεγάλα και πολύπλευρα, ενώ εκτιμάται ότι μια επενδυτική δαπάνη του Δημοσίου ίση με 1% του ΑΕΠ προσθέτει 0,79% στην ανάπτυξη. Με σοβαρή διαχείριση των δημοσίων επενδύσεων, χωρίς παράλογες περικοπές για να δημιουργούνται υπερπλεονάσματα, η κυβέρνηση της ΝΔ θα μπορέσει να δώσει ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη.
2. Οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να γίνουν, τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο μετά την έξοδο από τα προγράμματα σταθεροποίησης, ο σημαντικότερος παράγοντας προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τις γνωστές ιδεοληψίες της Αριστεράς κατά των ιδιωτικοποιήσεων, έκανε στις ιδιωτικοποιήσεις πολύ λίγα και πολύ αργά, πάντα υπό την πίεση των Ευρωπαίων δανειστών. Είναι χαρακτηριστικά όσα τραγελαφικά συμβαίνουν με την εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό: η έκδοση Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων και η διόρθωση λανθασμένων εγγραφών στο Κτηματολόγιο καθυστερούν εδώ και μήνες χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, εκτός από την αβελτηρία των δημοσίων υπηρεσιών. Η καθυστέρηση αυτών των ΚΥΑ παρασύρει σε αναβολές και το διαγωνισμό για το Καζίνο. Ορθά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευθεί ότι αμέσως μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης θα προωθήσει με γρήγορα βήματα την απεμπλοκή της μεγαλύτερης επένδυσης στην Ελλάδα από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Αν η επόμενη κυβέρνηση κινηθεί με εξίσου γρήγορο βηματισμό για πολλές ακόμη μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που «σέρνονται» εδώ και χρόνια, θα δοθεί πραγματικά ισχυρή ώθηση στις ξένες επενδύσεις και στην ανάπτυξη.
Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, ψηφίδα στο παζλ της οικονομικής ανάπτυξης είναι η γρήγορη αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας των τραπεζών, ώστε να πάψουμε να μιλάμε για μια «ανάπτυξη χωρίς πιστώσεις» (creditless recovery). Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σπανίως οι οικονομίες αναπτύσσονται χωρίς θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης και, όταν αυτό συμβαίνει, πάντα η ανάπτυξη είναι «καχεκτική».
Για να γίνει αντιληπτό ποσό σημαντικό είναι να «ξεκολλήσουν», επιτέλους, οι ελληνικές τράπεζες από τους αρνητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, τονίζουμε ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς του τμήματος ανάλυσης της Eurobank, για κάθε 1% αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων η αύξηση του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα έξι τρίμηνα είναι 0,35%.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε αντιλήφθηκε τη σημασία της καλής λειτουργίας του τραπεζικού τομέα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι, προς χάριν της δήθεν ηρωικής διαπραγμάτευσης του πρώτου 6μήνου 2015, φθάσαμε στο κλείσιμο των τραπεζών και στα capital controls, που, με τη σειρά τους, οδήγησαν στην καταστροφική ανακεφαλαιοποίηση του 2015, με τις τράπεζες να εκδίδουν νέες μετοχές σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, επειδή οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων ήταν από μόνοι τους αρκετοί για να θεωρούνται οι τράπεζές μας τεχνικά χρεοκοπημένες. Αρκεί, επίσης, να θυμηθούμε τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς που είχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη λήψη των κατάλληλων μέτρων για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα αναλάβει να διαχειρισθεί το δύσκολο πρόβλημα της εξυγίανσης των τραπεζών με ρεαλισμό και γρήγορο βηματισμό. Γιατί, απλούστατα, η ΝΔ αντιλαμβάνεται πολύ καλά το ρόλο των τραπεζών στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και μπορεί να διαχειρισθεί μια κρίση που δυστυχώς συνεχίζεται στο τραπεζικό σύστημα με αποτελεσματικότητα και χωρίς ιδεοληψίες.
Με ένα συνδυασμό ορθολογικών και εφαρμόσιμων μέτρων πολιτικής, για τη μείωση των φορολογικών βαρών, την τόνωση των επενδύσεων και την αποκατάσταση της κανονικότητας στον τραπεζικό τομέα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να φέρει τη χώρα στην ιστορική επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση, έχοντας επαναφέρει στους Έλληνες την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, με βιώσιμη δημιουργία εισοδημάτων και πλούτου και μακριά από νέα επεισόδια κρίσης χρέους. Οι Έλληνες το δικαιούνται και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι καταδικασμένος να το πετύχει!
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Γραμματέας Ειδικών Κομματικών Οργανώσεων Ν.Δ.