«Ο κουρασμένος»

«Ο κουρασμένος»

Το τηλέφωνο κατέβηκε από το χέρι του αργά – αργά. Είχε μείνει κατάπληκτος από το γεγονός ότι στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας. Και τηλεφώνησε σε αυτόν, έναν απλό και φτωχό δημοσιογράφο. Ήταν περασμένα μεσάνυκτα και ο πιο ισχυρός πολίτης της χώρας επέλεξε αυτόν ανάμεσα σε όλους τους δημοσιογράφους της χώρας για μία συνέντευξη.

Ούτε που κατάλαβε για πότε ντύθηκε και για πότε κατέβηκε τις σκάλες. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε, προσπαθώντας την ίδια ώρα να τακτοποιήσει το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του. «Που πάμε»; τον ρώτησε ο ταξιτζής. «Μέγαρο Μαξίμου», απάντησε με έμφαση ο δημοσιογράφος. «Τέτοια ώρα»; ρώτησε πάλι ο ταξιτζής. «Είμαι δημοσιογράφος», δικαιολογήθηκε εκείνος. «Πες το παιδί μου», είπε ο ταξιτζής κουνώντας κάπως το κεφάλι του. Τον έβριζε, τον θαύμαζε; Ποιος ήξερε. Γεγονός, πάντως, είναι ότι μέχρι το τέλος της διαδρομής δεν τον ενόχλησε άλλη φορά…

Στην είσοδο τον περίμενε ένα ψηλό παιδί της φρουράς του προέδρου και μέσα από τον στενό διάδρομο τον οδήγησε στο μικρό ασανσέρ που θα τον πήγαινε στον πρώτο όροφο. Εκεί όπου τον περίμενε ο  πρωθυπουργός! Ο δημοσιογράφος μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο που δέσποζε το γραφείο του προέδρου. Ο ίδιος καθότανε στην θέση του και επεξεργαζότανε ένα κείμενο. Σήκωσε λίγο τα μάτια του και έκανε νόημα στον δημοσιογράφο να καθίσει απέναντί του. Έπειτα από λίγη ώρα, όταν τελείωσε την δουλειά του, κοίταξε στα μάτια τον φιλοξενούμενό του, του χαμογέλασε και τον ρώτησε αν του πρόσφεραν κάτι. Ήταν τελείως διαφορετικός απ' ότι περίμενε να τον δει. Βαθιά ανθρώπινος, αλλά και κουρασμένος.

«Θέλω να σε ρωτήσω ορισμένα πράγματα», είπε προς τον δημοσιογράφο, αιφνιδιάζοντάς τον πλήρως. «Τώρα θα δεις πόσο εύκολο είναι να απαντάς στις ερωτήσεις των άλλων»!

Ο δικός μας είχε μπλοκάρει για τα καλά. Δεν περίμενε με τίποτα ότι θα τον φώναζε ο πρωθυπουργός της χώρας μέσα στα άγρια μεσάνυκτα για να του ζητήσει και όχι για να του δώσει μία… συνέντευξη! Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα πράγματα. Τελείως ασυνήθιστα και γι αυτό τον λόγο ήταν και συναρπαστικά. Μία ιστορική βραδιά θα ακολουθούσε.

-Θα έχεις ακούσει να λένε ότι είμαι κουρασμένος…
-Το έχω ακούσει κύριε πρόεδρε.
- Εσύ τι θα έκανες αν σε καταπίεζε μία εργασία καθημερινά; Αν ο αρχισυντάκτης σου σού έκανε την ζωή «μαύρη». Αν είχες χάσει, στην κυριολεξία, τον ύπνο σου;
-Θα είχα παραιτηθεί.
-Εύκολα το είπες. Σκέψου ότι έχεις αναλάβει ένα βαρύτατο καθήκον έναντι των αναγνωστών σου. Θα τους γύριζες την πλάτη;
-Ο κάθε ένας από εμάς κύριε πρόεδρε μπορεί να σηκώσει ένα συγκεκριμένο βάρος. Δεν ξέρω τι θα κάνατε εσείς, αλλά εγώ δεν θα άντεχα σε μία αφόρητη πίεση που θα απειλούσε ακόμη κι αυτή την ύπαρξή μου. Τι νόημα θα είχε αν πιεζόμουν και αυτό είχε μία άσχημη κατάληξη για την υγεία μου; Πάλι θα ήμουν ανίκανος να συνεχίσω το έργο που θα μου είχαν αναθέσει οι αναγνώστες μου. Ενώ με την παραίτησή μου θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον.

Ο πρόεδρος έριξε το κεφάλι του πίσω στην πολυθρόνα του, σαν να σκεφτότανε όλα αυτά που μόλις συζήτησε με τον συνομιλητή του. Ο δημοσιογράφος άρπαξε την ευκαιρία και πήρε πίσω τον ρόλο του!

-Κύριε πρόεδρε, εγώ είμαι ένας αδύναμος δημοσιογράφος. Εσείς, όμως, είστε ο πρόεδρος. Είστε σίγουρα φτιαγμένος από ατσάλι, έτοιμος να αντιμετωπίσετε όλες αυτές τις κακουχίες της πολιτικής.
- Διαδόσεις! Πιστεύετε αλήθεια ότι έχετε απέναντί σας έναν υπεράνθρωπο;
-Κι είναι σωστό να το βάλετε στα πόδια;

Ο πρόεδρος  δεν απάντησε. Ο δημοσιογράφος κατάλαβε ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει, καθώς ο αστυνομικός που τον συνόδευσε νωρίτερα στεκότανε και πάλι δίπλα του όρθιος. Ο πρόεδρος είχε γείρει πάλι το κεφάλι του πίσω…

Την άλλη μέρα η εφημερίδα του κυκλοφόρησε με πρώτο θέμα «ο κουρασμένος». Ήταν μια ιστορική στιγμή για την εφημερίδα. Και για την χώρα. Από την μία θα μπορούσε κάποιος να πει: «Επιτέλους εκλογές». Επειδή αυτό ακριβώς ήθελε ο κόσμος, η κοινή γνώμη. Από την άλλη να αναρωτηθεί αν το βουνό βρισκότανε πίσω μας ή μπροστά μας…  

Θανάσης Μαυρίδης

[email protected]