Της Σοφίας Ζαχαράκη
Eίναι δύσκολο να γράψεις ένα κείμενο αποχαιρετισμού για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς να πεις πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί και, συγχρόνως, χωρίς να χρησιμοποιήσεις τα στερεότυπα λόγια που λέγονται στην απώλεια κάθε σπουδαίου προσώπου.
Από την άλλη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν μια ιστορική προσωπικότητα τόσο ξεχωριστή, που είναι δύσκολο να συμπυκνώσει κανείς τα ίχνη και τις παρακαταθήκες της σε στερεότυπα λόγια και περιγραφές.
Αλλά, ίσως, είχε ένα ιδιαίτερο νόημα να μιλήσει κανείς σήμερα για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην γενιά που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει ως εν ενεργεία, με την στενή έννοια, πολιτικό. Που είναι ακριβώς η γενιά των νέων παιδιών που έζησαν την ενηλικίωσή τους στα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά.
Σ'' αυτά τα δύσκολα - σχεδόν ήδη οκτώ - χρόνια ζήσαμε όλοι μας την βίαιη ανατροπή όλων όσων είχαμε μάθει να θεωρούμε πριν την κρίση δεδομένα. Και, επιπλέον, νιώσαμε όλοι πως είναι να ανατρέπονται βίαια προσδοκίες που ο καθένας μας είχε για το μέλλον του.
Μέσα σ'' αυτό το περιβάλλον είδαμε επίσης να εμφανίζονται κάθε λογής προφήτες, που ο καθένας έδινε την ιδιοτελή εξήγησή του για το «τι δεν πήγε καλά», προσθέτοντας στα προβλήματα της κρίσης και ένα πνεύμα μηδενισμού και διχασμού, που εξαπλώθηκε από το διαδίκτυο στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις και δηλητηρίασε τις ζωές μας.
Κι έτσι, θα ήταν, ίσως, δύσκολο για ένα νέο παιδί, που γεννήθηκε μετά το 1990, να ξεχωρίσει, πως, στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, υπήρξε ένας οραματιστής ηγέτης, ένας πολιτικός που βρέθηκε μπροστά από την εποχή του, που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με υπομονή και συστηματικότητα έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου και που προέβλεψε επερχόμενα δεινά, προτιμώντας να πεί στον λαό δυσάρεστες αλήθειες και όχι ευχάριστα ψέματα.
Θα ήταν, ίσως, εξίσου δύσκολο για το νέο αυτό παιδί να διακρίνει, ότι στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης υπήρξε ένας οραματιστής πολιτικός, που αντιστάθηκε στον διχασμό και άφησε την πιό πολύτιμη συμβουλή του στις νέες γενιές να μην αναβιώνουν τις μάχες του παρελθόντος, αλλά να δώσουν τις μάχες του μέλλοντός τους.
Αυτός ο πολιτικός, που βρέθηκε μπροστά από την εποχή του, ήταν ένας «συμβατικός», και, συγχρόνως, τόσο «αντισυμβατικός» πολιτικός. Ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και σήμερα αυτήν την δικαίωση του την προσφέρει η ίδια η ιστορία και τα λόγια των ιστορικών του αντιπάλων.
Όμως, σήμερα, θα είχε σημασία να ειπωθεί κάτι ακόμη:
Στον καιρό που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει ο τόπος ζύμωσης των εντυπώσεων, που πίσω τους σχηματίζεται αυτό που λέμε «κοινή γνώμη», έχει μια ιδιαίτερη εξήγηση το γεγονός, ότι βρέθηκαν και εκείνοι που αισθάνθηκαν με αγωνία την ανάγκη να προσπαθήσουν να σκεπάσουν με την χυδαιότητά τους την μνήμη ενός γηραιού πολιτικού, που έφυγε από την ζωή στην ηλικία των 99 ετών.
Γιατί από τον ηλεκτρισμό αυτής της χυδαιότητας αναδύεται από μόνο του ένα ερώτημα: Τί φοβήθηκαν όλοι αυτοί από έναν πολιτικό που έχει ήδη αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική εδώ και 13 χρόνια;
Ίσως φοβήθηκαν εκείνα που μένουν από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Ίσως φοβήθηκαν τα ίδια τα λόγια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που απευθύνθηκε ο ίδιος με ευθύνη και γενναιότητα στην «γενιά της καταιγίδας», στην οποία μετέχουμε όλοι μας:
«Για όσα συνέβησαν οι πολίτες και προπαντός οι νέοι κατηγορούν την πολιτική. Είναι λογικό αυτό, δεδομένων των λαθών, των αστοχιών και των καταχρήσεων των πολιτικών που κυβέρνησαν τον τόπο τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική όμως είναι το μοναδικό εργαλείο που διαθέτουν οι πολίτες για τη διακυβέρνησή τους. Όταν επιτυγχάνει ευημερούν. Όταν αποτυγχάνει δυστυχούν. Η πολιτική παραμένει εκείνο το πεδίο δράσης που μπορεί δυνητικά να αναδείξει το καλύτερο της ανθρώπινης φύσης. Είναι η μοναδική διαδικασία που μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο με τρόπο μαζικό τη ζωή των ανθρώπων. Να αλλάξει τη μοίρα των λαών και των εθνών. Προϋπόθεση για αυτό, ιδίως για έναν λαό συναισθηματικό, είναι να μην παρασύρεται από εύκολες και ψεύτικες υποσχέσεις. Κρατήστε την αισιοδοξία σας. Μην επιτρέπετε στο φόβο και στο αδιέξοδο να νικήσουν την ελπίδα. Έχουμε αναγεννηθεί πολλές φορές από τις στάχτες μας. Το ίδιο θα πράξουμε και τώρα».
Αντίο, Πρόεδρε. Σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας πρόσφερες.