Ο κ. Γαβρόγλου θα ηττηθεί και πάλι, το πανεπιστήμιο θα νικήσει

Ο κ. Γαβρόγλου θα ηττηθεί και πάλι, το πανεπιστήμιο θα νικήσει

Του Ορέστη Καλογήρου*

Αν θέλει κάποιος να κατανοήσει την πολιτική του κ. Γαβρόγλου για το πανεπιστήμιο, οφείλει να ανατρέξει στο άρθρο που δημοσίευσε ο ίδιος στις 20 Ιουλίου 2014 στην ΑΥΓΗ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς στα πανεπιστήμια».

Στο άρθρο εκείνο, ο κ. Γαβρόγλου εκδηλώνει την πολιτική του κατάθλιψη για την απώλεια της (κομματικής) ηγεμονίας της αριστεράς και την κατάκτησή της από τις μη κομματικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του πανεπιστημίου. Σοκαρισμένος τότε ο σημερινός υπουργός, αποκαλούσε περιφρονητικά τους συναδέλφους του «Ένα σώμα φοβισμένων, ένα σώμα λειτουργών που αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί το λειτούργημά του και να αποτελέσει μια φωνή δημιουργικής κριτικής για όσα συμβαίνουν στο πανεπιστήμιο».

Διαβάζοντας προσεκτικά εκείνο το άρθρο, εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι σήμερα ο κ. Γαβρόγλου, αφού δεν μπορεί να ασκήσει πολιτική ηγεμονία γιατί δεν έχει ούτε ιδέες ούτε όραμα για το πανεπιστήμιο, αλλά ούτε την αποδοχή των ιδεοληψιών του, αποφάσισε αυταρχικά να ασκήσει κομματική και διοικητική ηγεμονία. Αποφάσισε να εκδικηθεί τους συναδέλφους του γιατί γύρισαν την πλάτη στο κόμμα του. Οι διατάξεις για την ξεχωριστή εκλογή πρύτανη – αντιπρυτάνεων, για την επαναφορά της παραδιοίκησης των φοιτητικών παρατάξεων και η διάκριση των ποινικών αδικημάτων σε προστατευόμενα από το «άσυλο» ή μη, εξασφαλίζουν την κομματική ηγεμονία επί της πανεπιστημιακής κοινότητας που είχε το θράσος να μην αποδέχεται τις ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ, η κατάργηση των Συμβουλίων και ο ασφυκτικός έλεγχος του υπουργού σε αμιγώς ακαδημαϊκά θέματα εξασφαλίζει τη διοικητική ηγεμονία του, ενώ η ισοπέδωση και ο εξισωτισμός προς τα κάτω των μεταπτυχιακών εξασφαλίζει την ηγεμονία της μιζέριας.

Ο κ. Γαβρόγλου θα μείνει στην ιστορία ως ο υπουργός παιδείας που δήλωσε «αν οι καλοί είναι να φύγουν στο εξωτερικό, επειδή δεν πληρώνονται, εγώ τους προτρέπω να φύγουν». Μια φράση που συμπληρώνει τον προκάτοχο και μέντορά του κ. Μπαλτά, που έμεινε ήδη στην ιστορία ως ο υπουργός που δήλωσε «η αριστεία είναι ρετσινιά».

Ο υπουργός επαναλαμβάνει μονότονα και αυτάρεσκα ότι είναι «υπέρ των ακαδημαϊκών κανόνων μέχρι τελικής πτώσεως». Όσο καλοπροαίρετα και να ψάξει κανείς στο κείμενο του νομοσχεδίου, δεν θα βρει ούτε έναν ακαδημαικό κανόνα. Η παραπάνω αποστροφή του πρέπει να διαβαστεί «θα επιβάλω ως υπουργός τους δικούς μου κομματικούς κανόνες μέχρι τελικής πτώσεως της αυτονομίας των πανεπιστημίων».

Η κυνικότητα του κ. Υπουργού εκφράστηκε εύγλωττα στον τρόπο με τον οποίο παραχώρησε, κρυφά και φανερά, ρουσφέτια σε τμήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας για να αποσπάσει μια συναίνεση χωρίς αρχές. Συναλλασσόμενος με το βαθύ πανεπιστήμιο, που έχει πάντα ως προτεραιότητα τα καλά και συμφέροντα, διέσπασε προσωρινά τους πρυτάνεις, ενώ καλλιεργώντας τα χειρότερα συντεχνιακά ένστικτα είτε των πολυτεχνείων είτε των ΤΕΙ επιχείρησε να εξασφαλίσει την αποδοχή τους.

Τελικά, με μια σειρά από τραγελαφικές και αντιφατικές κινήσεις, ιδιαίτερα στο θέμα των «μαστερς», δεν κατόρθωσε ούτε αυτό. Σε ένα ζήτημα, όμως, βρήκε σύμφωνο το βαθύ πανεπιστήμιο. Στον δαιδαλώδη τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούν οι ΕΛΚΕ (ειδικοί λογαριασμοί κονδυλίων έρευνας) με κοινό σκοπό να παρακαμφθεί πάση θυσία η μόνη λύση που παρέχει διαφάνεια και ευελιξία στη διαχείριση, αλλά και λογοδοσία των πρυτάνεων, δηλαδή δημιουργία ΝΠΙΔ που προέβλεπε ο 4009/2011. Με αποτέλεσμα, η απίστευτη γραφειοκρατία που εισάγει στους ΕΛΚΕ, να καταλαμβάνει το 25% της έκτασης του κειμένου του νομοσχεδίου, καθιστώντας τους τροχοπέδη για την ανάπτυξη της έρευνας.

Το χειρότερο με το νομοσχέδιο Γαβρόγλου δεν είναι ότι επαναφέρει το πανεπιστήμιο στη δεκαετία του '80. Η πικρή αλήθεια είναι πως, με εξαίρεση τη σύντομη χαμένη άνοιξη που έφερε ο 4009/2011, το ελληνικό πανεπιστήμιο βρίσκεται διαρκώς στη δεκαετία του '80. Το χειρότερο είναι, ότι αφήνει απαρασάλευτες τις ισορροπίες των πανεπιστημιακών ομάδων συμφερόντων, προστατεύει την κεκτημένη μετριοκρατία και εσωστρέφεια, επιφέρει την απομάκρυνση του ελληνικού πανεπιστημίου από τις καταιγιστικές ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

Η σύντομη άνοιξη του νόμου Διαμαντοπούλου, που κινητοποίησε τεράστιες λανθάνουσες δυνάμεις τόσο στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημίων όσο και στους διεθνώς καταξιωμένους Έλληνες της ακαδημαϊκής διασποράς, έδειξε ότι υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό που στις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει το πανεπιστήμιο εκεί που του αξίζει.Αυτό που χρειάζεται σήμερα, είναι η χαρτογράφηση της επόμενης, μετά τον κ. Γαβρόγλου, ημέρας. Οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να έχουν έτοιμο το σχέδιο για το πανεπιστήμιο του μέλλοντος.

Οι αρχές της αυτονομίας, της αξιολόγησης, του κοινωνικού ελέγχου και της λογοδοσίας που εισάγονταν με τον 4009/2011, πρέπει να διευρυνθούν με τις ιδέες της ευελιξίας, της διαφοροποίησης και της ποικιλότητας. Κάθε ακαδημαϊκή μονάδα είτε είναι ΑΕΙ είτε είναι ΤΕΙ, να μπορεί να διαμορφώσει το ιδιαίτερο προφίλ της πατώντας πάνω στα δυνατά της σημεία, να ορίζει τα δικά της πεδία αριστείας. Εκείνο που χρειάζεται, είναι να διαμορφωθεί το πλαίσιο που θα κινητοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητες που πράγματι έχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Ένα πλαίσιο που θα συγκρουστεί με τον εφησυχασμό, την αδράνεια, το βόλεμα, τη μετριοκρατία, την κομματική καμαρίλα, τις ομάδες προσωπικών συμφερόντων.

Οι Έλληνες πανεπιστημιακοί έχουν όλα τα φόντα να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρόκληση. Πρέπει να τους δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα, που θα τους αναγκάσουν να κινητοποιηθούν. Η στασιμότητα φέρνει τη ρουτίνα. Οι μεταρρυθμιστικές ανατροπές φέρνουν την κίνηση. Η αυτονομία κερδίζεται με τον ιδρώτα της πανεπιστημιακής κοινότητας, θέλει δουλειά. Η κοινωνία που είναι ο αιμοδότης του πανεπιστημίου πρέπει να το ζητήσει. Ιδιαίτερα οι φοιτητές μας, οφείλουν να κατανοήσουν ότι το μοναδικό συμφέρον τους είναι να ζητήσουν από τους δασκάλους τους την εξωστρέφεια, τη διεθνοποίηση, την αξιολόγηση, τη λογοδοσία.

Το νομοσχέδιο Γαβρόγλου, που ψηφίζεται τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, καταδικάζει τους Έλληνες φοιτητές στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση. Τους αποκόπτει από τον ζωτικό τους χώρο που είναι το ευρωπαϊκό και διεθνές ακαδημαϊκό σύστημα. Χρέος δικό μας, των δασκάλων τους, είναι να ανατρέψουμε το συντομότερο δυνατό αυτήν την πορεία προς το τίποτα.

* Ο κ. Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής ΑΠΘ.