Του Ανδρέα Ζαμπούκα
«Έχουν ξαναγραφτεί πολλά πράγματα εκτός από την ιστορία μας. Όλα όσα έγιναν σε τούτο τον κόσμο γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν εκατοντάδες φορές και κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να διαπιστώσει τι έγινε στην πραγματικότητα. Απ' τις πολλές επαναλήψεις της ιστορίας τους, οι άνθρωποι τα ΄χουν χάσει και δεν ξέρουν καλά καλά, ποιοι είναι στην πραγματικότητα.» (Ιάκωβος, πράξη Γ΄, Σκηνή 1)
Ο Μίλαν Κούντερα εμπνέεται από ένα παλιό έργο του Ντιντερό και γράφει τον δικό του «Ιάκωβο». Ο Ιάκωβος και ο αφέντης είναι δυο συμβολικές φιγούρες, πάνω στις οποίες στηρίζεται η ανακύκλωση της ιστορίας και η ανθρώπινη πορεία στον πλανήτη. Ο Ιάκωβος είναι ο μοιρολάτρης, που πιστεύει ότι η παρουσία του στη ζωή είναι προκατασκευασμένη από κάπου ψηλά, γεγονός που του δίνει ελευθερία να διαπραγματεύεται τα ζητήματα της ηθικής με ασυνειδησία και τρυφερότητα και ο Αφέντης είναι ο τακτοποιημένος υλιστής μεγαλοαστός, που αγωνίζεται μέσα από κωδικοποιημένες συμπεριφορές να ερμηνεύσει τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της ανθρώπινης μοίρας. Εξαρτημένοι και οι δύο, ο πρώτος από τη σιγουριά των ουρανών και ο άλλος από τη σιγουριά της επίγειας εξουσίας, γλεντάνε, ζούνε, στοχάζονται, χωρίζουν, σμίγουν και βαδίζουν ολοένα.
Όπως ακριβώς και άλλα διάσημα «ανέμελα» δίδυμα (Δον Κιχώτης - Σάντσο Πάντσα, Τόμπυ Σάντυ - Τριμ, Υπολοχαγός Λούκας - Στρατιώτης Σβέικ), ο Ιάκωβος και ο αφέντης του ακολουθούν το κλασικό μοτίβο του Διόνυσου με τον δούλο του Ξανθία, στους Βατράχους του Αριστοφάνη. Ο κόσμος γύρω τους, αλλιώς γράφει την Ιστορία του και οι δυο τους για αλλού τραβούν, συζητώντας για αναμνήσεις, ερωτικούς ή φανταστικούς μύθους, φτιαγμένους από τις επιθυμίες τους.
Η ελληνική αφήγηση μέσα στον χρόνο, κινείται περίπου σ΄ αυτό το διαλεκτικό παιχνίδι: κυρίως μετά το 399 π.Χ. (θάνατος του Σωκράτη), όλα μοιάζουν να εξελίσσονται στο περιθώριο της Ιστορίας, με τα γεγονότα των δύο τελευταίων αιώνων να καθορίζουν και τη σημερινή μας πορεία στον χρόνο. Στην ουσία, υπάρχει ένας μαραθώνιος διάλογος μεταξύ μιας εξουσίας που λειτουργεί κάτω από την επήρεια της αυτιστικής αρχομανίας και μιας μάζας «Ιάκωβων» που χαριεντίζεται με τα βάρη των εθνικών, των κοινωνικών και των φαντασιακών τους μύθων.
Και οι δύο αδιαφορούν για το τι πραγματικά συμβαίνει γύρω τους και συζητούν πάνω στη δική τους ατζέντα: στα χρόνια της Επανάστασης, στη βιομηχανική εποχή του 19ουαιώνα, στον Εθνικό Διχασμό, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στον Εμφύλιο, στην εποχή της καταναλωτικής προοδοπληξίας και σήμερα στην εξαετία των μνημονίων. Πάντα κάτι άλλο συνέβαινε από αυτό που πιστεύαμε ότι συμβαίνει. Άλλα νομίζαμε, χαμένοι στον κόσμο των δικών μας αφηγήσεων, κι άλλα έγραφε η Ιστορία πίσω από την πλάτη μας.
Ο δικός μας «Ιάκωβος», μοιρολάτρης, «ψεκασμένος» και φοβισμένος απέφευγε σαν τον διάβολο την αλήθεια και ο «αφέντης» του, θολωμένος από τον ιδρυματισμό της ηγεμονίας, αντάλλασσε μαζί του απίθανες ιστορίες σε ένα άσχετο φασματικό περιβάλλον.
Και σήμερα, το ίδιο στόρυ ακριβώς διαδραματίζεται: ο κόσμος γύρω μας αλλάζει στις επιστήμες, στην παιδεία, στην τεχνολογία, στην οικονομία και στον πολιτισμό. Εμείς όμως παλεύουμε με τα ΔΝΤ, τις τρόικες και τους δράκους, μόνο και μόνο για να μην χαλάσουμε τα «πάρε-δώσε» της εξουσίας και το σκηνικό των γλαφυρών διαλόγων μας. Περπατώντας ανέμελα, μέσα στον χρόνο, δεν μας ενδιαφέρει καν το μέλλον, παρά μόνο το παρελθόν. Γιατί μόνο αυτό είναι εύπλαστο για να σκαρώνουμε τις αφηγήσεις μας.
«Και ποιο είναι το χειρότερο τέλος που μπορεί να έχει μια ιστορία;», ρωτάει ο Ιάκωβος τον αφέντη του. H απιστία της αγαπημένης; H προδοσία του φίλου; H εξαθλίωση μιας ευγενικής ψυχής; Ο παρ'' ολίγον θάνατος στην κρεμάλα;
Το χειρότερο τέλος στους δικούς μας «ανέμελους» νευρωτικούς διαλόγους είναι αυτό που δεν θέλουμε ποτέ να ξέρουμε. Μας το δείχνει κάποια στιγμή, με δραματικό τρόπο, η αληθινή Ιστορία, αλλά είναι πλέον αργά…