Ο φόβος της παραδοχής

Ο φόβος της παραδοχής

Του Μιχάλη Τάσσου*

Κάποιες φορές ο παρορμητισμός δεν σου επιτρέπει να δεις την «μεγάλη εικόνα». Σε αναγκάζει πεισματικά να εστιάσεις στο «δέντρο», αγνοώντας, ηθελημένα, το «δάσος». Ένα «δάσος» που σε περιτριγυρίζει. Απλωμένο παντού δίπλα σου. Που έχει ριζωθεί βαθιά. Έχει καλλιεργήσει νοοτροπίες, «συνήθειες» και «ήθη». Διαμορφώνοντας μια ζοφερή πολιτική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που «σκεπάζει» οτιδήποτε πάει να «αντισταθεί». Το στιγματίζει. Το απομονώνει. Το «πνίγει» μεθοδικά. Μπολιάζοντας, ακόμα πιο βαθιά, το «κακό». Βλέπεις, δεν είναι εύκολο να ονειρεύεσαι αλλαγές. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να τις επιχειρήσεις. Να βάλεις «πλάτη» να υλοποιηθούν. Να παραδεχτείς ότι έχεις μερίδιο ευθύνης στο λάθος. Να σηκώσεις ανάστημα απέναντι στο φόβο της παραδοχής.

Η δημοσιοποίηση μιας και μόνο νομοθετικής ρύθμισης αρκούσε να το αποδείξει. Η επί της ουσίας κατάργηση της πλατφόρμας Taxibeat επαναφέρει μια συζήτηση με διαδρομή βαθιά πίσω στο χρόνο. Μια διαρκή ιδεολογική μάχη. Ανάμεσα σε δυο κόσμους, τόσο παράλληλους όσο και διαφορετικούς. Αναπόφευκτη σύγκρουση, γενίκευση και στιγματισμός. Σε αυτό το σκηνικό επέλεξα να αφήσω συνειδητά τις μέρες να κυλήσουν. Μια σύντοµη, αλλά αναγκαία, ανάπαυλα ώστε να κατασταλάξουν οι πρώτες εντυπώσεις. Να ηρεμήσουν οι σκέψεις. Να μετρηθούν τα επιχειρήματα. Ήθελα να είμαι αντικειμενικός σε ότι γράψω. Πλέον είμαι σίγουρος. Η επόμενη μέρα βρίσκει την ελληνική κοινωνία σε σύγχυση, αμηχανία αλλά ταυτόχρονα και απελπισία. Δεν πρόκειται απλά για κατάρρευση αυτής της κυβέρνησης.

Η αναγνώριση της υποκρισίας, οι ανοικτές, ακόμα, «πληγές» του εύκολου λαϊκισμού, αποτελούν τη μεγαλύτερη, αλλά ταυτόχρονα και την τελευταία, πολιτική μας ευκαιρία. Μια ευκαιρία που επιβάλλεται να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Παραμερίζοντας ό,τι μας διχάζει. Προστάζοντας τη βούληση για κοινωνική συνοχή και συνεννόηση. Λέξεις «πολυφορεμένες» και πολλές φορές αλλοτριωμένες στα χείλη πολλών. Με δεδομένη, μάλιστα, την διαρκή υπονόμευση εννοιών, το «παιχνίδι» αυτό καθίσταται να διαδραματίζει ένα ρόλο βαθύτατα ανήθικο. Καθορίζοντας, αναπόφευκτα, το ρόλο και τη λειτουργία του δημόσιου διαλόγου. Περιορίζοντας στην πράξη νεωτερισμούς και ιδέες. Όλα στο βωμό μια εικονικής ασφάλειας. 

Αυτή η εικόνα αρνείται πεισματικά να κατασταλάξει μέσα μου. Με προβληματίζει. Μου ψιθυρίζει και με αναστατώνει. Επαναφέροντας διαρκώς τα ίδια ερωτήματα. Είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να αλλάξουμε; Να επιλέξουμε να αφήσουμε πίσω τις παθογένειες; Να εντάξουμε την ορθολογικότητα στην πολιτική μας σκέψη; Απαλλαγμένοι από εγωισμό και συνειδητές αυταπάτες; Απελευθερωμένοι από τη δημαγωγία, τη διαστρέβλωση και τον λαϊκισμό; Είμαστε διατεθειμένοι να απομυθοποιήσουμε τον εύκολο δρόμο; Την υποκρισία του διαφορετικού; Να αντιληφθούμε την πλάνη στην οποία συρθήκαμε; Θα μου επιτρέψετε να σταθώ αισιόδοξος αλλά παράλληλα και επιφυλακτικός.

Αρνούμενοι πεισματικά να αποβάλλουμε την γενική αμφισβήτηση τη μετουσιώνουμε σε πολιτική στάση. Ακολουθώντας την εύκολη λύση μιας διαρκούς αναζήτησης ενός απώτερου «σκοτεινού» αιτιατού, παραμερίζουμε τις προσωπικές μας ευθύνες. Αποποιούμαστε το «βάρος» των επιλογών μας. Αλλοτριώνοντας την ίδια μας την προσωπικότητα και το ρόλο μας ως ενεργοί πολίτες. Σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αρνείται πεισματικά να ακούσει, να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες που του αναλογούν. Παρατηρώντας προβληματίζεσαι και αναρωτιέσαι. Τι άλλο πρέπει να συμβεί για να κατανοήσουμε τα δεδομένα; Αλήθεια πόσο έχει στοιχίσει στη χώρα η απομάκρυνση από στοιχεία πραγματισμού;

Φυσικά και η κατανομή ευθυνών δεν μπορεί να είναι η ίδια ανάμεσα σε πολίτες και πολιτικούς. Η αναλογική τους κατανομή αποτελεί δεδομένη. Όπως δεδομένο αποτελεί ότι η επικράτηση του λαϊκισμού οφείλεται στην άμεση ανταπόκριση του στις απαιτήσεις του λαού. Ο στόχος δεν είναι να γυρίσουμε στην χώρα που χάσαμε, αλλά σε μια καινούρια, σύγχρονη και δυναμική χώρα. Δεν αρκεί η αναζήτηση ενός άλλου προσώπου, για να ενσαρκώσει λανθασμένες αντιλήψεις. Στο μυαλό μου επανέρχεται ένα απόσπασμα ενός αγαπημένου τραγουδιού του Δ. Σαββόπουλου. «Τι να φταίει η Bουλή, τι να φταιν οι εκπρόσωποι, έρημοι και απρόσωποι, αν πονάει η κεφαλή…». Αυτοί που αρνούνται ν'' αλλάξουν ενσαρκώνουν την μιζέρια. Μια μιζέρια που καλούμαστε να αποβάλλουμε. Με αυτήν την Ελλάδα είμαι εγώ.

* Ο κ. Μιχάλης Τάσσος είναι δικηγόρος και πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει από τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.