Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Βαδίζοντας σταθερά η κυβέρνηση στην κατεύθυνση μιας «καθαρής» εξόδου από το μνημόνιο, έχει τοποθετηθεί με περισσή σαφήνεια, όσον αφορά το τι ακριβώς δεν θέλει: ο τράχηλός της δεν σηκώνει προληπτικές γραμμές χρηματοδότησης, όση ασφάλεια και αν αυτές προσφέρουν στον ασταθή κόσμο της αγοράς ομολόγων.
Έχει αφήσει, προς το παρόν, αναπάντητα ορισμένα βασικά ερωτήματα της αγοράς, αλλά αυτό δεν φαίνεται να την προβληματίζει, όσο και αν αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα έχει «παγώσει» τις εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα.
Για παράδειγμα, αναπάντητο μένει ως τώρα ένα βασικό ερώτημα για το τραπεζικό σύστημα: τι θα συμβεί στις τράπεζες και, ενδεχομένως, στους καταθέτες, αν αυτές χρειασθούν ανακεφαλαιοποίηση το 2019 και δεν υπάρχει διαθέσιμη μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας; Θα εφαρμοσθούν οι ευρωπαϊκοί κανόνες για το bail-in;
Σε τέτοια πρακτικά ερωτήματα δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν οι σχεδιαστές της «καθαρής» εξόδου. Γι' αυτούς έχει σημασία πρωτίστως η διαμόρφωση ενός επικού, ηρωικού αφηγήματος περί τερματισμού της μνημονιακής σκλαβιάς, που νομίζουν ότι θα έχει υψηλή αξία εξαργύρωσης στο επόμενο εκλογικό ταμείο.
Και ενώ η αβεβαιότητα για την «καθαρή» έξοδο υπονομεύει τις προοπτικές δυναμικής οικονομικής ανάκαμψης, μετά την εξαιρετικά ασθενή αύξηση του ΑΕΠ το 2017 (μόλις 1,4%), η κυβέρνηση αρχίζει να «πουλάει» στο εσωτερικό ακροατήριο τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της για την ανάπτυξη της «επόμενης ημέρας», τότε δηλαδή που η κυβέρνηση θα εφαρμόζει (επιτέλους!) ένα πρόγραμμα δικής της ιδιοκτησίας.
Το σπουδαιότερο μνημείο (αριστερόστροφης) οικονομικής σκέψης δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, αλλά ο τίτλος του εξάπτει την φαντασία, όσων τουλάχιστον έχουν ακόμη τη διάθεση να βυθισθούν στο μαγικό κόσμο της αυταπάτης: «ολιστικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης».
Με τους δανειστές έχει συμφωνηθεί ότι η κυβέρνηση θα παρουσιάσει μέσα στον Απρίλιο ένα δικό της σχέδιο «ολιστικής ανάπτυξης», το οποίο θα εφαρμοσθεί την πρώτη περίοδο μετά τη λήξη του οικονομικού προγράμματος του μνημονίου.
Πρόκειται για ένα σχέδιο, που έχει συμφωνηθεί ότι θα περιγράψει πώς θα αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι, εθνικοί και κοινοτικοί, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Στον ίδιο φάκελο, θα μπουν οι σχεδιασμοί για τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων, ενώ οι δανειστές θέλουν να εντάξουν στο ίδιο σχέδιο και δεσμεύσεις των ελληνικών αρχών για τη μη ανατροπή μεταρρυθμίσεων που ήδη έχουν εφαρμοσθεί -κάτι σαν «μετα-μνημόνιο»…
Για αυτό το μεγαλεπήβολο επενδυτικό σχέδιο λίγα έχουν γίνει ως τώρα γνωστά, ενώ όποιος προσπαθήσει να το σκιαγραφήσει, διαβάζοντας, για παράδειγμα, την τελευταία σχετική ομιλία του Ευκλείδη Τσακαλώτου (στην Λάρισα), μάλλον θα απογοητευθεί από τις ασαφείς γενικολογίες, που θυμίζουν μάλλον κακογραμμένη έκθεση ιδεών μαθητή του Δημοτικού, παρά τοποθέτηση από έναν υπεύθυνο για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής.
Στη γενική κατεύθυνση μιας αναπτυξιακής πολιτικής για την περίοδο μετά τα μνημόνια, όλοι συμφωνούν ότι είναι απαραίτητο ένα επενδυτικό σοκ, μέσω του οποίου θα γίνει δυνατή η μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα ενισχύσει με διατηρήσιμο τρόπο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, ύστερα από μια μακρά περίοδο ακραίας υποβάθμισής του.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όμως, έχει δημιουργήσει αρκετό προβληματισμό σε όσους παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην οικονομία, με ορισμένες πρόσφατες τοποθετήσεις του, που μοιάζουν να είναι βγαλμένες από κάποιο νέο παραμύθι αριστερόστροφης οικονομικής σκέψης:
- Σε πρόσφατη εκδήλωση του ΙΟΒΕ, ο κ. Τσακαλώτος κατακεραύνωσε τον Γιάννη Στουρνάρα, επειδή τόλμησε να υποστηρίξει ότι χρειάζεται αύξηση της αποταμίευσης για να υποστηριχθούν οι επενδύσεις. Όπως είπε, οι αποταμιεύσεις είναι δεν είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη, αλλά αποτέλεσμα της ανάπτυξης, ειδικά σε μια χώρα που είναι χρόνια σε ύφεση, όπως η Ελλάδα. Τον κ. Τσακαλώτο δεν φαίνεται να απασχολεί στο ελάχιστο ότι η καθαρή εθνική αποταμίευση (net national savings, στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας) βρίσκεται σταθερά σε αρνητικό ποσοστό από το 2007, φθάνοντας ως το -13,3% το 2011, κάτι που σημαίνει ότι η οικονομία για πολλά χρόνια «τρώει τις σάρκες της». Ούτε τον απασχολεί ότι σοβαροί οικονομολόγοι, όπως ο Ντάνιελ Γκρος του ινστιτούτου CEPS των Βρυξελλών κρούουν κώδωνα κινδύνου, τονίζοντας (σε συνέντευξη στην «Καθημερινή», 19/3), ότι «αν δεν αποταμιεύσετε περισσότερο στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα δεν έχετε μέλλον». Όπως επισημαίνει ο Γκρος, «δεν μπορείς να περιμένεις ότι τις επενδύσεις θα τις κάνουν οι ξένοι. Σε κάθε κανονική χώρα 90% των επενδύσεων είναι εγχώριες».
Η Πορτογαλία έχει καταφέρει να επιστρέψει στα επίπεδα αποταμίευσης προ κρίσης και αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από την Ελλάδα. Όλα αυτά δεν συγκινούν τον κ. Τσακαλώτο, που φαίνεται να πιστεύει στην παλιά… κακή συνταγή των ελληνικών κυβερνήσεων: ενισχύοντας την κατανάλωση, θα αυξηθεί η ζήτηση και αυτό θα φέρει αύξηση επενδύσεων, εισοδημάτων και αποταμίευσης.
- Στο πρόβλημα χρηματοδότησης των επενδύσεων σε μια οικονομίας με τραπεζικό σύστημα σε παράλυση, λόγω των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι έτοιμος να δώσει «μαγικές» λύσεις, επιμένοντας σε παλαιότερα -αλλά όχι ξεχασμένα, όπως αποδεικνύεται- σχέδια για το λεγόμενο «παράλληλο» τραπεζικό σύστημα.
Στην ίδια εκδήλωση στο ΙΟΒΕ, όπου το βασικό θέμα ήταν η χρηματοδότηση επενδύσεων μέσω του Χρηματιστηρίου, ο υπουργός Οικονομικών απέφυγε να αναφερθεί διεξοδικά σε αυτή τη χρηματοδοτική δυνατότητα, και να μιλήσει για τις συνεταιριστικές τράπεζες και τη δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα (η οποία παραμένει στα χαρτιά…), επισημαίνοντας ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ο Γιάννης Στουρνάρας πληροφόρησε τον κ. Τσακαλώτο ότι στην Ελλάδα οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν αποτύχει. Θα μπορούσε να τον πληροφορήσει, επίσης, ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν πολύ μικρό μέγεθος για να κάνουν τη διαφορά στη χρηματοδότηση της οικονομίας (μερίδιο μόλις 1% στις χορηγήσεις), έχουν χαμηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και τα προβληματικά δάνεια αντιστοιχούν στο 57% των συνολικών τους χαρτοφυλακίων, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των συστημικών τραπεζών. Ίσως ο κ. Τσακαλώτος να περιμένει κάποιο θαύμα από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, με τη μορφή πακτωλού κεφαλαίων, που αυτή θα προσελκύσει από όλες τις γωνιές του πλανήτη (από την Γερμανία και την Γαλλία, ως την Κίνα και την Βραζιλία), ώστε αυτά τα κεφάλαια να περάσουν στην οικονομία μέσα από τις συνεταιριστικές τράπεζες. Προς το παρόν, πάντως, το μόνο που γνωρίζουμε για την Αναπτυξιακή Τράπεζα είναι ότι τα σχέδια για την ίδρυσή της κυοφορούνται στους κυβερνητικούς κύκλους από το 2015, αλλά ακόμη, παρότι το περασμένο καλοκαίρι εγκρίθηκε η δημιουργία της από το Eurogroup, παραμένει στα χαρτιά.
Όπως κατ' επανάληψη έχει συμβεί στο παρελθόν, η κυβέρνηση προτιμά να πειραματίζεται με διάφορες αριστερόστροφες δοξασίες για την οικονομία και να πολεμά ως υπερβολικά συντηρητικές τις πιο ορθόδοξες προτάσεις για το μέλλον της οικονομίας.
Η ασφαλής λύση της εξόδου από το πρόγραμμα με προληπτική γραμμή, που θα περιόριζε τους κινδύνους και θα βοηθούσε στην αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, αποκρούεται επειδή δεν ταιριάζει στο ηρωικό πολιτικό αφήγημα των επόμενων εκλογών, ενώ οι ορθόδοξες λύσεις για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων δεν πείθουν τους κυβερνώντες, που προτιμούν τους αδιέξοδους πειραματισμούς με «παράλληλα» τραπεζικά συστήματα (ίσως επειδή εκεί η εποπτεία της ΕΚΤ είναι πιο μακρινή και οι κομματικές παρεμβάσεις ευκολότερες).
Όλα αυτά θα ήταν αστεία, αν ζούσαμε σε μια ευημερούσα οικονομία με υψηλά επίπεδα ανάπτυξης, που θα άφηναν κάποια περιθώρια ακόμη και για αλλόκοτους πειραματισμούς. Δυστυχώς, όμως, η κρισιμότητα της κατάστασης δεν επιτρέπει άλλα πειράματα με… μαγικά φίλτρα. Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται, ας θυμηθούν πού οδήγησαν τέτοιοι πειραματισμοί, το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015…
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.