Μπορεί η συμφωνία με την Αίγυπτο να αποτελέσει τον καταλύτη για ένα θερμό επεισόδιο τον Αύγουστο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Θα τολμήσει ο Ερντογάν να ξεκινήσει γεωτρήσεις προφασιζόμενος ότι η «μονομερής ενέργεια» της Ελλάδας παραβίασε την συμφωνία που είχε κάνει με την μεσολάβηση της Μέρκελ για πάγωμα των ερευνών, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις ισχυρών παικτών της περιοχής, όπως της Γαλλίας, του Ισραήλ, της Αιγύπτου και γενικότερα του διεθνούς παράγοντα;
Απαντήσεις προς ώρας στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχουν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η συμφωνία για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο είναι βήμα που ενισχύει πολύ την θέση της χώρας σε σχέση με ό,τι θα επακολουθήσει. Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, έχουμε ταυτότητα συμφερόντων με το Κάιρο. Και αυτό αποδυναμώνει τις επιδιώξεις της Άγκυρας.
Επίσης βέβαιο είναι ότι δεν δικαιολογούνται εφησυχασμοί. Όπως και ότι στην πράξη δεν έχουμε ακόμη ξεμπλέξει με το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Είναι σίγουρο ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει την διενέργεια σεισμικών ερευνών στην επίμαχη περιοχή, όπως έκανε σαφές χθες ο Τ. Ερντογάν. Επίσης σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα θα βγάλει απέναντι στον τουρκικό στόλο το δικό της στόλο, όπως ακριβώς συνέβη και τον Ιούλιο.
Επίσης ένα επιπλέον στοιχείο, είναι κατά πόσο ενοχλημένος πολύ ο Ερντογάν με την απόφαση αυτή της Αιγύπτου, θα κλιμακώσει τις επιχειρησιακές του δραστηριότητες στην Λιβύη, προκαλώντας την αντίδραση του Καίρου.
Προς ώρας η αντίδραση της Τουρκίας δείχνει οργή αλλά και αμηχανία. Αφενός ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε διπλωματικά την διακοπή του διαλόγου διερευνητικών επαφών που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει εντός του μηνός μετά από παρέμβαση της Γερμανίας και αφετέρου επιχειρησιακά προανήγγειλε την επαναφορά στο status quo ante της προ τριών εβδομάδων επίτευξης «εκεχειρίας» επίσης μετά από την παρέμβαση της Γερμανίας. Δηλαδή την αποστολή του Ορούτς Ρέις στην υφαλοκρηπίδα του Καστελλορίζου για γεωτρήσεις και αποστολή των στόλων στην περιοχή, του μεν τουρκικού για την περιφρούρηση των ερευνών, του δε ελληνικού για την αποτροπή τους.
Ένα επίσης ερώτημα που μένει να απαντηθεί τις επόμενες ημέρες αφορά την στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην συμφωνία. Την αντίδραση της ΕΕ, των μεγαλύτερων κρατών-μελών της, δηλαδή της προεδρεύουσας Γερμανίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και του ΟΗΕ. Αντίδραση που έχει πολύ μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα όταν ο Ερντογάν κατηγορεί στην χθεσινή του δήλωση τον Μητσοτάκη στην Μέρκελ για «αθέτηση των υπεσχημένων».
Κάνοντας πάντως μία ψύχραιμη εκτίμηση των πραγμάτων μακριά από θριαμβολογίες ή μαξιμαλιστικές μεμψιμοιρίες, πέραν της επίτευξης της συμφωνίας καθ' αυτής, μερικά μόνο από τα πλεονεκτήματά της είναι ότι:
- Αδρανοποιεί, τουλάχιστον de jure, το ούτως ή άλλως παράνομο τουρκολυβικό μνημόνιο, το οποίο οικειοποιείται κατά τρόπο απάδοντα προς το Διεθνές Δίκαιο μεγάλο κομμάτι της υφαλοκρηπίδας και εν δυνάμει ΑΟΖ της χώρας μας και σε μικρότερο βαθμό της Αιγύπτου. Αρκεί μόνο να δει κάποιος στον χάρτη ότι η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία διεμβολίζει σε μία έκταση 52 ν.μ. την αντίστοιχη έκταση που εμπεριέχεται στο τουρκολυβικό σύμφωνο, το οποίο απονέμει αυτήν την περιοχή στην Τουρκία ή την Λιβύη.
- Εξασφαλίζει στην χώρα μας την συμφωνία με την Αίγυπτο και προλαβαίνει ενδεχόμενη συμφωνία που προσέφερε η Τουρκία στην χώρα αυτή, πιο επωφελή μεν για την αραβική χώρα, αλλά κατ’ αντίθεση προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι αυτονόητες οι συνέπειες μίας επικράτησης στην Αίγυπτο των τουρκόφιλων Αδελφών Μουσουλμάνων που θα ολοκλήρωνε την συμφωνία του 2013 που δεν κατάφερε να κλείσει η τότε ισλαμιστική κυβέρνηση Μόσρι με την Τουρκία επειδή ανετράπη. Η χώρα μας δεν θα ήταν αντιμέτωπη μόνο με την Λιβύη και την Τουρκία αλλά και με την Αίγυπτο στο θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και θα ήταν εγκλωβισμένη από δύο παράνομα μεν αλλά στην πράξη ισχυρά σύμφωνα τα οποία θα είχε υπογράψει η Τουρκία με θαλασσίως γειτονικές μας χώρες και θα είχαν περικυκλώσει ουσιαστικά την Ελλάδα.
- Σε συνέχεια των δύο παραπάνω φέρνει την Τουρκία σε εξαιρετικά δύσκολη γεωπολιτική αλλά και γεωστρατηγική θέση, εφόσον αποδυναμώνεται, έστω προς το παρόν prima facie, ο ρόλος της στην περιοχή και ιδίως στην Λιβύη. Η οργισμένη αντίδρασή της αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
- Καταδεικνύει περίτρανα, μετά και την υπογραφή της αντίστοιχης ελληνοϊταλικής συμφωνίας, στην διεθνή κοινότητα ότι η χώρα μας ακολουθεί πολιτική ειρήνης, φιλίας, συνεργασίας και καλής γειτονίας με τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Μεσογείου με βάση το Διεθνές Δίκαιο και μακριά από απειλές, προκλήσεις και θερμά επεισόδια.
- Αναγνωρίζεται καταρχήν ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 121 παρ. 2 Σύμβασης για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 τα νησιά έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Το σημείο αυτό, όμως, όπως θα καταδείξουμε αμέσως παρακάτω χρειάζεται διευκρίνιση και πρέπει να δούμε το τελικό κείμενο της συμφωνίας.
- Αναβαθμίζει την θέση της χώρας διεθνώς. Ένα σημείο που δεν έχει αναδειχθεί μέχρι τώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η σύναψη της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, όπως και της αντίστοιχης ελληνοϊταλικής, αποσκοπεί στο να αναβαθμίσει την χώρα μας και στα όμματα των εταίρων μας στην ΕΕ και ιδίως των ισχυρότερων αυτών, Γερμανίας και Γαλλίας, αλλά και των ΗΠΑ ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που επιδιώκει την ειρηνική και με βάση το Διεθνές Δίκαιο επίλυση των διαφορών. Δηλαδή σε αντίθεση με την Τουρκία που επιδιώκει μονομερείς, προκλητικές, παράνομες και τετελεσμένες ενέργειες και συμπεριφορές. Κατά συνέπεια οι εταίροι μας θα πρέπει να συνεχίζουν να πιέζουν την Τουρκία αφενός να αποφεύγει τις παράνομες και προκλητικές ενέργειες και αφετέρου να διαπραγματευθεί με βάση την καλή πίστη και το Διεθνές Δίκαιο.
Απ’ εκεί και πέρα υπάρχουν και κάποια θολά ακόμη σημεία της συμφωνίας. Το ότι δεν προκρίθηκε για την οριοθέτηση η μέση γραμμή (δηλ. 50%-50%) αλλά η αναλογία 55%-45% υπέρ της Αιγύπτου (η Αίγυπτος μάλιστα ζητούσε 60%-40% και η Τουρκία της πρόσφερε 70%-30%) δεν είναι παράδοξο ούτε επισφαλές για τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας, εφόσον σε μια διαπραγμάτευση ισχύει ο κανόνας του δούναι και λαβείν και η γειτονική μας χώρα πήρε κάτι παραπάνω για να μας δώσει την συμφωνία με τα ανωτέρω πλεονεκτήματα. Άλλωστε, η οριοθέτηση με βάση την μέση γραμμή είναι μεν συνήθης στην διεθνή πρακτική αλλά όχι απόλυτη.
Το ότι εξαιρέθηκε η περιοχή του συμπλέγματος του Καστελλορίζου από την οριοθέτηση ήταν αναμενόμενο και επίσης δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί, εφόσον είναι γνωστές οι θέσεις της Αιγύπτου εξαρχής και ότι αυτές είναι εγγύτερα σε εκείνες της Τουρκίας παρά στις δικές μας για το θέμα αυτό. Ερωτήματα δημιουργεί η εξαίρεση της μισής Ρόδου από την οριοθέτηση κι αν αυτό έγινε από απαίτηση της χώρας μας για λόγους τακτικής ή της άλλης πλευράς. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να γίνει γνωστό εάν οι δύο χώρες διαφωνούν και στο θέμα αυτό.
Σημαντικό είναι το ότι γίνεται αναφορά σε μη παραίτηση των θέσεων εκάστης πλευράς για την συνέχιση των διαπραγματεύσεων, ενώ ενδεχόμενη μη επίτευξη συμφωνίας και για τα κομμάτια αυτά, θα πρέπει κατά την γνώμη του γράφοντος να οδηγήσει την υπαγωγή της διαφοράς στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την οποία αμφότερα τα κράτη αποδέχονται.
Το μεγαλύτερο όμως ερωτηματικό το οποίο απαιτεί σαφή απάντηση είναι εάν έγινε δεκτή η αρχική απαίτηση της αιγυπτιακής πλευράς περί μειωμένης επήρειας της Κρήτης, της Ρόδου και της Καρπάθου κατά την οριοθέτηση. Οι μέχρι τώρα αναφορές μιλούν για αποδοχή στην συμφωνία κυριαρχικών δικαιωμάτων (ΑΟΖ, υφαλοκρηπιδα) των νησιών, δεν διευκρινίζεται όμως, αν αυτό ισχύει κατά πλήρη επήρεια. Το σημείο αυτό είναι ζωτικής σημασίας διότι τυχόν αποδοχή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς της θέσης ότι τα νησιά μας, και μάλιστα μεγάλα νησιά όπως η Κρήτη και η Ρόδος, έχουν μειωμένη επήρεια στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, αποτελεί υποβάθμιση των διαπραγματευτικών μας θέσεων έναντι της Τουρκίας και της νομικής μας θέσης ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, εάν ήθελε να παραπεμφθεί η επίλυση της διαφοράς σε αυτό.
Η υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδος και Αιγύπτου για την οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών έχει ανάψει διπλωματική «φωτιά» στον ευαίσθητο αυτό γεωγραφικό χώρο. Ας ελπίσουμε ότι η φωτιά αυτή δεν θα επεκταθεί και στον επιχειρησιακό τομέα.
*Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.