Ο Ερντογάν, το ρεμπέτικο και η διπλωματία του μπακλαβά

Ο Ερντογάν, το ρεμπέτικο και η διπλωματία του μπακλαβά

Του Γιώργου Μπάλγκα

Είναι ο Ερντογάν ένας «μάγος» της πολιτικής; Οι εκλογικές του επιτυχίες και η δυναμική που διατηρεί επί 16 χρόνια το κόμμα του, αποδεικνύουν ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει τον τρόπο να γοητεύει τις μάζες. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως όσο ανεβαίνει το επίπεδο δυσκολίας και τα τρικ που επιχειρεί γίνονται όλο και πιο ριψοκίνδυνα, οι θεατές αντιλαμβάνονται τις οφθαλμαπάτες και οι χειροκροτητές λιγοστεύουν. Ίσως και η έλλειψη ικανού ανταγωνιστή να είναι ο παράγων που διατηρεί σε υψηλά επίπεδα την δημοφιλία του πρώην ποδοσφαιριστή της Κασίμπασα...

Η επιθετική εξωτερική πολιτική που ασκεί η Άγκυρα είναι το «μεγάλο κόλπο» της παράστασης. «Οι πληθυσμιακές ομάδες της Τουρκίας έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, τόσο ταξικά, όσο και πολιτισμικά. Αλλιώς σκέφτεται και λειτουργεί ο κάτοικος της Σμύρνης κι αλλιώς ο κάτοικος της Ανατολίας. Ακόμη κι εδώ, στην Πόλη, οι αντιθέσεις είναι διακριτές ανάμεσα στον κάτοικο του κοσμοπολίτικου Νισάντασι ή των παραλιακών προαστίων του Βοσπόρου και στον κάτοικο του υποβαθμισμένου Φατίχ, του Μπαλάτ ή του Ντολάπντερε. Όμως στα εθνικά ζητήματα είναι όλοι Τούρκοι. Είναι μόνο Τούρκοι. Μια γροθιά...» μου εξηγούσε ένας φίλος Κωνσταντινουπολίτης, ενώ απολαμβάναμε τσάι και ναργιλέ στο καφενείο Ερενλέρ, στον περίβολο του τεμένους Τσορλουλού Αλί Πασά. «Εδώ φτιάχνουν τον καλύτερο καφέ στην Πόλη. Τούρκικο καφέ. Αυτόν που εσείς λέτε ελληνικό» μου είπε γελώντας κι εγώ θυμήθηκα ότι και στην Ελλάδα "τούρκικο" τον λέγαμε παλιά...

«Ο Ερντογάν επιχειρεί να συσπειρώσει τους Τούρκους οξύνοντας την κατάσταση στο Αιγαίο. Παλιά και δοκιμασμένη συνταγή. Το ίδιο δοκίμασε να κάνει και στη Συρία, όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Ήδη οι νεκροί έχουν περάσει τους πενήντα. Και όσο οι στρατιώτες επιστρέφουν σε φέρετρα καλυμμένοι με την σημαία, οι αντιδράσεις κλιμακώνονται. Γιαβάς γιαβάς, αλλά...» μου εξήγησε ο συνομιλητής μου και με μια ρουφηξιά γέμισε την ατμόσφαιρα με άρωμα μήλου και έκανε το νερό στον ναργιλέ να «τραγουδήσει»...
 
Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν έχει αφήσει τα σημάδια της στην τουρκική οικονομία η οποία περνάει την χειρότερη περίοδό της επί των ημερών του. Το βλέπεις παντού. Στους δρόμους, στα καταστήματα, στις τουριστικές περιοχές. Στις πρώην τουριστικές περιοχές για να είμαι ακριβής. Διότι απουσιάζουν οι τουρίστες...

Στην Αγία Σοφία, εκεί που η ουρά για τους επισκέπτες κάποτε έφτανε τα 50 μέτρα, δεν υπήρχε ψυχή. Στην Βασιλική Κινστέρνα, το υπόγειο υδραγωγείο του Ιουστινιανού, το ίδιο. Στον Ιππόδρομο, εκεί που τριγύριζαν δεκάδες γκρουπ και ξεναγοί έβλεπε κανείς περισσότερους αστυνομικούς παρά τουρίστες. Τα μέτρα ασφαλείας, όπως σε όλη την Πόλη, είναι ιδιαίτερα αυστηρά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Αστυνομικοί με πολιτικά σταματούν περαστικούς και τους ζητούν ταυτότητα. Ουδείς δυσανασχετεί, ασφαλώς... «Φαντάσου να γινόταν αυτό στην Αθήνα του Ρουβίκωνα...» σκέφτηκα.
Αυτοί που δυσανασχετούν είναι οι έμποροι και οι καταστηματάρχες που βλέπουν τα αγγλικά τους, τα ρωσικά, τα ελληνικά που έμαθαν να αποδεικνύονται άχρηστα. Οι περισσότεροι τώρα μαθαίνουν αραβικά. Οι πρώτες ταμπέλες έχουν κάνει την εμφάνισή τους στις προθήκες. Πολλοί περισσότεροι είναι οι φερετζέδες... Παντού κυκλοφορούσαν μαυροφορεμένες γυναίκες με ακάλυπτη μόνο την περιοχή των ματιών. Πάντα συνοδευόμενες από άντρα ο οποίος περπατούσε δυό βήματα πιο μπροστά. «Αραβες» μου εξηγούσαν οι μαγαζάτορες. Μόνο τα παπούτσια και το eyeliner μαρτυρούσαν την ηλικία των γυναικείων σκιών. Αθλητικά οι έφηβες, διακριτικά ψηλοτάκουνα οι μεγαλύτερες. Η γυναικεία αυταρέσκεια δεν κρύβεται ούτε κάτω από την κελεμπία... Σύμφωνα με ορισμένους καταρτισμένους περί του night life, πάντως, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η περιβολή ισχύει μόνο την ημέρα. Υπό το σεληνόφως η ένδυση γίνεται πιο ανάλαφρη και σαφώς πιο χλιδάτη. Κακίες; Ίσως...

«Γιουνανιστάν - Τούρκιε ΝΤΟΣΤ!» είπε με ενθουσιασμό στη φωνή και στο πλατύ χαμόγελο ο Ναντίρ μπέης, και μου χάρισε δυό μικροσκοπικά κουτάκια με τις σημαίες της Ελλάδας και της Τουρκίας. «ΦΙΛΟΙ». Δεν ήταν η πρώτη επίθεση φιλίας που δέχτηκα στο διάστημα που βρισκόμουν στην Πόλη. Οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν με εγκάρδιο τρόπο τον «κομσού», τον γείτονα, που είχαν μπροστά τους. Ο Ναντίρ Γκιουλού, όμως, ακόμα παραπάνω. Ο «βασιλιάς του μπακλαβά» από το Καράκιοϊ, πέντε βήματα από τη γέφυρα του Γαλατά, δεν θέλησε να μιλήσει για τις περιπέτειες που είχε μετά το πραξικόπημα αλλά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μου έδειξε με καμάρι το διαφημιστικό του φυλλάδιο με τις προσωπικότητες που έχει γλυκάνει και τις φωτογραφίες του με τον Κώστα Καραμανλή και τη Ντόρα Μπακογιάννη. Μιας και η «διπλωματία της γραβάτας», η «good diplomacy» του Κοτζιά, δεν είχε τα αποτελέσματα που φιλοδοξούσε το Μαξίμου, ίσως να δοκιμάζαμε τη «baklava diplomacy» του Ναντίρ μπέη. Θα μας μείνει, τουλάχιστον, η γλύκα...
 
Ο Μουσταφά είναι από την Τραπεζούντα. Πόντιος, κατά τα δικά μας. Αλλά και στην ψυχή του. «Ο παππούς και η γιαγιά μιλούσαν ρωμέικα. Όλοι στην Τραπεζούντα μιλούσαν ρωμέικα» μου είπε αυτολεξεί. «Κι εσύ μια χαρά τα μιλάς» απάντησα εντυπωσιασμένος. «Εγώ ου πολλά γνωρίζω...» είπε και σάστισα ακόμη περισσότερο. «Ου πολλά...». Επιστράτευσα όσα ποντιακά μπορούσα να θυμηθώ. «Ντο φτάς;» (τι κάνεις;), τον ρώτησα. «Πολύ καλά, είμαι. Ευχαριστώ!» είπε μεταξύ άλλων ποντιακών λέξεων που δεν κατάλαβα και ένοιωσα άβολα... Όσο κι αν του μιλούσα αγγλικά ή λίγα τουρκικά επέμενε να μου απαντά στα ποντιακά. Στα ελληνικά. Και μου μίλησε για το ρεμπέτικο, για το μπουζούκι, για την Τσιντέμ Ασλάν, μια γοητευτική μελαχρινή που τραγουδάει σαν Σμυρνιά ρεμπέτισσα το «Δερβισάκι», το «Μπιρ Αλλάχ», το «Αμάν Κατερίνα μου» και άλλα...

Δεν είναι μυστικό ότι οι Τούρκοι λατρεύουν την ελληνική μουσική. Την ακούς παντού. Από σουξέ της σημερινής πίστας μέχρι παλαιότερα τραγούδια που σπανίως παίζονται στα ελληνικά ραδιόφωνα. Μέχρι το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά» από την Μικρά Ασία των Καλδάρα - Πυθαγόρα άκουσα σε ένα καφέ του Μπέιογλου, του Πέραν των Ρωμιών. Ειρωνία...

Ένας φίλος μου, γιατρός, κοντά στα 60, ο Εμίν λατρεύει τον Βέρτη. Ο Αχμέτ, ρεσεψιονίστ στο επάγγελμα, ενθουσιάζεται με Άντζελα Δημητρίου. Και ο Ουμίτ, ιδιοκτήτης κάταστήματος με υφάσματα πολυτελείας στην παλαιά Μεγάλη Οδό και σημερινή Ιστικλάλ, προτιμάει τον Νταλάρα. «Έχω στο τηλέφωνό μου όλον τον δίσκο του με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ» μου είπε με καμάρι και έβαλε να παίξει το «Άσπρο περιστέρι», το αγαπημένο του τραγούδι...

«Που πας ρε φίλε; Δεν φοβάσαι;». Η μόνιμη ερώτηση που άκουγα στην Ελλάδα πριν την αναχώρησή μου για την Κωνσταντινούπολη. Ε, λοιπόν, όχι. Δεν φοβάμαι. Δεν φοβήθηκα ούτε στιγμή. Οι περισσότερες έγνοιες των ανθρώπων που συνάντησα σχετικά με την Ελλάδα αφορούσαν τη Σαντορίνη, τη Θάσο, την Χαλκιδική. Οι επιδρομές που σχεδιάζουν θα γίνουν με μαγιό. Θέλουν να καρφώσουν ομπρέλες και όχι σημαίες σε ελληνικό έδαφος. Να πιούν ούζο. Να δοκιμάσουν μεζέδες· κι ας μεταφράζεται σαν... «γαλοπούλα» η λέξη ζαμπόν από τα γκαρσόνια. «Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, μένει στην Ελλάδα», μου είπε ο Φουάτ κλείνοντας το μάτι και τσούγκρισε το ποτήρι του με τον Σαρπ. «Γειά μας!» φώναξαν. «Σερεφέ» απάντησα. Το άτιμο το ρακί...

* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Παρασκευής 9 Μαρτίου.

Φωτογραφία: shutterstock