Ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, η ομογένεια και η Ελλάδα

Ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, η ομογένεια και η Ελλάδα

Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, η Ελλάδα και η ομογένεια θα πρέπει να έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο: Να υπάρξει συνέχεια στην ελληνική εξωτερική πολιτική ως προς την περαιτέρω σύσφιξη διπλωματικών, οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Εν προκειμένω, υπάρχουν μερικοί λόγοι που θα πρέπει να μας καθησυχάζουν σε σχέση με το αποτέλεσμα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολλά ερωτηματικά.

Αρχικά και παρά την προσωπική σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν, η τωρινή διπλωματική ηγεσία στην Ουάσιγκτον έχει ενθαρρύνει και ενίοτε αναπτύξει τις διμερείς της σχέσεις με την Ελλάδα. Παραδείγματα αποτελούν μεταξύ άλλων, οι πρόσφατες επισκέψεις Πομπέο σε Ελλάδα και Κύπρο, η έμπρακτη στρατιωτική αναβάθμιση της Σούδας και της Αλεξανδρούπολης και οι επικείμενες αμερικανικές επενδύσεις που έχουν την απόλυτη ενθάρρυνση της Αμερικανικής κυβέρνησης. Δεν θα ήταν υπερβολή δε να ειπωθεί ότι οι ελληνοαμερικάνικες σχέσεις διανύουν την καλύτερη περίοδο στη σύγχρονη ιστορία τους. 

Επιπροσθέτως, η ομογένεια τα τελευταία χρόνια μέσω των ελληνομαερικανικών οργανισμών (HALC, AHI και άλλων δρώντων) ανέδειξαν τις ελληνικές θέσεις - πολλές φορές αφιλοκερδώς - σκιαγραφώντας με πολύ μεθοδικό και επιτυχημένο τρόπο σε Έλληνες αξιωματούχους την πολιτική σκηνή στην Ουάσιγκτον. Αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει η Ελλάδα αρκετούς συμμάχους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται γερουσιαστές (Μενέντεζ, Μπιλιράκης, Ρούμπιο κ.α) και το εβραϊκό λόμπι,  που άνοιξαν τις πόρτες στο Κογκρέσο και τη Γερουσία. Στη λίστα θα μπορούσε να προστεθεί και ο Τζέφρι Πάιατ που ενώ τελειώνει η θητεία του στην Αθήνα, φαίνεται ότι θα αναλάβει κάποιο καίριο πόστο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. 

Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι ναι μεν δεν έχει απευθείας πρόσβαση στην τωρινή ηγεσία του Λευκού Οίκου, αλλά ότι μπορεί πια να αναδείξει τις θέσεις της σε ανώτατα στελέχη της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας των ΗΠΑ, χωρίς την αυταπάτη της υπολογίσιμης δύναμης, αλλά ως μια χώρα με υπολογίσιμη φωνή.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να εξεταστεί και το επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι μια νίκη Μπάιντεν θα είναι επωφελής για την Ελλάδα λόγω της στενής του σχέσης με την ελληνική ομογένεια.  Ναι μεν η ηγεσία της διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς με τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς όμως η βάση της ομογένειας φαίνεται να είναι φίλα διακείμενη προς τον Τραμπ,. Εφόσον αυτό ευσταθεί, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα αλλάξουν ξαφνικά οι ΗΠΑ στάση απέναντι στην Τουρκία σε περίπτωση νίκης του Μπάιντεν. Αν μας δίδαξαν ένα πράγμα οι προηγούμενες προεδρικές εκλογές, είναι ότι στο τέλος της ημέρας οι ΗΠΑ θα κοιτάξουν τα εθνικά τους συμφέροντα, ανεξάρτητα από το με ποιον έχει καλές σχέσεις η ομογένεια.  

Για το λόγου το αληθές, Έλληνες ομογενείς είχαν βρεθεί σε υψηλόβαθμες θέσεις δίπλα στον Τραμπ, όπως παραδείγματος χάριν, ο ομογενής ελληνορθόδοξος Ράινς Πρίμπους, ο οποίος διετέλεσε Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, ο Τζορτζ Τζιτζίκος ο οποίος πλαισίωσε τον Τραμπ ως υπεύθυνος επικοινωνίας της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τζορτζ Παπαδόπουλος ο οποίος υπήρξε “σύμβουλος” εξωτερικής πολιτικής του νυν Προέδρου προεκλογικά, ενώ τέλος ο Τζορτζ Σηφάκης βρέθηκε σε υψηλόβαθμη θέση του Λευκού Οίκου για εννέα μήνες. Η ιστορία έδειξε ότι οι προαναφερθέντες δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να αναδείξουν τις ελληνικές θέσεις στο βαθμό που πίστευαν κάποιοι παρά τις αρχικές τυμπανοκρουσίες στην Ελλάδα. Όλοι τους αντικαταστάθηκαν (ένας βρέθηκε στη φυλακή) και έτσι ο αρχικός ενθουσιασμός διαδέχτηκε την αμηχανία. 

Εν κατακλείδι, έχοντας υπόψη ότι το 2019 και το 2020 η Τουρκία δαπάνησε περί τα 12 εκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες lobbying στις ΗΠΑ, θα πρέπει να υπάρξουν από ελληνικής πλευράς αντίστοιχες ενέργειες για την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής μας πολιτικής, μιας και παρά το βεβαρημένο κλίμα μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ στην Ουάσιγκτον γνωρίζουν πολύ καλά ότι η Άγκυρα παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη. Η εξωτερική πολιτική δεν χαράσσεται μόνο από δημόσιες σχέσεις αλλά και από κοινά συμφέροντα. Επομένως, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να βρει τρόπους μαζί με την ομογένεια, ώστε να αποτελέσει μέρος των λύσεων για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είτε ο επόμενος κάτοικος του Λευκού Οίκου λέγεται Τραμπ είτε αυτός λέγεται Μπάιντεν.