Ένα αφόρητο βουητό από κακομοιριά, γκρίνια, προβληματισμούς…πολυτελείας και επιστημοσύνης από τα πανέρια, υψώνεται από τα πληκτρολόγια και τους υπολογιστές κάποιων που μέχρι χθες ξεσπάθωναν γιατί «μας μάντρωσαν στα σπίτια μας» καταστρατηγώντας «τις προσωπικές μας ελευθερίες» για ένα ψέμα, μια συνωμοσία και μια γριπούλα.
Τώρα ξεσπαθώνουν γιατί «άλλα μας έλεγαν για τις μάσκες» και άλλα μας «έλεγαν για τα σχολεία». Κάποιοι όντως δεν κατανοούν. Δεν είναι οι περισσότεροι θέλω να πιστεύω. Γιατί έχουμε σοβαρό πρόβλημα αν όντως οι περισσότεροι αδυνατούν να κατανοήσουν τη λειτουργία των «δεδομένων». Και ότι αυτά «μεταβάλλονται» και σε διαφορετικές φάσεις οι «αναγκαιότητες» που πρέπει να υπηρετηθούν είναι διαφορετικές. Είναι σχεδόν τόσο απλό όσο η ανάγκη να βρεις εναλλακτικό δρόμο να πας στη δουλειά σου αν π.χ στο δρόμο αυτό για το επόμενο δίμηνο εκτελούνται έργα για τα οποία έχεις εγκαίρως ενημερωθεί.
Είτε θα συμπεριφερθείς ως ανόητος που στέκεται και μονολογεί « μα εγώ απ΄αυτό το δρόμο πάω» είτε απλά θα αλλάξεις δρόμο. Τα δεδομένα που άλλαξαν για τη χρήση της μάσκας είναι εύκολο να τα αντιληφθείς. Δύσκολο να αντιληφθείς όλο αυτό το διαδικτυακό σούσουρο «πως θα τη φοράω και θα κουρεύομαι» πως «θα τη φοράω και θα τρώω». Είναι εξίσου απλά τα δεδομένα που συνηγορούν στην επιστροφή των παιδιών στα σχολεία. Είναι σχεδόν αφελές το επιχείρημα ότι τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης και υγιεινής. Για αυτό πρέπει να ανοίξουν τώρα τα σχολεία. Για να μάθουν και αυτά και οι εκπαιδευτικοί τι και πως πρέπει να γίνεται. Για να μην ανοίξουν τα σχολεία το Σεπτέμβρη και μέχρι να «εκπαιδευτούν» όλοι στους νέους κανόνες να πρέπει να ξανακλείσουν. Η «προσομοίωση» είναι περισσότερο χρήσιμο να γίνει τώρα που η πανδημία ελέγχεται και η «στραβή» αν συμβεί μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Φυσικά η επιστροφή στο σχολείο σημαίνει αυξημένο κόπο, ευρηματικότητα και πολλή υπομονή από τους εκπαιδευτικούς. Που δικαίως ανησυχούν για την υγεία τους. Ευτυχώς αυτή και πολλές άλλες κατηγορίες εργαζομένων έχουν να αγωνιούν μόνο για το φόβο μήπως νοσήσουν και όχι για τις θέσεις εργασίας τους και τις αμοιβές τους. Συνδικαλιστές της εκπαίδευσης διατυπώνουν το επιχείρημα ότι οι γονείς ανησυχούν και δεν θα στείλουν τα παιδιά στο σχολείο άρα δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσει το άνοιγμά τους. Δείχνουν προς τον Σεπτέμβρη ενώ οι γιατροί προβλέπουν ένα νέο κύμα έξαρσης το Φθινόπωρο.
Από πάντα η προσαρμογή και ο…ηρωισμός της καθημερινότητας συνθέτουν τον όρο «επιβίωση».
Επ' ευκαιρία, ως αντίδοτο στο εξαντλητικό μουρμουρητό της μεμψιμοιρίας και ως μνημόσυνο στους χιλιάδες ανθρώπους που έχασαν και εξακολουθούν να χάνουν τις ζωές τους από τον νέο εχθρό, αξίζει να διαβαστεί ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη το 1965 στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική». Ύμνος αληθινός ,στην επιβίωση και στον αγώνα για ζωή.
«Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;» τον ρωτούν.
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα».