Αστυνομικοί τρέχουν κραδαίνοντας στα χέρια τους τα κλομπ (όπως συνήθως κάνουν στις ταινίες του Βωβού) προς την είσοδο του ΔΟΛ. Ανεβαίνουν από τα σκαλιά τους ατελείωτους ορόφους του μεγάρου και φτάνουν στο γραφείο του Σταύρου. Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν στην πόρτα, προσπαθώντας να την ανοίξουν. Όπισθεν ακολουθεί μία περίεργη κουστωδία…
Θα έχετε καταλάβει ότι παρακολουθούμε μία ταινία βωβού κινηματογράφου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι φανερό ότι του σκηνοθέτη ξέφυγαν ορισμένες βασικές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, οι αστυνομικοί είναι φανερά κατάκοποι από την προσπάθεια που κατέβαλαν. Ανέβηκαν τόσους ορόφους και επιπλέον έχουν έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους την ένταση της στιγμής. Θα καταφέρουν να «σκοτώσουν το τέρας»! Να συλλάβουν την διαπλοκή και να την οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης;
Από την άλλη πλευρά η κουστωδία που σας αναφέραμε είναι ξεκούραστη. Λες και βρισκότανε στο διπλανό γραφείο και περίμενε το νεύμα του σκηνοθέτη για να μπει στο πλάνο. Στον τεράστιο διάδρομο, λοιπόν, του Μεγάρου η παρέα περπατά αμέριμνη με τα μέλη της να απολαμβάνουν έναν περίπατο, σαν να βρίσκονται στην εξοχή και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πειράγματα και σχόλια υψηλής ποιότητας, όπως ταιριάζει σε μία πραγματικά αριστοκρατική συντροφιά.
Της συντροφιάς ηγείται ένας καλοστεκούμενος κύριος με μουστάκι και ψηλές μπότες ιππασίας. Είναι αμίλητος, σαν να μην συμμετέχει στα δρώμενα της υπόλοιπης παρέας. Κοιτάζει παντού με χάρη, αλλά και αυστηρότητα, όπως ακριβώς ταιριάζει σε έναν άνδρα της δικής του τάξης. Δεξιά και αριστερά του δύο υπηρέτες του κρατούν μία μεγάλη ομπρέλα για να τον προστατεύσουν από το ισχυρό φως του ηλίου. Από πίσω εργολάβοι, δημοσιογράφοι, παρατρεχάμενοι. Και βεβαίως – βεβαίως πολιτικοί. Τι χαρούμενη παρέα είναι αυτή. Τι ανέμελη παρέα…
Οι αστυνομικοί πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον πάνω στην πόρτα, προσπαθώντας να την ανοίξουν. Η κάμερα περνάει στην άλλη πλευρά του δωματίου. Αργά – αργά. Εκεί όπου ο κάθε ένας από εμάς τους θεατές έχει ήδη σχηματίσει μία εικόνα για το τι τον περιμένει. Άλλος πιστεύει ότι θα δει δράκους, άλλος ιππότες έτοιμους να προσφέρουν το αίμα τους για έναν ανώτερο σκοπό. Και… εδώ θα σταματήσει η περιγραφή! Από μικρός μισούσα όλους εκείνους που έσπευδαν να μου πουν το τέλος μιας ταινίας που δεν είχα δει. Δεν είχα έπειτα λόγο να πάω στον κινηματογράφο. Είχε χαθεί όλη η μαγεία. Ναι, μπορεί το τέλος να το υποψιαζόμουν. Αλλά δεν το ήξερα. Ήταν ένα μυστικό που θα έπρεπε να ξεδιπλωθεί στην οθόνη.
Μισό λεπτό! Υπάρχει ένα ενδιαφέρον πλάνο που ξέχασα να σας περιγράψω! Ένας δικαστικός επιμελητής προσπαθεί να μπει κι αυτός απελπισμένα στο ίδιο πλάνο και να παραδώσει κάτι. Νομίζουμε ότι διαβάζουμε φευγαλέα πάνω από τον κίτρινο φάκελο την λέξη «πόρισμα». Τέλος πάντων, ο άνθρωπος προσπαθεί να περάσει στον διάδρομο, αλλά βρίσκει παντού κλειδωμένες πόρτες.
Το τέλος της ταινίας δεν θα σας το πω. Θα σας πω, όμως, τον τίτλο της ταινίας, τον οποίον από λάθος παρέλειψα και γι αυτό σας ζητώ ταπεινά συγνώμη: «Το τέλος της διαπλοκής ή πως ο ευγενικός Ρώσος πρίγκιπας κατέκτησε και την πόλη των Αθηνών».
Θανάσης Μαυρίδης