Σε ένα μπαλκόνι της Λακωνικής Μάνης η άυλη παρέα μου είναι το έργο του Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο Δικαστής» και η Ανερούσα, ο ήχος δηλαδή της επιστροφής του κύματος από την παραλία στην θάλασσα. Το βιβλίο του καθηγητή Διαμαντόπουλου, άλλωστε, είναι δίνη επιστροφής στο παρελθόν, στα μύχια βάθη της ανθρώπινης ψυχής, των παθών και των αμαρτημάτων της ιστορίας μας, αλλά και του φορτίου μίας συγκεκριμένης προσωπικότητας που φέρει μία σημαντική ιδιότητα, αυτή του δικαστή.
Είναι δύσκολο να γράψεις μία κριτική για το πόνημα ενός ανθρώπου που υπήρξε και εξακολουθεί να είναι καθηγητής σου και μέντοράς σου όχι μόνο στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, αλλά και σε αυτό της πνευματικής ζωής. Πολύ περισσότερο είναι δύσκολο να μιλήσεις για την ιδιότητα, το λειτούργημα του δικαστή, όταν και ο ίδιος έχεις την τιμή και το βάρος να φέρεις την ίδια ιδιότητα.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ντενί Ντιντερό έλεγε πως η Δικαιοσύνη βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολική επιείκεια και την ανθρώπινη σκληρότητα Διαβάζοντας το βιβλίο ο νους μου ξαμολιέται, σκέφτεται, στοχάζεται και συγκρίνει την ανάλογη ιστόρηση στο «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο. Αντίστοιχες αναφορές σε δυνατούς θεσμούς, θρησκεία τότε, Δικαιοσύνη τώρα και πάντα ο άνθρωπος ως μέτρο που αρέσκεται να βρίσκει αμαρτήματα, να φλυαρεί με τα δόγματα, να ανακαλύπτει αδυναμίες, να καταφέρνει άραγε να συγχωρεί; ή να αποδέχεται την αδυναμία του μπρος στο πρωτεύον δόγμα, αυτό της ζωής που συνιστά η γέννηση, η μάθηση, η επιλογή, η κατανόηση και το τέλος με την έννοια όχι μόνο του θανάτου αλλά και της πλήρωσης και λύτρωσης.
Ο «Δικαστής» του Διαμαντόπουλου όλα τα ανωτέρω κατορθώνει να τα αναδείξει και να τα αναλύσει σε βάθος, βασιζόμενος στην σχέση εξουσίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον εκπρόσωπο και στο εκάστοτε αντικείμενο αυτής, αλλά και της τιμωρίας-κυρίως ηθικής και ψυχικής- ακόμα και του ίδιου του λειτουργού-φορέα της. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό και επιβεβαιώνει την περίφημη ρήση του λόρδου Άκτον, ότι «Power corrupts, absolute power corrupts absolutely», η οποία ισχύει για όλα τα λειτουργήματα και όλους τους θεσμούς. Τα δίπολα των σχέσεων κριτή και κρινόμενου, ιατρού και ασθενή, καθηγητή και φοιτητών, κυβερνώντος και κυβερνωμένου, πολιτικού και ψηφοφόρων του είναι μόνο μερικά παραδείγματα εξουσιαστικών σχέσεων που διαγράφουν ενίοτε πορεία απόλυτης επιτυχίας και άνθησης, αλλά συγχρόνως, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, επιρρωνύουν την θέση του Άκτον.
Κατά συνέπεια, έχει απόλυτο δίκιο ο συγγραφέας, όταν υποστηρίζει πως δεν υπάρχει άνθρωπος με εξουσία που δεν νιώθει έντονα την τάση να την καταχραστεί. Ο Δικαστής δεν μπορεί να εξαιρεθεί από αυτόν τον κανόνα απλά γιατί πάνω απ’ όλα -ιδιότητες και λειτουργήματα- είναι άνθρωπος με όλες τις αδυναμίες, τα ελαττώματα και τα προτερήματα, την έκφραση επιείκειας, αλλά και πολλές φορές και απίστευτης σκληρότητας. Ο Δικαστής του σημαντικού νομικού στοχαστή και φιλόσοφου Ρόναλντ Ντουόρκιν, ο ουσιαστικά δίκαιος και ηθικά ακέραιος παραμένει στόχος ιδανικός, ενίοτε δε και με βάση τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάθε εποχής και ουτοπικός.
Εκείνο, που κατά την δική μου άποψη, διακρίνει τον δικαστή και τον ωθεί προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι, όπως και ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής Ιωάννης Μανωλεδάκης έλεγε, η συνείδησή του και ο έλεγχος που αυτή ασκεί, ώστε να προασπίζει το κύρος και την ανεξαρτησία του, εν τέλει και την ηθική του ακεραιότητα.
Ο Δικαστής του Θανάση Διαμαντόπουλου επιλέγει να αφηγηθεί και να εξομολογηθεί για να αισθανθεί πρώτιστα ζωντανός, να κρατήσει μακριά το τέλος, τον θάνατο. Ο τελευταίος, πράγματι, κρατιέται μακριά από έναν άνθρωπο που διηγείται και διεγείρει συναισθήματα, προκαλεί στοχασμούς, εγείρει γόνιμους προβληματισμούς. Με την εξιστόρησή του πραγματώνει τον λόγο του Καλβίνου πως το βασανιστήριο μίας κακής συνείδησης είναι η κόλαση μίας ζωντανής ψυχής. Ο δε Νίτσε τόνιζε, ότι η λύτρωση από το παρελθόν , το να μπορέσει κανείς να κάνει απ’ όλα τα «υπήρξε» αυτό που «θα έπρεπε να υπάρχει», αυτό και μόνο θα ήταν δυνατό να ονομάζεται σωτηρία.
Ο λόγος, συνεπώς, έρχεται σαν λύτρωση, σαν κάθαρση, και η πράξη σαν εξιλέωση. Η βιασύνη στο να καταγράψω το αμάρτημά μου είναι να το αποδεχτώ πρώτα εγώ και να το γνωστοποιήσω στους άλλους, για να μαλακώσουν, κάποια στιγμή, μαζί μου αλλά και με τους εαυτούς τους. Είναι το μέσο, τελικά, για να συγχωρέσεις τον εαυτό σου, αλλά και για να συγχωρέσουν και οι άλλοι, όχι με την ηθική αλλά με την κυριολεκτική σημασία της λέξης (συν + χωρώ).
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος επιτυγχάνει αυτό που ο συγγραφέας Ζάουμε Καμπρέ πέτυχε στο έργο του «Confiteor» να εντοπίσει, μέσω της ψυχολογίας του βάθους, την συνύπαρξη καλού και κακού μέσα στην ψυχοσύνθεση του ίδιου προσώπου. Παράλληλα, κατόρθωσε να θέσει σημαντικά προβλήματα που απασχολούν και σήμερα την φιλοσοφία του δικαίου-ρόλος της ποινής, θανατική ποινή, επίδραση της δικαστικής απόφασης στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, ακόμη και στην ασφάλεια και ανάπτυξη μία χώρας- και που σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις ενδεχομένως δεν θα λάβουμε ποτέ.
Εκείνο που έχει σημασία να υπενθυμίζουμε είναι το συμπέρασμα του μαθηματικού και φιλοσόφου Μπλεζ Πασκάλ, δηλαδή ότι η δικαιοσύνη χωρίς εξουσία είναι αδύναμη, αλλά και εξουσία χωρίς την δικαιοσύνη είναι τυραννική. Παρά την ενδημούσα διαφθορά είτε στο πλαίσιο μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας είτε ενός αυταρχικού καθεστώτος, ο ρόλος της δικαιοσύνης και του δικαστή παραμένει κομβικός, όχι όμως αλώβητος από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο λειτουργεί. Ο Δικαστής μην μας διαφεύγει, ότι εφαρμόζει τους νόμους που η νομοθετική εξουσία ψηφίζει, δεν μπορεί να κινηθεί έξω από αυτό το πλαίσιο, όσο και αν το ερμηνεύσει. Μπορεί δε ο Σόλων να χαρακτήριζε τον νόμο «των ζώντων δε δηλών φόβος, των μεν τολμηρών κόλασις», αυτό, όμως, δεν αποκλείει τα χιλιάδες παράθυρα αυτοαναίρεσής του και ποικίλων ερμηνειών του. Καταλήγει, συνεπώς, ουκ ολίγες φορές η δικαιοσύνη να συνιστά την μακρά χείρα της εκτελεστικής εξουσίας.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, πολιτειολόγος, ανιχνευτής της δυναμικής των θεσμών, μα πάνω απ’ όλα Δάσκαλος, μας παρέδωσε ένα αριστοτεχνικό λογοτέχνημα, με λέξεις που εκπέμπουν φως, τιθασεύουν τυφώνες ψυχής και ορίζουν παλίρροιες της ζωής.
Σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο και το στρέφω προς την θάλασσα, παρατηρώ το χορό της Ανερούσας και ακούω το τραγούδι της, στοχάζομαι, τελικά, τι είναι ένα αμάρτημα ενός ανθρώπου μπρος στο αέναο τραγούδι της συνειδητοποίησης, της λύτρωσης και της συγχώρεσης.
*Ο Φίλιππος Κοντιζάς είναι στρατιωτικός δικαστής.