Του Γιάννη Μανιάτη*
Σε πρόσφατη δήλωσή του ο κος Κατρούγκαλος αναφερόμενος στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους δήλωσε ότι οι εισφορές θα υπολογίζονται “πλέον στη βάση του πραγματικού εισοδήματος”, χωρίς όμως να διευκρινήσει εάν ως πραγματικό εισόδημα, εννοούσε το δηλωθέν εισόδημα ή το τεκμαρτό και το θέμα μπλέκεται ακόμα περισσότερο για όποιον δεν αρκείται σε συμβατική ανάγνωση.
Ας δούμε ακόμα μια φορά τι αναφέρει η επίμαχη διάταξη:
Άρθρο 53 (Εισφορές σύνταξης): 1. Από 1.1.2017 οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε και του Ε.Τ.Α.Α. αντίστοιχα. καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης. ύψους 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται είτε με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, είτε με βάση την καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα.
Είναι γνωστό όμως ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και το ασφαλιστικό… έχει πολλές για να κρυφτεί, οπότε ας διαβάσουμε ανάποδα τη συγκεκριμένη παράγραφο.
“Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα.”
Δηλαδή, ενδέχεται να έχουμε διαφορετικούς κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική κατηγορία, κάτι που επιβεβαιώνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του κου Κατρούγκαλου για ρυθμίσεις σε κάποιες κατηγορίες κι ενώ υποτίθεται ότι οι κανόνες θα πρέπει να είναι ίδιοι για όλους, όπως άλλωστε επιτάσσει το Σύνταγμα. Με τον διάλογο σε εξέλιξη, μένει να δούμε φυσικά, εάν οι όποιες ρυθμίσεις θα είναι στα πλαίσια εκλογίκευσης και νομιμότητας ή εάν το πελατειακό κράτος είναι εδώ και βασιλεύει και τις εισφορές θα μαγειρεύει.
Αυτό που επίσης γίνεται σαφές είναι ότι ο εκάστοτε Υπουργός θα προσδιορίζει την βάση υπολογισμού των εισφορών. Ποια μπορεί να είναι η βάση υπολογισμού των εισφορών;
Η βάση υπολογισμού των εισφορών μπορεί να είναι:
α) το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος… είτε
β) η καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης
Στην πρώτη περίπτωση είναι σαφές ότι βάση υπολογισμού θα είναι το καθαρό φορολογητέο του προηγούμενου έτους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η βάση υπολογισμού δεν θα είναι απαραίτητα το δηλωθέν εισόδημα, αλλά ενδεχομένως το τεκμαρτό σε όσες περιπτώσεις αυτό κρίνεται ως φορολογητέο από την πολιτεία.
Στη δεύτερη περίπτωση, η βάση υπολογισμού των εισφορών είναι ασαφής, καθώς έχουμε αναφορά στην “καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης”. Ασάφεια σκόπιμη κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αφού ανοίγει τον δρόμο για εφαρμογή της πρότασης Πετρόπουλου, για εισφορές επί του τζίρου σε μηνιαία ή άλλη τακτική χρονική βάση. Κι αυτό, γιατί είναι προφανές ότι ο μόνος τρόπος για να υπολογιστεί η καθαρή αξία ανά μήνα, είναι ως ποσοστό επί του τζίρου ανά μήνα, αφού τα καθαρά έσοδα στις περισσότερες των περιπτώσεων βγαίνουν στο τέλος του έτους.
Με όλα τα προηγούμενα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η κυβέρνηση έχει σκοπό να λύσει τα συσσωρευμένα προβλήματα ή να βάλει ταφόπλακα στην πραγματική οικονομία του χώρου των μικρομεσαίων κι όλα θα κριθούν το επόμενο διάστημα. Στα πλαίσια όμως του δημόσιου διαλόγου για το ασφαλιστικό θα πρέπει να τεθούν και δύο τεράστια κοινωνικά προβλήματα που είχαν ως αποτέλεσμα, κυρίως οι παρανομίες του ΟΑΕΕ(1) τα προηγούμενα χρόνια έως και σήμερα.
Το πρώτο, είναι η ανθρωπιστική κρίση με πάνω από ένα εκατομμύριο ασφαλισμένους – ανασφάλιστους, λόγω της αδυναμίας να πληρώνουν τις αντισυνταγματικές και υπέρογκες για την εποχή εισφορές και παρά το γεγονός ότι τους χρεώνονται ποσά για υπηρεσίες που δεν τους παρέχονται.
Το δεύτερο, είναι οι διαρκώς αυξανόμενες οφειλές, ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων, γεγονός που μαρτυρά την οικονομική αδυναμία της πλειοψηφίας του συγκεκριμένου χώρου και για τις οποίες κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα πουληθούν σε “ξένους επενδυτές”, όπως τα κόκκινα δάνεια.
* Τμήμα Επικοινωνίας & Δημ. Σχέσεων Πανελλήνιας Συντονιστικής Συλλόγων Ασφαλισμένων - Ανασφάλιστων ΟΑΕΕ