Του Γεώργιου Ι. Ανδρουτσόπουλου*
Η συμφωνία «Τσίπρα - Ιερωνύμου», που όλως αιφνιδίως ανακοινώθηκε, επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις.
1. Ως μία πρόδρομη παρατήρηση, να σημειωθεί ότι ορθότερα πρέπει να γίνεται λόγος για «Σχέδιο συμφωνίας», το οποίο αποτυπώνει μόνο τα βασικά του σημεία. Μένει η εξειδίκευση των επιμέρους ρυθμίσεων, γεγονός το οποίο αναδεικνύεται, ως είναι φυσικό, σε κρίσιμο ζητούμενο. Άλλωστε, «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες»…
2. Περαιτέρω, ένα δεύτερο στοιχείο είναι η νομιμοποίηση των συμβαλλόμενων μερών. Η εν λόγω συμβιβαστική «συμφωνία» καταρτίζεται σε ανώτατο επίπεδο από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι πρωθυπουργός και Αρχιεπίσκοπος δεν βρίσκονται, από πλευράς αξιώματος, στην ίδια, ισότιμη θέση· ο πρώτος, ηγείται της κυβερνήσεώς του, με απόλυτη ελευθερία κινήσεων? ο δεύτερος, είναι απλώς πρόεδρος των δύο κεντρικών οργάνων διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, primus inter pares, που διοικεί με βάση την αρχή της συνοδικότητας…
Και το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι: το συγκεκριμένο «προσχέδιο συμφωνίας» έχει ήδη λάβει την έγκριση της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας, του συνόλου δηλαδή των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος ή θα τεθεί υπόψη της εκ των υστέρων; Άλλωστε, όπως φαίνεται εκ των πραγμάτων, η συμφωνία δεν προέκυψε προχθές, αλλά κυοφορείτο επί μακρό… Μάλλον η εξέλιξη των πραγμάτων έπρεπε να είχε ακολουθήσει αντίστροφη πορεία…
3. Στα θετικά καταλέγεται η ρητή (expressis verbis) αναγνώριση από την Πολιτεία ότι «ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε». Με τον Α.Ν. 536/1945 το Δημόσιο ξεκίνησε να συμπληρώνει το ετήσιο κεφάλαιο υπέρ της μισθοδοσίας, ανέλαβε δε πλήρως την καταβολή της επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη (Ν. 3220/2004)! Τούτο έγινε ως μία μορφή αφηρημένης (και όχι βεβαίως συμβατικής) αποζημίωσης προς την Εκκλησία για την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής (ιδίως μοναστηριακής) περιουσίας που είχε προηγηθεί (1833, 1909, 1922, 1930)...
4. Συμφωνείται, επίσης, ότι «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι». Θεωρώ περιττή την πρόβλεψη. Γίνεται ήδη παγίως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία (Σ.τ.Ε. 7908/1983, 3120/2002), ότι οι εφημέριοι αποτελούν μία εντελώς διακριτή κατηγορία δημόσιων λειτουργών, χωρίς, πάντως, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, να προσλαμβάνουν, εξ αυτού, την ιδιότητα δημόσιου υπαλλήλου και συνεπώς, εξακολουθούν να είναι προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι ότι ο περιορισμός της απαγορεύσεως της διπλοθεσίας για τους δημόσιους υπαλλήλους (άρθρα 103-104 Σ.) δεν ισχύει για τους εφημέριους. Έτσι, η μισθοδοσία των κληρικών καταβάλλεται μεν από την Πολιτεία για χάρη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί, όμως, αντιπαροχή για την επιτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αλλά κάλυψη από την Εκκλησία των βιοτικών τους αναγκών…
5. Αντί άλλης καταληκτικής παρατηρήσεως, θα αρκεστώ στη διατύπωση ορισμένων εύλογων ερωτημάτων, τα οποία η άφευκτη ελλειπτικότητα του «Προσχεδίου» αφήνει αναπάντητα:
α) Τι θα συμβεί με τη μισθοδοσία των κληρικών της Εκκλησίας Κρήτης και της Δωδεκανήσου, που ανήκουν, κατά περίπτωση, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο; Δεν θα έπρεπε να είχε υπάρξει μία σχετική προσυνεννόηση με την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία, ας μη λησμονείται, υπάγονται, «κατά το πνευματικό μέρος» και οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», που επιτροπικώς διοικούνται από την Εκκλησία της Ελλάδος;
β) Η μισθοδοσία των Αρχιερέων, που επίσης βαραίνει το Δημόσιο από το 1980 (ά. 8 Ν. 1041), εξαιρείται από το ρυθμιστικό πεδίο της Συμφωνίας;
γ) Η τυπική έξοδος των κληρικών από το «δημοσιοϋπαλληλικό» καθεστώς τους μεταφέρει στην «εκκλησιαστική δικαιοδοσία». Θα μπορεί, επομένως, ο εκάστοτε Μητροπολίτης να «απολύει» κατά το δοκούν κάποιον κληρικό; Αν ναι, πώς εξασφαλίζεται η προστασία του τελευταίου; Και τι θα συμβεί, εάν το Κράτος, προϊόντος του χρόνου, δηλώσει, «για λόγους ανωτέρας βίας» ή «δημοσίου συμφέροντος», αδυναμία να καταβάλει στο ειδικό ταμείο της Εκκλησίας την επιδότηση για τη μισθοδοσία; Δεν θα πρέπει να προβλεφθεί, εν προκειμένω, κάποια ασφαλιστική δικλείδα; Και, τέλος: πώς θα διευθετηθούν η ασφαλιστική κάλυψη, η υγειονομική περίθαλψη και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των κληρικών;
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά. Ελπίζω ότι θα απαντηθούν στο πλαίσιο της οριστικής Συμφωνίας, εάν τελικώς αυτή καταρτιστεί. Άλλωστε, η υλοποίησή της εξαρτάται, το γε νυν έχον, από πολλές «αιρέσεις» (άρθρο 201 επ. Α.Κ.)…
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος, Δικηγόρος, είναι Επίκουρος Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.