Του Σάκη Μουμτζή
Διαβάζοντας το άρθρο του κ. Α. Παπαχελά στην «Καθημερινή της Κυριακής», η πρώτη απορία μου ήταν, σε ποιον απευθύνεται. Πάντα ένα πολιτικό κείμενο -και μάλιστα ενός τόσο έγκριτου σχολιαστή- έχει συγκεκριμένη στόχευση. Στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς, διαπίστωσε δείγματα δεξιού χουλιγκανισμού και θέλει να τα καυτηριάσει. Αλλά πότε εκδηλώθηκαν αυτά τα δείγματα; Ποιοι ήταν οι φορείς τους;
Ο Α. Παπαχελάς, σε μια σαφέστατη πολιτική παρέμβαση, προσδιορίζει ως τέτοιες ακραίες πολιτικές, τις φωνές που ακούγονται για την σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τα όσα έγιναν την άνοιξη του 2015 από την ομάδα του Γ. Βαρουφάκη, κατ΄εντολή του πρωθυπουργού. Μα, εξεταστική επιτροπή ζητεί και το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Και από πού κι ως πού ένα παρόμοιο αίτημα που κινείται μέσα στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών διαδικασιών μπορεί να λάβει αυτόν τον ακραίο χαρακτηρισμό; Και επί της ουσίας, δεν πρέπει να μάθουμε τι έγινε τότε που φθάσαμε ένα βήμα πριν την καταστροφή;
Είναι μάλλον σωστή η διαπίστωση του Α. Παπαχελά πως οι «λίγοι μπορεί να παθιάζονται» και να δίνουν τον τόνο, παρασέρνοντας με τις ακρότητες τους, τους πολλούς. Αλλά η φιλελεύθερη παράταξη αν για κάτι πρέπει να κατηγορηθεί είναι για το ακριβώς αντίθετο. Για την μαλθακότητα και τον καθωσπρεπισμό με τον οποίον αντιμετωπίζει την διάλυση των Πανεπιστημίων, την κατάντια των νοσοκομείων, την παρέλαση των ενόπλων αναρχικών δυνάμεων στο κέντρο της Αθήνας και πολλά άλλα.
Η φιλελεύθερη παράταξη, κινούμενη εντός των ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, θέτει ως στόχο την άμεση διενέργεια εκλογών, καθώς θεωρεί την πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καταστροφική για την χώρα. Τι ποιο λογικό αίτημα, που η αναγκαιότητα του προκύπτει πλέον από την συνολική κυβερνητική ανεπάρκεια. Μπορεί αυτή η πολιτική να θεωρηθεί ακραία; Παράγει χουλιγκανισμό;
Η αντίληψη που έχει ο κ. Α. Παπαχελάς για την συναίνεση -καθ' όλα θεμιτή- προσκρούει στην καθολική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί σε αυτήν. Και συναίνεση με το ζόρι, δεν υπάρχει. Ευκαιρίες για συγκλίσεις και συμπορεύσεις δόθηκαν από τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου στον πρωθυπουργό και αυτός προτίμησε την συγκρουσιακή πορεία. Και ως γνωστόν οι ρήξεις, οι συγκρούσεις, οι τομές και οι ασυνέχειες, απαιτούν αλλά και παράγουν ακραίες συμπεριφορές. Τον Σεπτέμβριο 2015 ο Α. Τσίπρας επέλεξε, αυτοστιγμή, ως εταίρο του τον Π. Καμμένο, ενώ είχε κι άλλες επιλογές.
Ο κ. Α. Παπαχελάς φαίνεται ότι πιστεύει πως ο Α. Τσίπρας και το κόμμα του, σταδιακά μεταλλάσσονται. Ωριμάζουν κάτω από την πίεση των γεγονότων και κινούνται προς θέσεις πιο ρεαλιστικές και μετριοπαθείς. Γι΄αυτό και υποστηρίζει πως η τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων απελευθερώνει τις κυβερνήσεις που θα τον διαδεχθούν, καθώς «σπάει ταμπού και αγκυλώσεις δεκαετιών», ενώ προχωρεί ένα βήμα παραπέρα, τονίζοντας πως « του έτυχε ο κλήρος να μάθει στους πολίτες ότι η διαμαρτυρία σκέτη δεν φέρνει δουλειές».
Αναμφίβολα σωστές οι διαπιστώσεις, σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Γιατί υπάρχει κι ένα δεύτερο επίπεδο, που περιλαμβάνει την άρνηση της ιδιοκτησίας του εφαρμοζομένου προγράμματος από τον ΣΥΡΙΖΑ, την σταθερή και πάγια θέση του πως όλα αυτά επιβλήθηκαν πραξικοπηματικά από τους δανειστές και τον ποταμό δακρύων που συνοδεύουν την ψήφιση των μέτρων. Πολύ απλά, με όλα αυτά στέλνουν στην κοινωνία το μήνυμα πως υποχρεώνονται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, προσδίδοντας έτσι σε αυτές αρνητικό πρόσημο. Δεν τις καταξιώνουν στην συνείδηση του μέσου Έλληνα, ώστε να πούμε πως ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ κι έναν θετικό διαπαιδαγωγητικό ρόλο. Απεναντίας, τις θεωρούν αναγκαίο κακό.
Έτσι, η στοιχειώδης τήρηση του προγράμματος είναι το όχημα για την στερέωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, την οποία σχεδιάζει να μην εγκαταλείψει ποτέ. Τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στον χώρο της Δικαιοσύνης και τα όσα θλιβερότερα πρόκειται να συμβούν στην ελεύθερη πληροφόρηση φαίνεται πως δεν τα λαμβάνει υπ' όψη ο κ. Α. Παπαχελάς. Άλλωστε και ο ίδιος διαπιστώνει πως «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σκληρός και αδίστακτος».
Συνεπώς, το κεντρικό ζήτημα της πολιτικής ζωής της χώρας είναι πώς θα απαλλαγούμε από αυτόν και όχι ο ανύπαρκτος «δεξιός χουλιγκανισμός». Πώς οι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν αποδεκτές από την πλειοψηφία της κοινωνίας και πώς ο διάχυτος αριστερός χουλιγκανισμός θα αποτελέσει τον εφιάλτη που έφυγε. Αν δεν ιεραρχήσουμε σωστά τις προτεραιότητες μας τότε θα επιλέγουμε λάθος στόχο.