Του Κώστα Χρυσόγονου*
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει καταγράψει το τελευταίο χρονικό διάστημα δύο ιστορικά ρεκόρ. Πρώτο, ο Αλέξης Τσίπρας έχει γίνει ήδη ο μακροβιότερος πρωθυπουργός αφότου η Ελλάδα εισήλθε στην εποχή των μνημονίων, με περισσότερους από 34 μήνες θητείας (έναντι 31 του Αντώνη Σαμαρά και 25 του Γιώργου Παπανδρέου). Δεύτερο, η μικρή πλειοψηφία των 153 βουλευτών έχει παραμείνει συμπαγής επί μια διετία και πλέον, από τον Νοέμβριο του 2015 (οπότε καταγράφηκαν οι απώλειες Παναγούλη-Νικολόπουλου) έως σήμερα. Από δημοσκοπική άποψη εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από μια απότομη πτώση από τα τέλη του 2015 έως το 2016, εμφανίζεται σε όλες τις μετρήσεις να έχει σταθεροποιηθεί και μάλιστα με ελαφρά τάση ανόδου. Τα σχετικά ευρήματα αφήνουν να εννοηθεί ότι, εάν γινόταν αύριο εκλογές, θα κατελάμβανε πολύ άνετα την δεύτερη θέση, με ποσοστό σημαντικά ανώτερο του 20%, δηλ. θα παρέμενε διεκδικητής της εξουσίας για το μέλλον.
Όλα αυτά εξηγούνται από το γεγονός ότι, ενώ από το 2009 έως το 2013 η χώρα είχε βρεθεί σε οικονομική περιδίνηση, στο ΑΕΠ, την απασχόληση κ.λπ., από το 2014 έχει ισορροπήσει, αν και σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η προηγούμενη συγκυβέρνηση (Σαμαρά-Βενιζέλου) δεν πρόλαβε να επωφεληθεί πολιτικά από το τέλος της κάθετης πτώσης, αλλά η παρούσα το καρπώνεται. Η ανεργία σταδιακά μειώνεται, έστω και με την ευρεία εισαγωγή μορφών μερικής εργασίας με χαμηλούς μισθούς. Το ΑΕΠ έχει σταθεροποιηθεί, ενώ αναμένεται να καταγράψει και μια αναιμική αύξηση το 2017. Γενικότερα η κοινωνία αρχίζει να «εθίζεται» στο τετελεσμένο πια γεγονός της φτωχοποίησής της. Τούτο συνδυάζεται με το ότι, μέσω κοινωνικών μερισμάτων και άλλων ισχνών βοηθημάτων, γίνεται μια αναδιανομή που επιτρέπει στους πολυπληθείς συμπολίτες μας οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη ένδεια να επιβιώνουν και έτσι επιτυγχάνεται μια φαινομενική κοινωνική ηρεμία (οι εποχές των συνεχών απεργιών, των μαζικών συναθροίσεων κλπ. ανήκουν ήδη στο παρελθόν).
Ωστόσο η επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας στη δεκαετία του 2020 δεν είναι καθόλου διασφαλισμένη. Η διόγκωση της εκλογικής του επιρροής στηρίχθηκε, πέρα από το επικοινωνιακό χάρισμα του προέδρου του, στην εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις πολιτικές λιτότητας, μέσω μιας εξαιρετικά επιθετικής ρητορικής απέναντι στα άλλα κόμματα και απέναντι σε φορείς οικονομικής και επικοινωνιακής εξουσίας. Σήμερα, ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει κατά βάση τις ίδιες πολιτικές λιτότητας, συντηρεί υψηλούς τόνους έναντι πάντων, καταλήγοντας λιγότερο να κυβερνά και περισσότερο να αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση. Παράλληλα παραμένει πεισματικά κλειστός στην κοινωνία ,διαθέτοντας μια αριθμητικά ασήμαντη βάση μελών (θεωρητικά περίπου 30.000, όσα και πριν αρχίσει η εκλογική του άνοδος, ενώ τα ενεργά μέλη είναι λιγότερα). Είναι πολιτικά και εκλογικά ρηχός, αφού όσο πιο πολύ απομακρύνεται από την κεντρική πολιτική σκηνή τόσο συρρικνώνεται (στις περιφερειακές εκλογές του 2014 οι συνδυασμοί που υποστηρίχθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπέρασαν το 18% των ψήφων, στις ταυτόχρονες δημοτικές ήταν περίπου στο 10%, ενώ στον συνδικαλισμό τα ποσοστά των προσκείμενων σχημάτων είναι ακόμη χαμηλότερα).
Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ολοένα και περισσότερο αρχηγοκεντρικός και πελατειακός. Μεταλλάσσεται σε ένα κακέκτυπο του ΠΑΣΟΚ του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1980, με την καθοριστική διαφορά πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν διαθέτει ούτε κατά προσέγγιση τις γνώσεις και την προσωπικότητα ενός Ανδρέα Παπανδρέου. Και το χειρότερο, αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν διαθέτει πραγματική δυναμική ανανέωσης της ελληνικής κοινωνίας και συνεπώς αδυνατεί να φέρει την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται ο τόπος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ είχε εξαγγείλει ανάπτυξη της τάξης του 2,7%για το 2017, το αποτέλεσμα θα βρεθεί περίπου στο 1,5%, δηλ. κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Για το 2018 γίνεται λόγος για ένα χλωμό 2%, πάλι χαμηλότερο από τις επιδόσεις του συνόλου, οι οποίες αναμένονται μεταξύ του 2,3% και του 2,6%.
Εάν η απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας συνδυαστεί και με την απώλεια (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα) του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος», όλοι θα αντιληφθούν ότι « ο βασιλιάς είναι γυμνός». Σε μια τέτοια περίπτωση, η αποσύνθεση και η κατάρρευση θα είναι πια θέμα χρόνου. Από την άποψη αυτή η παραμονή στην εξουσία έως το τέλος της τετραετίας, την οποία φαίνεται να καθιστά εφικτή η σημερινή συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ίσως να αποδειχτεί τελικά παγίδα και όχι επίτευγμα.
* Ο κ. Κώστας Χρυσόγονος είναι Ευρωβουλευτής.