Του Σάκη Μουμτζή
Όταν ένας πολιτικός έχει στριμωχτεί στα σκοινιά του πολιτικού ριγκ, κάνει ό,τιδήποτε μπορεί για να ξεφύγει. Να αλλάξει το πεδίο της αντιπαράθεσης. Να βρει χώρο για να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός βρίσκεται εγκλωβισμένος στον βάλτο των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων του και στα αποτελέσματα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του. Τα αυτομαστιγώματα προφανώς δεν είναι αρκετά για να αντιστρέψουν το κλίμα. Έτσι, από το καλοκαίρι προσπαθεί να μεταθέσει το αντικείμενο της αντιπαράθεσης από τον χώρο της οικονομίας σε αυτόν των θεσμικών αλλαγών (εκλογικός νόμος, αναθεώρηση Συντάγματος) και στην συνέχεια στον αγώνα κατά της διαπλοκής (τηλεοπτικές άδειες), όπου πίστευε πως έχει τακτικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Δυστυχώς γι΄αυτόν, στο θέμα του εκλογικού νόμου υπέστη δεινή ήττα, ενώ η αδειοδότηση των καναλιών φαίνεται πως θα εξελιχθεί σε μια περίπλοκη, νομικά και πολιτικά, υπόθεση από την οποία θα εγγράψει σημαντικές ζημίες το κυβερνών κόμμα.
Έτσι λοιπόν, προ αυτών των αδιεξόδων, άρχισε να ενσωματώνει στην κυβερνητική πολιτική τον αντιγερμανισμό, καθώς παρατηρείται μια σταθερή κλιμάκωση της επιθετικής ρητορείας απέναντι στην Γερμανία.( θέμα αποζημιώσεων, συνεντεύξεις σε ξένες εφημερίδες, άρνηση συμμετοχής στην άτυπη Σύνοδο στην Μπρατισλάβα) Αποκορύφωμα αυτής της στροφής στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε η Διάσκεψη των χωρών του Νότου, την οποίαν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί προπαγάνδας (ΕΡΤ, ΑΠΕ, φιλικές ιστοσελίδες) επιχειρούν να την εντάξουν στην αντίθεση Βορρά-Νότου.
Βέβαια, αν εξετάσουμε αυτούς που συμμετείχαν στην Διάσκεψη, θα διαπίστωσουμε που ουδείς, πλην του Ολάντ ενδεχομένως, θα ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει τον Α. Τσίπρα στην πολιτική σύγκρουσης με την Μέρκελ και τον Σόιμπλε. Ο Ολάντ επειδή βρίσκεται τέταρτος στις δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές ( Απρίλιος, Μάιος 2017) πιθανόν να επιχειρήσει να οικοδομήσει την ανάκαμψη του πάνω στον αντιγερμανισμό. Η σχέση του με τον πρωθυπουργό της χώρας μας είναι « κράτα με να σε κρατώ.»
Επειδή λοιπόν ο Α. Τσίπρας ξέρει πως από την άνοιξη του 2017 θα χάσει έναν πολύτιμο σύμμαχο είναι υποχρεωμένος να επισπεύσει την σύγκρουση με την Γερμανία. Αντιλαμβάνεται πως η συνέχιση της εφαρμογής των προαπαιτουμένων, οδηγεί το κόμμα του στην εξαέρωση και τον ίδιο σε πολιτικό ακρωτηριασμό. Έτσι λοιπόν, επαναφέρει την γνωστή τυχοδιωκτική πολιτική Βαρουφάκη. Πού αποβλέπει;
1. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μελετώντας τις δημοσκοπήσεις παρατηρεί, πως ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του 2015, ενώ αποστασιοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν άλλαξε πολιτική στέγη. Κάτι περιμένει. Έτσι, μέσω του ενδιάθετου αντιγερμανισμού που υπάρχει σε αυτούς τους ψηφοφόρους, επιχειρεί να τους επαναπατρίσει.
2. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος δημιούργησε την συνείδηση του ΟΧΙ, η οποία υπάρχει και περιφέρεται ορφανή στην πολιτική ατμόσφαιρα. Είναι μια πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ η επανάκτηση της.
3. Τέλος, εφ΄ όσον η πολιτική της σύγκρουσης με την Γερμανία λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά, θα γίνει προσπάθεια να κυριαρχήσει επικοινωνιακά, παραμερίζοντας τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.
4. Τελικός σταθμός αυτής της τυχοδιωκτικής διαδρομής θα είναι η διενέργεια εκλογών μέσα στο κλίμα της σύγκρουσης και της πόλωσης. Τα διλήμματα γνωστά και αναμασημένα. «Ή εμείς ή αυτοί».
Απέναντι σε αυτήν την καταστροφική πολιτική η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει :
1. Να καταδείξει στον Ελληνικό λαό τις συνέπειες αυτής της συγκρουσιακής πολιτικής και να προβάλλει ως η μόνη δύναμη που μπορεί να εξασφαλίσει την παραμονή της χώρας μας στην ευρωζώνη.
2. Να αναδεικνύει καθημερινά τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Να επαναφέρει δηλαδή την ατζέντα στον χώρο της οικονομίας και της κοινωνίας.
3. Να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας που θα είναι κοστολογημένο και άρα πειστικό.
Είναι πλέον κοινός τόπος πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα παραδώσει την εξουσία αμαχητί. Και αυτό είναι θεμιτό, υπό την προϋπόθεση πως η προσπάθεια παραμονής του σε αυτήν, δεν θα επιφέρει και την καταστροφή της χώρας. Αν τελικά η επιλογή της σύγκρουσης με την Γερμανία έχει στρατηγικό χαρακτήρα, τότε θα γίνει αυτό που δεν έγινε το καλοκαίρι του 2015. Τότε που διακήρυτταν urbi et orbi πως «έδωσαν χώρο για να κερδίσουν χρόνο.» Φαίνεται πως επέστη ο χρόνος.